Εθνικές και Εθνοτικές Ταυτότητες στο Διαδίκτυο

24grammata.com/ κριτικές, γνώμες, απόψεις

γράφει ο Νίκος Δεμερτζής, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εισαγωγή

Στο κείμενο αυτό θα σχολιασθεί η επιρροή που δέχονται οι εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες από και εντός του διαδικτύου. Κατ’αρχήν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε εθνότητα και έθνος, έννοιες οι οποίες αποκτούν νόημα υπό την αιγίδα του εθνικισμού. Οι εθνότητες συνιστούν το πρωτογενές πολιτισμικό και ιστορικό υλικό το οποίο επιλεκτικά διαχειρίζεται ο εκάστοτε εθνικισμός προκειμένου να διαμορφωθούν οι εθνικές ταυτότητες. Επιπλέον, τονίζεται ότι η τρέχουσα εθνικιστική έξαρση είναι ένα νέο φαινόμενο που αποτυπώνει την αντίφαση ανάμεσα στο πλανητικό και το τοπικό, αντίφαση στην οποία συνίσταται η ίδια η διαδικασία(ες) της παγκοσμιοποίησης. Κατόπιν συζητείται η «μεσοποίηση» της εθνικής συνείδησης και της εθνοτικής ταυτότητας, ως ειδικά έκφραση της γενικότερης μεσοποίησης ( mediatization ) της κοινωνικής συνείδησης στο περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας. Σχολιάζεται η επίδραση των ΜΜΕ και προπαντός της τηλεόρασης στην εξ αποστάσεως ενορχήστρωση και κινητοποίηση του κοινωνικού φαντασιακού και, κατ’ επέκταση, στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας. Βάσει αυτών, και έχοντας ως αφετηρία τη «θεωρία του Μέσου», το κείμενο στρέφεται στη σχέση του διαδικτύου με τις τρέχουσες εθνοτικές και εθνικές ταυτότητες. Η σχέση αυτή είναι διφορούμενη, όπως εξάλλου διφορούμενη είναι η καθόλου λειτουργία του διαδικτύου. Από τη μια μεριά ενισχύει τα εθνικιστικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις απέναντι στους εθνικούς άλλους· από την άλλη μεριά όμως η ίδια η «γραμματική» του (διαδραστικότητα, θεληματική χρήση, υπερκειμενικότητα) ενέχει μια «αντι-εθνικιστική» ροπή. Έτσι, εκτός από τη συνηθισμένη ναρκισσιστική ενίσχυση του εθνικού «εμείς», στα ποικίλα «δωμάτια» και «ομάδες συζητήσεων» μεταξύ διαφορετικών εθνικών και εθνοτικών κοινοτήτων μπορεί κανείς να αναμένει και την απομείωση των εθνικών στερεοτύπων. Και τούτο διότι το συγκεκριμένο μέσο επιβάλλει την έκθεση στο λόγο του άλλου, κάτι που σε βάθος χρόνου μπορεί να δώσει λαβή σε διαλογικές και διαβουλευτικές μορφές διαπραγμάτευσης της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας.

2. Θεωρητικό πλαίσιο

Από τη διεθνή εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας κατέστη, νομίζουμε, σαφές ότι ο εθνικισμός δεν είναι μια καταλοιπική κατηγορία, αλλά ένας από τους πυλώνες της νεωτερικής και υστερονεωτερικής κοινωνίας. Εμφανιζόμενος στο πλαίσιο της εν γένει διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, ο εθνικισμός δεν συνιστά απλό ατύχημα διαδρομής, ένα ιστορικό παράδοξο, ή έναν απρόβλεπτο αναχρονισμό στην καρδιά της πλανητικής εποχής. Όπως έχουμε υποστηρίξει και αλλού [1], είναι μια νεωτερική διαιρετική πολιτική ιδεολογία, η οποία εγγράφεται ευθέως στην αντίφαση πλανητικού-τοπικού. Εν αντιθέσει προς την άποψη αρκετών κοινωνικών επιστημόνων (κυρίως οικονομολόγων), υποστηρίζουμε πως η παγκοσμιοποίηση (για την ακρίβεια οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης) δεν συμβαίνει υπεράνω του τοπικού. Απεναντίας, είναι η ίδια η διαπλοκή τοπικού και πλανητικού. Ως εκ τούτου, οι διάφοροι επιθετικοί και αμυντικοί εθνικισμοί, όπως και οι περιφερειακές ή/και τοπικές διεκδικήσεις της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας δεν είναι παρεμπίπτοντα φαινόμενα, αλλά θεμελιώδεις πλευρές της νέας γεωγραφίας της οικονομικής, πολιτικής και συμβολικής εξουσίας.

Δεν είναι λοιπόν «παράδοξο» που στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας και του διαδικτύου επανεγγράφεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας, όπως ίσως θα πρέσβευε ένας αφελής εξελικτικισμός, σύμφωνα με τον οποίο το ζήτημα αυτό ανήκει στη σφαίρα της παράδοσης και μέλλει να εξαλειφθεί υπό την πίεση του εκσυγχρονισμού και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων. Εκείνο που ωστόσο πρέπει να προσεχθεί είναι ότι ο σημερινός εθνικισμός (το ορθότερο είναι να μιλούμε για «εθνικισμούς») δεν συνιστά μια απλή επανάληψη του παρελθόντος, ή, ακόμα χειρότερα, την (δήθεν) αναγέννηση ενός κατά τα άλλα αιώνιου και αμετάλλακτου ως προς την ουσία του «έθνους». Είναι ένα νέο φαινόμενο, μια νέα ιστορική κατασκευή, που συναρθρώνεται πολλαπλώς με τα συστήματα αναφοράς της ύστερης νεωτερικότητας (εξατομίκευση, παγκοσμιότητα, καταναλωτισμός κ.λπ.). Ούτως ή άλλως, όπως εμφατικά έχουμε υποστηρίξει, ως μορφή συλλογικού δεσμού των κοινωνιών της νεωτερικότητας, το έθνος συγκροτείται μέσω του εθνικισμού. Αφ’ εαυτού, το έθνος δεν διαθέτει αυτόφωτο και ενδιάθετο νόημα, καθώς είναι ουσιαστικά ένα «άδειο» σημαίνον.

Προκειμένου να οριοθετηθεί η συζήτηση που θα ακολουθήσει αναφορικά με την επίδραση του διαδικτύου στις εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες οφείλονται στο σημείο αυτό ορισμένες εννοιολογικές διευκρινήσεις σχετικά με τις έννοιες του έθνους, της εθνότητας, της εθνικότητας, του εθνικισμού και της μεταξύ τους σχέσης. Ως προϊόν της νεωτερικότητας, από κοινωνιολογική άποψη το έθνος είναι μια οιονεί κοινωνική ομάδα η οποία συγκροτείται από την ιδεολογία του εθνικισμού έτσι ώστε: α) τα μέλη της να ταυτίζονται με μια οροθετημένη κρατική επικράτεια, β) να θέτουν την εθνική ταυτότητα υπεράνω κάθε άλλης συλλογικής αναφοράς και γ) να πιστεύουν ότι ως ομάδα υπήρχαν ανέκαθεν βάσει αποκλειστικά δικών τους αιώνιων χαρακτηριστικών. Από τα τρία αυτά δομικά στοιχεία κατασκευάζεται κάθε έθνος ως συγκεκριμένη πολιτική φαντασιακή κοινότητα, υπό την έννοια ότι δεν προηγείται το έθνος του εθνικισμού, αλλά ο εθνικισμός του έθνους.

Το ότι η πολιτική ιδεολογία του εθνικισμού κατασκευάζει το έθνος δεν σημαίνει ότι αυτό είναι μια ιστορική αυθαιρεσία [2]. Ο εθνικισμός δεν συγκροτεί το έθνος εκ του μηδενός αλλά μέσα από σύνθετες διαδικασίες επιλογής μιας εξαιρετικά ετερόκλητης “πρώτης ύλης”: τοπικών παραδόσεων, μυθολογιών, γλωσσικών ριζών, μνημών, θρησκευτικών πρακτικών, κοινών ιστορικών εμπειριών, κοκ. Η πρώτη αυτή ύλη μεταπλάθεται εκ των υστέρων, ανασυντίθεται, ομογενοποιείται και ιεραρχείται έτσι, ώστε να υπακούσει στη μεθύστερη λογική του εκάστοτε εθνικού/στικού μύθου.

Τούτο το “πρωτο-εθνικό υπόστρωμα” είναι εθνοτικής (ethnic) τάξεως. Είναι ένα μάγμα πολιτισμικών πρακτικών, σχημάτων αντίληψης και (υπο)συστημάτων αναφοράς από το οποίο ο εκάστοτε εθνικισμός αντλεί επιλεκτικά για την κατασκευή και ανακατασκευή του έθνους (το οποίο υποτίθεται είναι αιώνιο και αθάνατο). Από το ήδη υπάρχον εθνοτικό υλικό αναγείρεται το εθνικό/στικό οικοδόμημα. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν θα λέγαμε ότι εθνότητα είναι κάθε ευρεία κοινωνική ομάδα που σχηματίζεται και αναπαράγεται βάσει ιδιάιτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών.

Σε αντίθεση προς το έθνος και την εθνική ταυτότητα (που είναι, όπως προαναφέραμε, δημιουργήματα της νεωτερικότητας), εθνότητες και εθνοτικές ταυτότητες υπήρχαν ανέκαθεν στην ιστορία. Το ότι, τώρα, από τις εθνότητες, δια μέσω του εθνικισμού, δημιουργείται το έθνος δεν σημαίνει ότι οι εθνότητες το προπαρασκευάζουν ή ότι είναι ένα αναγκαίο προστάδιο στην ουσιοκρατική όσο και εξελικτικιστική λογική της εθνικιστικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας. Η ιστορία θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά. Επηρεάζοντάς τες μέσω διανοουμένων, κινημάτων, κομμάτων και άλλων πολιτικών φορέων, ο εθνικισμός πολιτικοποιεί τις επιμέρους εθνότητες (ή εθνοτικές ομάδες) και τις μετατρέπει σε εθνικότητες (nationalities). Ως κοινωνιολογική και όχι νομική έννοια, η εθνικότητα ορίζεται εδώ ως μια νεωτερική φαντασιακή κοινότητα που επιδιώκει να οργανωθεί σε επικρατειακή κυριαρχική ενότητα και να αναγνωρισθεί ως έθνος από τη διεθνή κοινωνία. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εθνότητες υφίστανται ανεξάρτητα από τα έθνη και τις εθνικότητες.

Η μεσοποίηση της εθνοτικής και εθνικής ταυτότητας

Δεδομένων αυτών, το ζήτημα είναι πώς συγκροτείται σήμερα η εθνοτική και εθνική ταυτότητα στο περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας, το οποίο είναι κορεσμένο από τα μέσα επικοινωνίας, μαζικά και εξατομικευμένα. Αν και δεν μπορούμε εδώ να εξαντλήσουμε το ζήτημα αυτό θα διατυπώσουμε ορισμένα πλαισιωτικά σχόλια προκειμένου κατόπιν να προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα του κειμένου μας. Θα λέγαμε λοιπόν πως στο νέο αυτό και περίπλοκο περιβάλλον η εθνική ταυτότητα υπόκειται σε μια διπλή, όσο και αντιφατική, διεργασία: από τη μια μεριά υποτάσσεται και μετριάζεται από ευρύτερες διαδικασίες υπερεθνικών ολοκληρώσεων [3], από την άλλη όμως οξύνεται, ως αμυντική έκφραση στις επερχόμενες αλλαγές και όχημα διεκδίκησης μιας ευνοϊκότερης θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας [4].

Στο πλαίσιο της παραπάνω διεργασίας μπορούμε να φανταστούμε την εθνική ταυτότητα (και την εθνική συνείδηση) να κινείται σε όλο το μήκος ενός νοητού άξονα που ορίζεται από το σημείο της άκρας σχετικοποίησης και αποδέσμευσης, έως το σημείο της ακραίας εθνοκεντρικής παλινδρόμησης. Το τι ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη συγκυρία και την πολιτική κουλτούρα. Σε κάθε περίπτωση όμως η εθνική ταυτότητα “μεσοποιείται” ( mediatized ) κατά έναν ανεπίστρεπτο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι στις σύγχρονες διαδικασίες κατασκευής της εθνικής ταυτότητας τα μέσα ενημέρωσης παρεμβαίνουν κατά τρόπο καταλυτικό και ουσιώδη [5]. Είναι μάλιστα η τηλεόραση που συμβάλλει περισσότερο στη μεσοποίηση της εθνικής συνείδησης σε μαζικό επίπεδο σήμερα, παρά τα υπόλοιπα μέσα επικοινωνίας. Η λεγόμενη “ζωντανή” μετάδοση δραματοποιεί και συντονίζει εξ αποστάσεως το κοινωνικό φαντασιακό καθώς ένα μεμονωμένο και τοπικό γεγονός μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε συμβάν εθνικής ή ακόμα και διεθνούς κλίμακας. Έτσι, όταν ένα “εθνικό επεισόδιο” (στρατιωτικής, διπλωματικής, οικονομικής, ακόμα δε και αθλητικής φύσεως) στο εσωτερικό μιας χώρας συγκεντρώσει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, και ιδιαίτερα των τηλεοπτικών καναλιών, κινητοποιούνται αυτομάτως σχεδόν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του πληθυσμού, ο οποίος συσπειρώνεται ως πολιτική φαντασιακή κοινότητα. Το ίδιο ενδεχομένως επεισόδιο μπορεί να συγκινήσει τους ομογενείς της χώρας αυτής, οι οποίοι σε μια δεδομένη συγκυρία μπορεί να κινητοποιηθούν πολιτικά και να συντονισθούν με το “εθνικό κέντρο”. Τούτο είναι σύνηθες στο πλαίσιο των εθνικών κοινοτήτων της διασποράς, γενικότερα δε έχει χαρακτηρισθεί από τον Anderson ως «εθνικισμός μεγάλης απόστασης» [6].

Στο μέτρο που οι εν λόγω κινητοποιήσεις και η ενεργοποίηση της εθνικής ταυτότητας συντονίζονται από την τηλεόραση, μοιραία χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και διαλειμματικότητα [7]. Και τούτο διότι εξαρτώνται τελικά από το χρόνο που διαθέτουν τα τηλεοπτικά κανάλια για τα σχετικά θέματα, καθώς και από τον τρόπο που τα πλαισιώνουν. Στο μέτρο, λοιπόν, που η εθνική ταυτότητα γίνεται μέρος του τηλεοπτικού-πολιτικού θεάματος υπόκειται στη διαδικασία της προσομοίωσης και κινείται σε μια περιοχή ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Χάνει την παλαιά της αίγλη και το μονοσήμαντο χαρακτήρα της και βιώνεται πλέον καλειδοσκοπικά, ασυνεχώς, και με σαφώς λιγότερη συγκινησιακή επένδυση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η “νεο-πραγματική” αυτή εθνική εμπειρία είναι σύμπτωμα της “μετα-συγκινησιακής κοινωνίας” (post-emotional society). Ο όρος αυτός προτάθηκε από τον Mestroviz [8], σύμφωνα με τον οποίο η πολυδιάσπαση και ο καταναλωτισμός διαβρώνουν τις πάλαι ποτέ εδραιωμένες ταυτότητες της νεωτερικότητας και, κατά συνέπεια, θολώνουν τα κριτήρια του πράττειν [9]. Μέσα από το πολιτικό θέαμα και την καθημερινή ειδησεογραφία το υποκείμενο δέχεται ετερόκλητα συγκινησιακά ερεθίσματα, τα οποία ωστόσο δύσκολα μπορεί να συντονίσει προκειμένου να προβεί σε αποφάσεις και να χαράξει μια πορεία δράσης στο δημόσιο χώρο. Η “μετα-συγκινησιακή κοινωνία” είναι μια κοινωνία στην οποία τα υποκείμενα συγκινούνται τόσο ώστε να μην είναι τελικά σε θέση να δράσουν.

Σταδιακά, στη διαμόρφωση της κατάστασης αυτής συμβάλλει βεβαίως και η από-υπολογιστή-διαμεσολαβημένη επικοινωνία ( computer – mediated – communication ). Εδώ και αρκετό καιρό σε όλες σχεδόν τις χώρες στις οποίες εξαπλώνεται ο παγκόσμιος ιστός έχουν δημιουργηθεί ιστοσελίδες, δωμάτια και λίστες συζητήσεων αντικείμενο των οποίων είναι προώθηση και η διαπραγμάτευση της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας [10]. Στα πλαίσια διεθνών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, αντίστασης στην πολιτική της “εσωτερικής αποικιοποίησης” [11], διεκδίκησης του δικαιώματος αναγνώρισης, επιστροφής στις ρίζες και οικοδόμησης μιας “συμβολικής εθνότητας” [12], ανάπτυξης περιφερειακών αποσχιστικών εθνικιστικών κινημάτων, ρατσιστικών αντιπαραθέσεων, ακόμα δε και ενεργοποίησης τοπικιστικών φυγόκεντρων τάσεων, το διαδίκτυο χρησιμοποιείται λίγο ως πολύ ως βασικός παράγοντας επικοινωνιακής πολιτικής, πεδίο συγκρότησης και εμπέδωσης της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας και, κατά συνέπεια, βήμα αντιπαραβολής με τον εθνικό άλλο. Στις επόμενες σελίδες θα εξετάσουμε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις: Από τη μια μεριά, έχοντας υπόψη την περίπτωση των κοινοτήτων της διασποράς και τις δικτυακές κοινότητες του εθνικού κέντρου, θα εστιάσουμε σε περιπτώσεις που το διαδίκτυο συμβάλλει στην τόνωση και την όξυνση των εθνικών και εθνοτικών ταυτοτήτων. Από την άλλη μεριά, θα εστιάσουμε στις, ομολογουμένως λίγες, περιπτώσεις όπου το διαδίκτυο συμβάλλει στη σχετικοποίηση των εν λόγω ταυτοτήτων και το μετριασμό των εθνικιστικών στερεοτύπων.

Ενισχύοντας τις εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες

Μια από τις συνιστώσες της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης είναι η δημιουργία “εθνοδιαστημάτων” (ethnospaces) [13]. Μετανάστες και πρόσφυγες από πολύ διαφορετικά μήκη και πλάτη της υδρογείου διασπείρονται σε χώρες του Βορείου Ημισφαιρίου, κυρίως σε Ευρώπη και Αμερική. Σε αντίθεση όμως με τους μετανάστες παλαιότερων εποχών, οι σημερινοί μετανάστες και πρόσφυγες που διαθέτουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και επαγγελματική εξειδίκευση, πορεύονται ως επί το πλείστον μόνοι και βιώνουν την εμπειρία της ξένης χώρας εξατομικευμένα. Οι πλέον μορφωμένοι μετανάστες που εγκαθίστανται σε αναπτυγμένες χώρες δεν σχηματίζουν εθνοτικούς γεωγραφικούς θύλακες ( little Italy , little Indias , China towns ) [14], αλλά επιλέγουν μόνοι τους τις πόλεις και τα σημεία εκείνα στα οποία μπορούν να τύχουν ταχείας επαγγελματικής αποκατάστασης βάσει των προσόντων τους. Σχηματίζουν, ούτως ειπείν, “εξατομικευμένες διασπορές” [15]. Η εκ των πραγμάτων έλλειψη ενός κοινού τόπου συνάντησης στις χώρες υποδοχής γεννά στους ανθρώπους αυτούς την ανάγκη εναλλακτικών μορφών κοινοτικής ζωής. Ένα μέσο που τους επιτρέπει να επινοήσουν νέες μορφές κοινωνικότητας είναι το διαδίκτυο. Η από-υπολογιστή-διαμεσολαβημένη επικοινωνία μοιράζει σε αυτούς κοινές εμπειρίες γλώσσας, ιστορικής μνήμης και παράδοσης, συγκλίνει διαφορετικές όσο και κοινές μνήμες του παρελθόντος, του αλλού και του άλλοτε σε ένα εδώ και τώρα πολύ διαφορετικό, ανοικειωτικό, ενίοτε δε και εχθρικό, οπωσδήποτε όμως α-χωρικό [16].

Η ταυτότητα αυτών των ατόμων της διασποράς μπαίνει έτσι σε μια περιπέτεια αναδιαπραγμάτευσης εντός ενός πεδίου νέου όσο και άυλου: τον κυβερνοχώρο. Για τις διασπορικές εθνοτικές ομάδες ο κυβερνοχώρος είναι ο μόνος τόπος που τους ενώνει, είναι η κοινή τους αναφορά, η μόνη επικράτεια που δύνανται να “κατοικήσουν”. Είναι ταυτόχρονα το εθνοτικό-ταυτοτικό ενδιαίτημα και διακύβευμά τους. Ο χαμένος ή ο ουδέποτε υπάρξας εθνικός χώρος ανα-δημιουργείται, επινοείται στον κυβερνοχώρο. Ό,τι χάνεται σε γεωγραφική εγγύτητα ανακαταλαμβάνεται στο άϋλο τοπίο του διαδικτύου. Το τραύμα της χαμένης πατρίδας, η αποδιάρθρωση της ιστορικής μνήμης, η απολεσθείσα συνέχεια του εθνικού χρόνου, ανακατασκευάζονται μετωνυμικά στο ψηφιακό περιβάλλον της δυνητικής εθνοτικής διασπορικής κοινότητας.

Ταυτόχρονα, θα λέγαμε ότι στο νέο αυτό περιβάλλον ισχύει και κάτι άλλο: σε μεγάλο βαθμό, παλαιότερα οι μετανάστες της πρώτης τουλάχιστον γενιάς ήταν στην ουσία απάτριδες. Και τούτο διότι από τη μια, η πατρίδα που άφησαν πίσω τους και στην οποία περιμένουν να επιστρέψουν άλλαξε πλην όμως αυτοί δεν ένοιωσαν την αλλαγή, δεν άλλαξαν μαζί της. Από την άλλη μεριά, προσδοκώντας να επιστρέψουν, δεν εντάχθηκαν ενεργά σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής της νέας πατρίδας τους. Ουσιαστική πατρίδα τους ήταν η ομότιμη εθνοτική ομάδα των συμπατριωτών τους [17]. Με το διαδίκτυο, οι νέοι εγγράμματοι μετανάστες αλλά και οι μετανάστες της δεύτερης και τρίτης γενιάς, γίνονται ολοένα και περισσότερο διπάτριδες ή/και πολυπάτριδες. Πληροφορούνται σε πραγματικό χρόνο τις αλλαγές στην πατρίδα που άφησαν ή και μετέχουν ώστε αυτές να συντελεστούν, ενώ ταυτόχρονα, ως εξατομικευμένα υποκείμενα, βιώνουν εντονότερα την κουλτούρα της χώρας υποδοχής.

Φυσικά, δυνητικές εθνοτικές κοινότητες δεν σχηματίζουν μόνο οι νέοι μετανάστες και οικονομικοί πρόσφυγες. Σχηματίζουν και οι μετανάστες παλαιότερων γενεών. Λόγου χάριν, σε πιλοτική έρευνα που έγινε στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών [18]. στην οποία μελετήθηκε μεταξύ άλλων η διεύθυνση www.thea.gr, διαπιστώθηκε ότι από τα 12.000 περίπου ελληνικά sites πολλά ανήκουν σε απόδημους Έλληνες, αλλά και σε Έλληνες που διαμένουν προσωρινά στο εξωτερικό.

Για τις μη διασπορικές εθνικές ομάδες τα πράγματα είναι διαφορετικά: αυτές απολαμβάνουν τη θαλπωρή της μητρώας/πατρώας γης και από εκεί- στο βαθμό που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για ταυτοτικές αναζητήσεις και αντιπαραθέσεις-, εξακοντίζουν μηνύματα επιβεβαίωσης, υπεροχής, μίσους για τον εθνικό άλλο ή αυταρέσκειας για το εθνικό ή/και φυλετικό “εμείς” [19]. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, εκτός από τη μεσοποιημένη εμπειρία, το φαντασιακό στοιχείο είναι αδήριτα παρόν, συγκροτεί αμφότερες τις κοινότητες ως δυνητικές κοινότητες- κυψέλες του παγκόσμιου ιστού. Έτσι, αναπαραστάσεις εθνικής πληρότητας, υπεροχής και συνέχειας, οι οποίες επιδεικνύουν μιαν ανοχή στην αντίφαση, όντας εξαιρετικά ευένδοτες στην επιλεκτική χρήση του ιστορικού υλικού και της συλλογικής μνήμης (αλλά και λήθης) ενεργοποιούνται και εγγράφονται στο λόγο των ελληνικών δυνητικών κοινοτήτων. Στην προαναφερθείσα έρευνα που έγινε στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών μελετήθηκε η διεύθυνση www.istopolis.gr, όπου αναφερόταν ότι φιλοδοξεί να είναι πεδίο “συνάντησης όλων των Ελλήνων και των φίλων της χώρας μας σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν βρίσκονται”. Η Istopolis καλωσόριζε [20] τους χρήστες στις on-line συζητήσεις χρησιμοποιώντας το “εμείς” και το αντωνυμικό “μας”, εγκαλώντας τους, έτσι, σε μια μεσοποιημένη ψηφιακή, αλλά όχι για το λόγο αυτό λιγότερο φαντασιακή, εθνική συλλογικότητα. Μεταξύ άλλων, η αίσθηση της κοινότητας στοιχειοθετείτο αφενός μεν με μια εξ αρχής πρόσκληση του τύπου: “η Istopolis χτίζεται από τους χρήστες-πολίτες της, δηλαδή εσάς!, αφετέρου δε από αποφάνσεις μιας αιώνιας ελληνικότητας: “από τον αρχαίο δήμο, την αγορά και την Πνύκα, μέχρι τον Ιππόδρομο του Βυζαντίου, τις Συνελεύσεις και τις Φιλικές Εταιρείες, τα καφενεία του 19ου και του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα στην εποχή των Νέων Τεχνολογιών και του Δικτύου, ΕΜΕΙΣ οι Έλληνες μάθαμε να συζητάμε τα πράγματα που μας απασχολούν. Αυτό είναι η βάση της Δημοκρατίας μας”.

Φυσικά, κλασσική περίπτωση παρόξυνσης των εθνικιστικών προκαταλήψεων είναι ο παράλληλος πόλεμος σε επίπεδο πληροφορίας, ο οποίος διεξάγεται παράλληλα με τον πόλεμο στα πεδία των μαχών. Το διαδίκτυο προσφέρεται ως ένα επιπλέον βήμα για την άσκηση προπαγάνδας και ενίσχυσης των εθνικών δεσμών σε περίοδο πολεμικής δοκιμασίας. Κάτι παραπάνω από ενδεικτική είναι η περίπτωση των δικτυακών τόπων του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής κατά τη διάρκεια της λεγόμενης δεύτερης Ιντιφάντα. Παράλληλα με την «πραγματική», εμπόλεμη, ιντιφάντα υπάρχει και η ηλεκτρονική (http//electronicintifada.net ). Από την άλλη μεριά, η ισραηλινή κυβέρνηση απαντά αναλόγως στην ηλεκτρονική διεύθυνση http//www.mfa.gov.il. Εδώ οι διαφορές και η απόσταση δείχνουν πραγματικά αγεφύρωτες. Παράλληλα με τις επίσημες αυτές ιστοσελίδες Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι «χάκερ» έχουν κηρύξει έναν ιδιόμορφο πόλεμο τον οποίο οι Άραβες αποκαλούν e -τζιχάντ . Τον Οκτώβριο του 2000 Ισραηλινός «χάκερ» σαμποτάρισε την ιστοσελίδα της λιβανέζικης οργάνωσης Χεζμπολάχ και αντικατέστησε το φιλοπαλαιστινιακό της περιεχόμενο με τα εθνικά σύμβολα του Ισραήλ. Μέσα σε επόμενες μέρες Ισραηλινοί «χάκερ» είχαν παραμορφώσει περί τις 50 αραβικές ιστοσελίδες, όπου σε ορισμένες από αυτές ο Αραφάτ εμφανιζόταν με τη μορφή χοίρου σε χυδαίες στάσεις. Από την άλλη μεριά, άραβες «χάκερ» προέβησαν σε παρόμοιες ενέργειες σαμποτάροντας ισραηλινές ιστοσελίδες εξευτελίζοντας τον αντίπαλο.

Απομειώνοντας τα εθνικιστικά στερεότυπα

Αναφερθήκαμε ήδη στο ότι η τηλεόραση μπορεί να συμβάλλει στη σχετικοποίηση των εθνικών ταυτοτήτων. Ειδικά, τώρα, στην κατά Poster «δεύτερη εποχή των Μέσων» [21] θα μπορούσε βάσιμα κάποιος να αναμένει περαιτέρω σχετικοποίηση λόγω και μέσω του διαδικτύου. Κατ’ αρχήν, η “δεύτερη εποχή των Μέσων” εγκαινιάζεται με την απομαζικοποίηση των μέσων ενημέρωσης, τον πολυ-κατακερματισμό του κοινού, τη διάδοση των νέων μέσων και, φυσικά, την εξάπλωση του διαδικτύου. Είναι η περίοδος της μετανεωτερικότητας στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση και του μεταμοντερνισμού στη σφαίρα του πολιτισμού, κυριότερη συνέπεια των οποίων είναι η ανάδυση μιας νέας έκκεντρης υποκειμενικότητας. Στο νέο αυτό περιβάλλον τα Μέσα αδυνατούν να ενορχηστρώσουν το κοινωνικό φαντασιακό έτσι, ώστε η εθνική (και η εθνοτική) ταυτότητα να θεσμίζεται ως η ύπατη συλλογική ταυτότητα. Η δεύτερη εποχή των Μέσων είναι η εποχή της πολυπολιτισμικότητας και της ρευστότητας των κοινωνικών ταυτοποιήσεων.

Είναι αλήθεια ότι η κατά Bauman «δυσφορία στη μετανεωτερικότητα» εκφράζεται με την αμυντική αναδίπλωση σε ακεραιοκρατικές νοοτροπίες παραδοσιακού τύπου (θρησκευτικοί φανατισμοί, τοπικισμοί, κοινοτιστικά κινήματα και εθνοτικοί εθνικισμοί). Οι παλινδρομήσεις αυτές όμως είναι ήδη διαμεσολαβημένες από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης με αποτέλεσμα να συνιστούν πολιτισμικές υβριδοποιήσεις [22] μάλλον παρά απλές επαναλήψεις του ιδίου αιώνιου χθες. Ίσως η άποψη του Poster πως “δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νέα Μέσα θα λειτουργήσουν ενάντια στην εμπέδωση της εθνοτικής ταυτότητας” [23] να ηχεί κάπως υπερβολική ή/και αισιόδοξη. Οπωσδήποτε όμως, στην προοπτική του χρόνου, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η γραμματική του διαδικτύου, η οποία ευνοεί τον κατακερματισμό και τη ρευστότητα. Ας πάρουμε αίφνης ως παράδειγμα τη γραφόλεκτο “greekglish” που χρησιμοποιείται κατά κόρον από Έλληνες χρήστες του διαδικτύου [24]. Η γραφόλεκτος αυτή υπαγορεύθηκε στην αρχή από τις ίδιες τις αδυναμίες του λογισμικού (αδυναμίες που ακόμη και σήμερα εντοπίζονται και αφορούν την αναγνώριση των ελληνικών γραμματοσειρών) και κατόπιν καθιερώθηκε ως ένας καθόλα αποδεκτός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ Ελλήνων (της διασποράς αλλά και υπόλοιπων). Η χρήση όμως των greeklish έχει διφορούμενα αποτελέσματα: από τη μια μεριά εντάσσονται στην προσπάθεια διατήρησης της εθνοτικής ή/και εθνικής ταυτότητας, από την άλλη όμως υπαγορεύουν νέες νοοτροπίες εντός και μέσα από τις οποίες επανατίθεται ίσως δε και υπονομεύεται η ελληνικότητα.

Ο από μέρους μου τονισμός της σημασίας της «γραμματικής» του διαδικτύου (ιχνηλατώντας τη θεωρία του Μέσου [25]) αποσκοπεί στην επισήμανση μιας “αντι-εθνοτικής” και “αντι-εθνικιστκής” ροπής ( bias ) του διαδικτύου, η οποία οφείλεται στη διαρκή κινητικότητα και στην αποκέντρωσή του, στοιχεία που σχεδόν εξ ορισμού αποκλείουν από τους κόλπους του την επικράτηση “μεγάλων αφηγήσεων”. Στο διαδίκτυο οι χρήστες διαμορφώνουν μόνοι τους τα κείμενα (όχι βεβαίως απροϋπόθετα), με αποτέλεσμα οι εικόνες του έθνους και της εθνοτικής ταυτότητας να αλλάζουν, να είναι εφήμερες και έκκεντρες. Κατά μία έννοια, το έθνος και η εθνότητα εξατομικεύονται, βιώνονται ταυτόχρονα κατά μόνας αλλά και συλλογικώς [26].

Η αποκεντρωτική φύση του διαδικτύου συνοδεύεται από δύο στοιχεία. Το ένα είναι η θεληματική συμμετοχή στις δυνητικές εθνοτικές κοινότητες. Το άλλο είναι ο ανοικτός και διαλογικός χαρακτήρας του υπερκειμένου [27]. Αμφότερα σημαίνουν ότι στο πλαίσιο της ανακατασκευής της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας εντός του διαδικτύου το υποκείμενο εκτίθεται υποχρεωτικά στο λόγο του άλλου. Και τούτο διότι συμμετέχοντας στις δυνητικές κοινότητες εισέρχεσαι σε ένα περιβάλλον όπου ο διάλογος ουδέποτε σταματά και ουδέποτε κατακλύζεται από έναν και μοναδικό λόγο, από ένα κύριο σημαίνον. Εκ των πραγμάτων, η αλληλόδραση στο διαδίκτυο είναι πολυγλωσσική και ετερογλωσσική. Άρα, ακόμα και ως αθέλητη συνέπεια της επικοινωνιακής δράσης (και στο βαθμό που χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μέσο) το υποκείμενο όχι μόνο εκτίθεται στον εθνικό ή/και εθνοτικό άλλο, αλλά τον αφουγκράζεται κιόλας, λαμβάνει υπόψη τα όσα διαμείβονται στο διάλογό τους, εγκαθιστά μια κάποια δρώσα σχέση μαζί του. Αυτό που συμβαίνει αμέσως ή εμμέσως είναι μια πράξη αναγνώρισης του άλλου, καθώς ακόμα και όταν ο ένας απαξιώνει ρηματικά τον άλλο, αμφότεροι αλληλεξαρτώνται ακριβώς διότι έτσι επιτάσσει η ίδια η γραμματική του μέσου. Ακόμα και όταν σε συνειδητό επίπεδο απορρίπτουν ο ένας τον άλλο, σε προ-συνειδητό επίπεδο τον καταφάσκουν στο βαθμό που το μέσο δεσμεύει τον συνυπολογισμό του αντίπαλου-άλλου ως συνομιλητή. Η γραμματική του διαδικτύου «δυνητικοποιεί» [28] το διάλογο μεταξύ ριζικά ετερόκλητων υποκειμένων και διαγράφει συνθήκες του δυνατού προκειμένου αυτά να συγκλίνουν σε ένα κοινό τόπο [29].

Από αυτή την έποψη, το διαδίκτυο δεν συμβάλλει μόνο στην αναβίωση και την όξυνση των ποικίλων εθνοτικών εθνικισμών, αλλά και στην άμβλυνσή τους. Ανάλογη θέση διατυπώνει ο Poster αναφορικά με την εβραιϊκή ταυτότητα στο διαδίκτυο [30]. Συμμετέχοντας ο ίδιος σε μια λίστα συζητήσεων με την ονομασία “CyberJew”, το 1996 μελέτησε πληθώρα μηνυμάτων από τα οποία προέκυψε ότι ως επί το πλείστον οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν το διαδίκτυο ως ένα “ουδέτερο εργαλείο” για την διάδοση και ισχυροποίηση μιας προ-διαμορφωμένης εθνοτικής ταυτότητας. Το διαδίκτυο ήταν το μέσο που διευκόλυνε πολλούς Εβραίους της διασποράς να διασυνδεθούν. Σε κάποιους όμως χρήστες το διαδίκτυο επέδρασε διαφορετικά: λειτούργησε με έναν ανακλαστικό τρόπο, εγείροντας ερωτήματα γύρω από το δόκιμο αυτής ταύτης της διατήρησης της εβραιϊκής ταυτότητας. Έτσι, υπήρξαν μηνύματα που ήταν υπέρ της αναδιαμόρφωσης του εβραιϊσμού και της μετεξέλιξής του σε μια συνιστώσα μόνο του θεϊκού κύκλου της παγκόσμιας ζωής έτσι, ώστε να αμφισβητείται εκ βάθρων ο μεσσιανικός-προνομιακός του χαρακτήρας από μέρους των ίδιων των (δικτυομένων) πιστών.

Παρομοίως, αναφορικά με τη θρησκευτική εμπειρία [31] και το θρησκευτικό φανατισμό, ο Tatusko θεωρεί ότι η διαμεσολάβηση της θρησκείας από το διαδίκτυο θα επιφέρει «ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης μας» προς την κατεύθυνση μιας αντι-θεμελιωτικής στάσης: «To αξιοπερίεργο είναι ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια διάδοσης θεμελιοκρατικής ρητορικής στον κυβερνοχώρο, προσλαμβάνει τα εγγενώς αντι-θεμελιωτικά και πλουραλιστικά δικτυακά χαρακτηριστικά του ίδιου του κυβερνοχώρου. Αυτή η μεταβολή στην ορθολογικότητα, που προκύπτει από την ίδια την πράξη της πρόσβασης στην πληροφορία του κυβερνοχώρου, συντελείται σιωπηρά και ανεπαίσθητα. Ακόμη και στην περίπτωση μετάδοσης των πλέον άκαμπτων θεμελιωτικών δογμάτων, το γεγονός ότι αυτά επικοινωνούνται βάσει συμβάσεων του διαδικτύου όπως το υπερκείμενο και το ηλεκτρονικό κείμενο, η χρήση μηχανών πλοήγησης και οι επεξεργαστές κειμένων, μεταβάλλει άρδην τον τρόπο με τον οποίο τα θεμελιωτικά αυτά δόγματα γίνονται καταληπτά. Έτσι, οι άκαμπτοι δογματισμοί υπερφαλαγγίζονται από ένα αόρατο τεχνολογικό περιβάλλον, αλλά και διαμορφώνονται από αυτό» [32].

Φυσικά, κάλλιστα θα μπορούσε να διατυπωθεί η ένσταση ότι δεν είναι η «γραμματική» του μέσου ως τέτοια που αμβλύνει τα εθνικιστικά στερεότυπα, αλλά η στάση των ίδιων των χρηστών απέναντι στο ζήτημα του έθνους και του διεθνισμού. Με άλλα λόγια, εκείνοι οι χρήστες του διαδικτύου οι οποίοι είναι ήδη κριτικά διακείμενοι προς τις εθνικές μυθολογίες και θετικά προς ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού θα τείνουν να το χρησιμοποιούν με αντι-εθνικιστικό τρόπο. Παρομοίως, εκείνοι που ούτως ή άλλως ενστερνίζονται στα εθνικιστικά στερεότυπα της χώρας τους θα χρησιμοποιήσουν το διαδίκτυο ως μέσο έκφρασης αντιπάθειας, ίσως δε και μίσους απέναντι στους εθνικούς άλλους. Οπότε, από την έποψη αυτή θα διευρύνεται αντί να μειώνεται το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ψηφιακό διεθνισμό» και «ψηφιακό εθνικισμό» (κατ’ αναλογία προς το γνωστό ψηφιακό χάσμα ανάμεσα στους «πληροφοριακά έχοντες» και τους «μη έχοντες»). Τούτο φαίνεται να επιβεβαιώνεται από σχετικά πρόσφατη διερεύνηση (11/04/02) που έγινε στη μηχανή αναζήτησης google ( www.google.com ) στο λήμμα « Greek – Turkish Relations » [33]. Η έρευνα έδωσε 14.400 αποτελέσματα (πληθώρα άρθρων και ανακοινώσεων γύρω από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις). Στην πρώτη θέση όμως ήταν μια προσωπική ιστοσελίδα ενός Έλληνα της Κωνσταντινούπολης αφιερωμένη στην φιλία ανάμεσα στους δύο λαούς ( http://members.tripod.com/dimos/grtr.html). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το διαδίκτυο είναι απλώς το μέσο για τη διάδοση μη εθνικιστικών απόψεων και αντιλήψεων, οπότε δεν χωρεί λοιπόν αμφιβολία για το βάσιμο της παραπάνω ένστασης.

Ωστόσο η κατάσταση δεν εξαντλείται στο σημείο αυτό. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι βρισκόμαστε στην αρχή της εποχής του διαδικτύου, οι επιδράσεις του οποίου στην κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό και είναι προς το παρόν διισταμένες και ποικίλες [34], έτσι ώστε να είναι τελικά παρακινδυνευμένη κάθε οριστική πρόβλεψη ως προς την τύχη των εθνικών και εθνοτικών ταυτοτήτων στους κόλπους του. Πόσο μάλλον που η εκτός δικτύου ( off line ) ιστορική και κοινωνική εξέλιξη κάθε άλλο παρά προβλέψιμη είναι στις μέρες μας. Επιπλέον, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και κάτι άλλο: Ούτως ή άλλως η εθνική ταυτότητα είναι προϊόν ιστορικής και ρηματικής κατασκευής. Το ίδιο το διαδίκτυο είναι μια κατασκευάζουσα κατασκευή [35], εντός του οποίου οι εθνικές ταυτότητες τίθενται υπό αναδιαπραγμάτευση. Το ακριβές της περιεχόμενο όμως δεν μπορεί να προλεχθεί πολύ δε περισσότερο να προσδιορισθεί αιτιωδώς. Ως εκ τούτου, για την κατανόηση των επιδράσεων του διαδικτύου στην κατασκευή (αλλά και την αποδόμηση) των εθνικών και εθνοτικών ταυτοτήτων, σε μεσο και μακροπρόθεσμη προοπτική, απαιτείται διαρκής, υπομονετική και συστηματική έρευνα, ποσοτική και ποιοτική. Μέχρι τώρα, τόσο στη λεγόμενη πρώτη όσο και στη δεύτερη γενιά της περί διαδικτύου βιβλιογραφίας, ο κανόνας είναι μια σειρά ατελεύτητων και συχνά ανακυκλούμενων θεωρητικών συζητήσεων, οι οποίες κατά κανόνα δεν υποστηρίζονται από ποσοτική και ποιοτική έρευνα στο ίδιο το διαδίκτυο. Γενικότερα, όπως επισημαίνει και η Baym, ενώ στα θέματα του διαδικτύου επιπολάζει η θεωρία, απουσιάζει η συστηματική έρευνα [36].

Προκειμένου να ελεγχθεί η υπόθεση της αντι-εθνικιστικής ροπής του διαδικτύου, μελετήθηκε επί δεκαήμερο ένας δικτυακός τόπος συνάντησης Ελλήνων και Τούρκων χρηστών [37]. Από την ανάλυση των διαλόγων στο συγκεκριμένο «δωμάτιο» φάνηκε ότι το κλίμα που επικρατούσε ήταν άκρως φιλόξενο για όποιον/α ήθελε να συμμετάσχει στις συζητήσεις για την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι έλειψαν οι οξύτητες και οι ένθεν και ένθεν στερεοτυπικές απόψεις. Ωστόσο εκείνο που έχει σημασία είναι ότι παρά τις διαφωνίες η χρήση του μέσου αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις και, προπαντών, διατηρεί ανοικτό το διάλογο. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από το πόρισμα της έρευνας σχετικά με την αντίδραση των συνομιλητών γύρω από το ζήτημα των εδαφικών διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας: « βρέθηκα χωρίς να το θέλω σε μια συζήτηση με τον « Onur » με τον οποίο είχαμε συναντηθεί πολλές φορές μέσα στην αίθουσα συζητήσεων και τον οποίο θαύμαζα βαθύτατα για την ιστορική του κατάρτιση. Οι συμπεριφορές όμως και των δύο άλλαξαν δραματικά από τη στιγμή της διαφωνίας μας σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα. «Δεν μπορώ να σου κρύψω ότι σήμερα με εξώθησες …» είπε. Τη στιγμή εκείνη ένοιωθα και ένοιωθε ότι υπερασπιζόμασταν τα συμφέροντα του κράτους μας!» Παρόλα αυτά, « η συζήτηση έληξε με ανταλλαγή της λέξης barish (=ειρήνη) και της φράσης semi seviyorum (=σ’ αγαπώ). Είχαμε καταφέρει ανταλλάσσοντας δύο νεκρά κείμενα να αποκαταστήσουμε την ηρεμία της συζήτησης και την αμοιβαία συμπάθεια».

Η ίδια συμπάθεια πάντως δεν επισημάνθηκε μέσα από τη μελέτη ενός άλλου δικτυακού τόπου, του www.aegeantimes.net όπου ωστόσο διαπιστώθηκε σοβαρή επιχειρηματολογία, η οποία απέχει από τη συνηθισμένη υβριστική απεύθυνση στον εθνικό άλλο. Μελετήθηκε [38] το περιεχόμενο ενός διαλόγου που εκτείνεται από την 30/10/2001 έως την 27/11/2001 και καταγράφηκε μια ευρεία θεματολογία γύρω από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Στο συγκεκριμένο διάλογο, οι ψηφιακοί πολίτες» διατηρούν και υπερασπίζονται τις εκτός δικτύου ιστορικές τους μνήμες με αποτέλεσμα «ενώ τα πρόσωπα που μελετήθηκαν είχαν αρχικά συγκαταβατικό και ήπιο πνεύμα στην ομιλία τους δεν μπόρεσαν να το ενδυναμώσουν ή έστω να το διατηρήσουν ύστερα από την ανταλλαγή απόψεων» .

[1]Νίκος Δεμερτζής, Ο Λόγος του Εθνικισμού. Αμφίσημο Σημασιολογικό Πεδίο και Σύγχρονες Τάσεις, Αθήνα: Σάκκουλας, 1996, σελ. 336 επόμ. Βεβαίως, ο εθνικισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως πολιτική ιδεολογία της νεωτερικότητας, αλλά και ως νοοτροπία, φρόνημα, μύθος και κοινωνικό κίνημα.

[2]Δεμερτζής, όπ. π., σελ. 95-100.

[3] Για ορισμένους αναλυτές ένα ανοικτό εμπειρικό και κανονιστικό ζήτημα είναι η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Και είναι ανοικτό λόγω του περιεχομένου που μπορεί αυτή να αποκτήσει. Όπως παραστατικά αναφέρει ο Tomlinson , η εν τω γίγνεσθαι παγκόσμια κουλτούρα μπορεί να εκπληρώσει ένα ευγενές κοσμοπολιτικό όνειρο ή να εξελιχθεί σε υπερκαταναλωτικό εφιάλτη. Βλ . John Tomlinson, Globalization and Culture Oxford : Polity Press, 1999, σελ . 72 επόμ .

[4] Δεμερτζής, ό π. π., σελ. 425-6.

[5] Πρβλ. τη σχέση της εθνότητας με τη χρήση των μέσων επικοινωνίας στη σύντομη αναφορά του Denis McQuail , Audience Analysis London : Sage Publications , 1997, σελ. 94-95. Πρβλ. επίσης το ενδιαφέρον βιβλίο των Clint C . Wilson II & F e lix Guti e rrez , Minorities and Media . Diversity and the End of Mass Communication , London : Sage Publications, 1985.

[6](long distance nationalism) . Βλ. Benedict Anderson, “Western Nationalism and Eastern Nationalism. Is there a difference that matters?” , στο : New Left Review , τχ . 9, Μάιος – Ιούνιος 2001.

[7] Για τον πολλαπλό, αποσπασματικό και υβριδικό χαρακτήρα των πολιτισμικών και κοινωνικών ταυτοτήτων υπό την επίδραση των παγκόσμιων μέσων επικοινωνίας και ειδικά της τηλεόρασης βλ. Chris Barker, Television, Globalization and Culture , Oxford University Press, 1999, σελ . 1-8, 36 επόμ . Chris Barker, Global Television. An Introduction , London : Blackwell Publishers, 1997, σελ . 165 επόμ .

[8]Stepan Mestrovic, Postemotional Society (London: Sage Publications, 1997).

[9] Όπως αναφέρει ο M u nch , η σύγχρονη παγκόσμια καταναλωτική κουλτούρα ευνοεί την αγοραία εξατομίκευση και τείνει να καταργήσει τα δημόσια κριτήρια του ορισμού του «αγαθού», του «ωραίου» και του «αληθούς». Επιπλέον, παράγει μια αδυναμία κατανόησης του άλλου, γεγονός που πλήττει την ανθρώπινη κοινωνικότητα καθ’ αυτήν. Βλ . Richard Munch , “McDonaldized Culture: The End of Communication?”, στο : Smart Barry ( επιμ .), Resisting McDonaldization , Sage Publications, 1999, σελ . 135-147 και ειδικά τις σελ . 143-145.

[10]Πρβλ . James E. Katz & Ronald E. Rice, Social Consequences of Internet Use. Accerss, Involvement, and Interaction , The MIT Press, Cambridge , Massachusetts , 2002, σελ . 123 και 184.

[11]Michael Hechter, Internal Colonialism: The Celtic Fringe in British National Development, 1536-1966 (Berkeley: University of California Press, 1975).

[12]Ο όρος “συμβολική εθνότητα” (symbolic ethnicity) προτάθηκε από τον Herbert Gans, προκειμένου να περιγραφεί η κουλτούρα της δεύτερης και τρίτης γενεάς μεταναστών στις ΗΠΑ. Οι ομάδες αυτές αναπτύσσουν μια νοσταλγική σχέση με την κουλτούρα των γονέων τους και με τη χώρα καταγωγής, η οποία εκδηλώνεται με τελετουργικό τρόπο. Βλ. σχετικά George A. Kourvetaris, Studies on Greek Americans, East European Monographs (N.Y.: Boulder, 1997), σελ. 6, όπου και η αναφορά στο Gans.

[13]Arjun Appadurai, “Disjunction and Difference in the Global Cultural Economy” στο : Mike Featherstone ( επιμ .), Global Culture. Nationalism, Globalization and Modernity (London: Sage Publications, 1990), σελ. 295-310.

[14]Εντός των οποίων εύρισκαν οι παλαιότεροι μετανάστες ένα κοινωνικό-πολιτισμικό δίκτυο ασφάλειας.

[15]Ananda Mitra, “Virtual Comminality: Looking for India on the Internet” στο : Jones ( επιμ .), Virtual Culture , London , Sage Publications, 1997, σελ . 55-79 και ειδικά σελ . 57-8. Θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί ότι οι ψηφιακές-δυνητικές εθνότητες είναι ένα μειοψηφικό φαινόμενο, στο βαθμό που η νέα τεχνολογία των υπολογιστών και του διαδικτύου είναι προσιτή σε σχετικά λίγους ανθρώπους στις χώρες του Νότου. Έτσι, ίσως λίγες μόνο ιστοσελίδες να εκλαμβάνονται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας πολύ ευρύτερης εθνοτικής εμπειρίας, η οποία τελικά δεν αποτυπώνεται στο διαδίκτυο. Βλ . σχετικά Nils Zurawski, “Ethnicity and the Internet in a Global Society”, Paper Presented to the INET ’96, Montreal (25-28 Ιουνίου 1996).

[16]Γενικότερα, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ρηματική ανακατασκευή της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας και όχι για την κατάργησή της.. Εξάλλου κάθε συλλογική και ατομική ταυτότητα ανακατασκευάζεται διαρκώς μέσα σε διαφορετικά ιστορικά και επικοινωνιακά πλαίσια. Από την έποψη αυτή είναι λίγο παρακινδυνευμένο να θεωρεί κανείς ότι ακόμα και το ίδιο το έθνος-κράτος “θα εξαερωθεί πριν από κάποιο παγκόσμιο κυβερνοκράτος αρχίσει να ελέγχει τον πλανητικό αιθέρα” [Νίκολας Νεγρεπόντης, Ο Ψηφιακός Κόσμος (Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 1995), σελ. 243]. Ως μεταπαραδοσιακό σύστημα πολιτικής κυριαρχίας, το έθνος-κράτος (και η συνοδεύουσα εθνική ταυτότητα) είναι ένας πυλώνας της σύγχρονης κοινωνίας και παρά τις μελλοντολογικές αναγνώσεις της παγκοσμιοποίησης δύσκολα θα εκλείψει από το ιστορικό προσκήνιο.

[17] Για την πολιτισμική ταυτότητα των αποδήμων Ελλήνων πρώτης, δεύτερης αλλά και τρίτης γενιάς πρβλ. Βασίλης Καραποστόλης, Νίκος Δεμερτζής, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Αντώνης Αρμενάκης, Απόδημοι Έλληνες. Πολιτισμική Ταυτότητα & Ομογενειακά Μέσα Επικοινωνίας (Αθήνα: Υπουργείο Τύπου/Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, 2001).

[18]Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τέλη του 1998 και αρχές του 1999 από την κυρία Νατάσα Βουρνά, υπό την εποπτεία μου, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού μαθήματος.

[19]Susan Zickmund, “Approaching the radical Other: The Discursive Culture of Cyberhate” στο : Jones ( επιμ .), Virtual Culture , όπ . π ., σελ . 185-205.

[20]Στο μεταξύ η διεύθυνση αυτή καταργήθηκε και πολλά από τα στοιχεία σβήστηκαν. Αυτό είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο στο διαδίκτυο και δείχνει τη διαρκή κίνηση που το χαρακτηρίζει.

[21]Μ ark Poster, The Second Media Age , Cambridge, Polity Press, 1996, σελ . 3-22. (Στην «πρώτη εποχή των Μέσων» κυριαρχούσε η ηλεκτρονική μαζική επικοινωνία και η λογοκεντρική αντίληψη του αυτόνομου υποκειμένου της νεωτερικότητας).

[22]Jan Nederveen Pieterse, “Globalization as Hybridization” στο : M. Featherstone, S. Lash & R. Robertson ( επιμ .), Global Modernities (London: Sage Publications, 1995), σελ . 45-68.

[23]Poster, όπ. π., σελ. 42.

[24] Βλ. σχετικό αφιέρωμα της Καθημερινής της 14/10/2001 «Των Ελλήνων οι νέες ψηφιακές κοινότητες».

[25]Πρβλ . Harold Innis, The Bias of Communications (Toronto: University of Toronto Press, 1951), Marshall McLuhan., Media: Οι Προεκτάσεις του Ανθρώπου ( Αθήνα : εκδ . Κάλβος , 1988), Josua Meyrowitz , No sense of Place. The Impact of Electronic Media on Social Behavior (Oxford: Oxford University Press, 1985).

[26] Σε έρευνα για τη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας των Ουαλών στο διαδίκτυο, διαπιστώθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι χρήστες και μετέχοντες στο Compuserve Welsh Forum αναζητούσαν και αντάλλασσαν πληροφορίες για τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Ουαλίας, πολύ δύσκολα τεκμηριώνεται η ύπαρξη κοινότητας στο διαδίκτυο. Βλ . σχετικά Hugh Mackay and Tony Powell, “Connecting Wales. The Internet and national identity” στο : Brian Loader ( επιμ .), Cyberspace Divide. Equality, agency and policy in the information society (London: Routledge, 1998), σελ . 203-216. Αντιθέτως, σε μια πιο πρόσφατη έρευνα φάνηκε ότι το διαδίκτυο ευνοεί τον σχηματισμό εθνοτικών κοινοτήτων και την τόνωση της εθνικής ταυτότητας. Βλ . Daniel Miller and Don Slater, The Internet. An Ethnographic Approach ( Oxford : Berg, 2000), σελ . 1-25.

[27]Βλ . μεταξύ άλλων Amanda Mitra, “Virtual Commonality: Looking for India on the Internet” σελ . 59-60 και 74-76.

[28] Για τις έννοιες του «δυνητικού» vs «δυνατού» και της «δυνητικότητας» vs «δυνατότητας» πρβλ. Pierre Levy , Δυνητική Πραγματικότητα , Αθήνα: εκδ. Κριτική, 1999.

[29] Μια ορισμένη πράξη αναγνώρισης λαμβάνει χώρα και σε ασυνείδητο επίπεδο. Ακόμα και η πλέον αρνητική στάση απέναντι στον εθνικό/εθνοτικό άλλο, θεμελιώνεται στην ασυνείδητη παραγνώριση ότι η ταυτότητα του ενός εξαρτάται από την ταυτότητα του άλλου. Άρα η ναρκισσιστική-ταυτοτική πληρότητα του φαντασιακού «εμείς» απειλείται μονίμως από το μη ταυτόν του άλλου.

[30]Poster, “Virtual Ethnicity”, όπ . π ., σελ . 203-208.

[31] Για την παρουσία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διαδίκτυο και την επιδράσεις του κυβερνοχώρου στην αυτό-εικόνα της βλ. Nicolas Demertzis, Katerina Diamandaki & Dyonisis Panou, “Religion online: The Digital Secularization of the Greek Orthodox Church” Paper Presented at the AoIR 3 rd Conference “ Internet Research 3.0: Net/Work/Theory ”, Maastricht , October 13-16, 2002 ( στο συνδρομητικό τόπο http://www.aoir.org/members/papers3/Religiousidentityonlinefinal.ptf ).

[32] Andrew Tatusko., 2000, The Sacrament of Civilization: The Groundwork of a Philosophy of Technology for Theology , http://www.religion-online.org

[33] Στο πλαίσιο της υπό την εποπτεία μου διπλωματικής εργασίας της κας Ελένης Σουπιανά στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης με τίτλο «Η Ελληνική Κοινή Γνώμη για την Τουρκία και τους Τούρκους» (Αθήνα, 2002).

[34] Πρβλ. Katz & Rice , όπ. π., σελ. 265 επόμ.

[35] Πρβλ. Νίκος Δεμερτζής, Πολιτική Επικοινωνία. Διακινδύνευση, Δημοσιότητα, Διαδίκτυο , Αθήνα: εκδ. Παπαζήση , 2002, σελ . 478.

[36]Nancy Baym, “The Emergence of On-Line Community” στο : Steven Jones ( επιμ .), Cybersociety 2.0 Revisiting Computer-Mediated Communication and Community (London: Sage Publications, 1998), σελ . 38.

[37] Πρόκειται για δοκιμαστική-πιλοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2001 από την Γρεβενίτου Μαρία, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την επίβλεψή μου. Μελετήθηκε το www.turksgreeks.net με τη μεθοδολογία της συμμετοχικής παρατήρησης.

[38] Πρόκειται για επίσης δοκιμαστική-πιλοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Μαρίτα Λαμπίδη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την επίβλεψή μου.

πηγή