Για την αλησμόνητη Βίκυ Μοσχολιού

μοσχολιου 24γραμματαjpg

24grammata.com- τραγούδι

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Η ΒΙΚΥ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Για την αλησμόνητη Βίκυ Μοσχολιού, πρωθιέρεια στην «Αλεξάνδρεια» του Γ. Χρονά.

Αργά τη νύχτα, όταν ήταν ολότελα μόνη φάνηκαν δειλά στην άκρη του δωματίου. Ήταν κατάκοποι μα ευτυχισμένοι. Αργά, σαν τα νερά των πάγων εισήλθαν μες στο χώρο, της έσφιξαν ήσυχα τα χέρια, την είδαν που κοιτούσε έξω στον άδειο δρόμο. Τους εντυπωσίασαν οι πολύχρωμοι λαμπτήρες, βαλμένοι σε κομψές καμάρες. Πάνω από τα χώματα οι πολύχρωμοι λαμπτήρες των θερινών κέντρων. Εκείνη ήταν γερασμένη, χιόνι κυλούσε πάνω στο πρόσωπό της και τα χέρια, με προτεταμένες τις φλέβες διατηρούσαν τη γεωμετρία της προσευχής. Έξω ο γοητευτικός νεαρός με το τριαντάφυλλο στα μαλλιά χαμογελούσε, πλησιάζοντας ολοένα στα λυπημένα παράθυρα. Ο Γιάννης Χρήστου τίποτε δεν είπε, κρατήθηκε μες στους λυγμούς του, κρατούσε την όψη των βυθισμένων πραγμάτων, πάει να πει τρεμάμενος κρυβόταν πίσω από τους καπνούς και τις χαραυγές, πολύ μακριά πια από τις Μυκήνες. Ο Καραϊσκάκης με την ανάσα του γεμάτη περιβόλια και  τη γαιώδη ταπεινοφροσύνη, την ανάλογη ενός Θεόφιλου βαστούσε τους τοίχους που πέφτανε από τη λύπη με τρομερούς θορύβους και κουρνιαχτά, πέφτανε οι τοίχοι. Μονάχα η Μέριλυν, η θεία Μέριλυν με τα τακούνια της, ωραία και θλιβερή, με τα εξωφρενικά, πράσινα μάτια της στεκόταν στον προθάλαμο, με τη ρωγμή ανέπαφη ψηλά στα μάτια ως κάτω στα χείλη και έπειτα μέσα της που χυνόταν τόσα χρόνια όλο το χώμα, σαπισμένο, μαύρο χώμα η αγάπη της θείας Μέριλυν και η βροχή της μαρμαρυγής που τη μάκραινε. Ύστερα ο Νίκος ο Λιβυκός, που φερε στις ηπείρους του σημεία από ελληνικές πλεύσεις και στάθηκε ανατολικά, κατά την πλευρά που σηκώνονταν οι ήλιοι και τα πρόσωπα, δίχως λέξεις , με το βουβό, ελληνικό θρήνο, την ηρωική στάση, τη βαθιά, την κρυπτική στάση. Φορούσε τα ενδύματα των επίσημων τελετών, κατρακυλούσε μες στο δωμάτιο με τα μάτια πληγές ο Νίκος κατρακυλούσε δίχως τα άσπρα βλέμματα των αγαλμάτων. Ο χορευτής του Saint Hille γηραιότερος και από όλα τα χρόνια φάνταζε φεγγαρένιος πίσω από τις στάχτες, στρογγυλοπρόσωπος χωρικός των μακεδονικών κάμπων ο χορευτής ξεθωριασμένος μες στο δωμάτιο, καιόμενος όπως οι πεταλούδες, όπως οι φούρνοι των χαλκών στο Λαύριο, στα λαγούμια των βραδινών τυμβωρύχων. Πλάι του ο κιθαριστής του φλαμένγκο, δίχως θεατές, μες στο ερειπωμένο δωμάτιο του κοριτσιού που περπατά προς την αθανασία, εγκαταλείποντας τις ανθρώπινες βιολογίες. Και έκλαιγαν όλοι καθώς θυμούνταν τα αργολικά δράματα και την Λόλα που σφαγιάζεται κάτω στους δρόμους, τον Ορέστη, την ηλεκτρισμένη Κασσάνδρα μες στους βασιλικούς κήπους, όλο αίματα και οι λίθοι του τρωικού τείχους κρατημένοι από τα στόματα, σαν μυστικά αδιαπραγμάτευτα. Μονάχα ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Σωτηρία Μπέλλου, κάπνιζαν και έδιναν χρησμούς, κοιτώντας κατά τον ορίζοντα, πάνω ακόμα από τα ναυπηγεία και τις θρυλικές γερανογέφυρες. Οι μεγάλες σκιές, έλεγαν, θα γεννήσουν τις μέρες. Η Σωτηρία με φωνές ηλεκτρικές, τώρα κατοικεί στα κυπαρίσσια, ολονυχτίς οι κουρασμένες μοτοσικλέτες και πίσω τα σκυλιά με τις μαχαιρωμένες κραυγές, χρόνια αδέσποτα λησμονημένα και η Σωτηρία ολόιδια κερί, ολόκληρη τυφλή, να πεθαίνει δίχως προσευχές, δίχως ομολογίες. Όταν θα ξεσπάσει ο ξαφνικός άνεμος  σκορπισμένη η Βίκυ και τα ασημικά και τα κλουβιά που σπάζουν στους τοίχους, βροχές πάνω στα κόκκινα κορίτσια, ριγμένα τα ναύλα και οι ναύτες που εγκαταλείπουν με τα στρατιωτικά σκάφη τον Πειραιά. Και έτσι, ο Νίκος ο Λιβυκός και ο Καραϊσκάκης και ο χορευτής του Saint Hille αναχωρούν για την Αλεξάνδρεια, χνάρια σιένας μες στα νερά. Μονάχα ο Μάρκος και η Σωτηρία γεμάτοι χαράγματα περιμένουν το κορίτσι του παραθύρου και μες σε καιρούς μελαγχολικούς αναχωρούν και εκείνοι για τις μακρινές ακτές. Μην κλαις και μην φοβάσαι το σκοτάδι, ψιθυρίζει η Σωτηρία και  οι ατέλειωτες, μολυβένιες μέρες καιροί απέραστοι, καθώς οι νύχτες του Θωμά Γκόρπα.
Η Βίκυ Μοσχολιού κατέληξε αναπάντεχα, πριν από μερικά χρόνια, νικημένη από την επάρατο νόσο. Άφησε ένα τεράστιο κενό στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, προσωποποιώντας μία από τις τελευταίες κορυφαίες μορφές της ανθηρής εποχής του. Η βυζαντινή λειτουργικότητα της φωνής της, το επιβλητικό μέλος και η επιλογή ενός ετερόκλητου ρεπερτορίου, με ευρύτητα που ξεπερνά τις λαϊκές καταβολές της, έθεσαν την Βίκυ Μοσχολιού ως μία από τις πιο δυναμικές παρουσίες. Μια ιδιότροπη φωνή, εκλεκτική ικανή να αποκαλύπτει με την αισθητική σύμπαντα που ξεπερνούν τους ρηχούς, ψυχολογικούς ερεθισμούς της λαϊκής, μουσικής σκηνής. Η συνεργασία της με δημιουργούς όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, κατέστησαν τη φωνή της οικεία σε ένα ευρύτερο κοινό, σφραγίζοντας έτσι την αφετηρία μιας συλλογικότερης εποχής για το ελληνικό τραγούδι. Η κινηματογραφική παρουσία της σε εμβληματικές παραγωγές,, όπως η «Λόλα» της δεκαετίας του 1960, επιβεβαίωσαν τη δυναμική της, ως μια γνήσια, καλλιτεχνική προσωπικότητα με υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας σε αδοκίμαστες προκλήσεις.
Η Βίκυ Μοσχολιού σηματοδοτεί με την καλλιτεχνική της παρουσία μια ολόκληρη εποχή, ένα βαρύ όνομα ως συνέχεια ανεπανάληπτων, γυναικείων φωνών, όπως η Σωτηρία Μπέλλου, που μνημονεύεται στη στιχουργική του Γιώργου Χρονά. Η «Αλεξάνδρειά» του εντάσσει υπό το πρίσμα της φωνής της Μοσχολιού  μορφές μιας στιγμογραφικής αναπαράστασης της ελληνικής αισθητικής, καθορισμένης από τα πρόσωπα τα ίδια, τους βασικούς δηλαδή συντελεστές του ιστορικού δράματος. Η Μπέλου, ο χορευτής, ο Λιβυκός νέος, πρόκειται για μορφές ικανές να εκφράσουν το ήλεκτρο της ελληνικότητας που δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται μες στην ιστορία ή ακόμα μες στην ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία. Η πρότυπη μορφή της αλεξανδρινής πολιτείας, ανταποκρίνεται σε μια ιδεώδη σύζευξη ελληνικού και βυζαντινού, όπως ετούτα αξιολογήθηκαν μες στο καβαφικό έργο. Επιλέγεται η πόλη εκείνη, ακριβώς επειδή μες στα όριά της, μπορεί να βιωθεί όχι μόνο η ευτυχισμένη μετριότητα, αλλά το κάλος και η αυστηρότητα, ο αδιαμφισβήτητος κοσμοπολιτισμός βενετσιάνικης υφής, με τον οποίον κοινωνείται το ελληνικό πνεύμα, η διαύγεια μιας ελληνικότητας εκφρασμένης έξω και πέρα από τα αθηναϊκά πρότυπα, αναβαθμισμένης στο ιδεολογικό βάθρο της κοιτίδας της.
Η Βίκυ Μοσχολιού κατορθώνει να εκφράσει τις σημάνσεις του Χρονά, με τη βιβλική της μορφή, τη μακρά καθαρότητά της. Τα «24γράμματα» τιμούν τη μνήμη της, δίχως καμιά προδιάθεση να αξιολογήσουν το έργο της, αλλά με όλη την τρυφερότητα που αρμόζει στην ανεπανάληπτη αύρα της φωνητικής της επάρκειας.
Και περπατούσαν αθόρυβα στις προκυμαίες, με τα λευκά ενδύματα και πάνω στους  εξώστες οι πλούσιες αύρες, οι ολονύχτιοι φωτισμοί, οι πυρσοί που φέγγουν βαθιά ως το ελληνικό.