Για την Κατερίνα Γώγου (και πάλι)

2γωγουjpg24grammata.com/ άποψη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΤΑ ΩΡΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ
Για την Κατερίνα Γώγου

Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα. Τώρα πια, είκοσι χρόνια πεθαμένη εισέρχεται στην Ακαδημία. Της αναλογούν τιμές, ημερίδες, επιβάλονται οι πιο λαμπρές αναφορές. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως η ίδια αδικήθηκε. Στην τέχνη είναι πάντα ασφαλής και εύκολη υποθεση η μετάνοια. Η αποκατάσταση των αναλογούντων δικαιωμάτων λαμβάνει χώρα με κάθε επισημότητα.
Όμως η Κατερίνα χάνεται πίσω από την Αναδημία. Ανοίγει το βήμα της και ανεβαίνει το λόγο του Στρέφη. Περπατεί στην οδό Καλλιδρομίου, καμιά φορά αμήχανη φθάνει στ΄αδιέξοδο της Διδώτου. Όμως έχει λυτρωθεί απ΄τις ακαδημίες, το ανόητο όφελος μιας υστεροφημίας. Η Κατερίνα δεν ακούει, μήτε μιλά. Χαράζει με γυαλιά στο δρόμο το όνομα Μυρτώ και γυρεύει τους φίλους της. Είναι μες στον πανικό, αντικρίζει στους δρόμους πρόσωπα οικεία που χάθηκαν, λάμπει με όλη της τη θηλυκότητα μες στα φωσφορούχα φώτα της αγοράς. Συνομιλεί με τους ανθρώπους της, φτύνει χαλίκια στα πόδια της αβύσου. Διασχίζει με τα λεωφορεία τα ρέματα και φθάνει ως τα κοιμητήρια. Σκουπίζει τους τάφους, γεμίζει τις τσέπες της με χώματα. Είναι ο πατέρας, ο Παύλος, οι προδομένοι μας φίλοι. Έπειτα, ισορροπώντας στα καλώδια φθάνει ξανά στην καρδιά της πόλης. Εκεί βρίσκονται πάντα τα μαγαζιά με τα είδη του μονοπωλίου, ο Νίκος Φωκάς των ακροπωλείων, ένα κομμάτι από τον πατέρα. Εκείνοι που προσμένουν την Κατερίνα διώχνουν για πάντα τη μαύρη πεταλούδα. Ονομάζονται Σαδδουκαίοι και κατά βάθος φθονούν με μίσος την υπέροχη Κατερίνα. Εκείνη τραβά φωτογραφίες και θαυμάζει τα αρνητικά. Είναι καμμένος ήλιος  λέει η Κατερίνα, τις Κυριακές γλεντά και ρίχνει στη φωτιά τις καρτ ποστάλ και το πρόσωπό της θρυμματίζει με τα τακούνια της. Όχι, η Κατερίνα δεν φορεί επίσημα ρούχα, η Κατερίνα βαδίζει στην οδό Πατησίων, πάντα χώρος για εκείνη και τη βροχή ανάμεσα στα σπίτια και ανάμεσά μας. Οι φίλοι της την προσμένουν στην πύλη του εθνικού, αρχαιολογικού μουσείου. Χειροκροτούν ευτυχισμένοι όταν φθάνει η Κατερίνα με τα ανδρικό της πουκάμισο και τους δρόμους γυαλιά, μετέωροι άνθρωποι κάτω από τα πόδια μας. Η Κατερίνα είναι μόνη, η Κατερίνα ανοίγει την ομπρέλλα της που είναι γαλάζια στο χρώμα του ουρανού. Η ομπρέλλα της Κατερίνας χωρεί τόσους πολλούς, τη σκίζουν τα νερά, όμως χωρεί τόσους αγαπημένους. Κάθε νύχτα με τα σκισμένα φτερά της η Κατερίνα, σοφή και τραγική, ακίνητη σημαία η Κατερίνα, σκληρός, ερυθρός φωτισμός πάνω σε εξώστες, οι ακροβάτες πάντα σε επικίνδυνες περιοχές, πάντα ψηλά στα σύρματα. Στα χέρια της κρατεί παράξενα σύνεργα. Εκείνο το κορίτσι πάντα έπαιζε με νυστέρια, φάρμακα, αιχμές. Άλλοτε στα τραπέζια των λαϊκών μαγαζιών όταν χαράματα μαζεύονται ανθρώπινα κομμάτια, άλλοτε σε θερινές παραλίες γυμνόστηθη. Η Κατερίνα θα ΄θελε μια πέτρινη και λαμπερή πολιτεία που αρπάζει φωτιά εμπρός στα μάτια μας. Η Κατερίνα είναι μια αγία που κάποτε θα ανακηρυχθεί. Επειδή παραδέχθηκε όσα είπε η Νανά για τα πάθη μας και επειδή υπάρχουν ήπειροι που βυθίζονται μες στα καταρραμένα νερά.
Η Κατερίνα περπατά με το επίσημο πλήθος, χάνεται μες στο δάσος. Εκείνοι που γερνούν στα κυλικεία την χαιρετούν, πίσω από τις κουρτίνες των νεωτερισμών τα μοντέλα κοιτούν την ηρωίδα. Η Κατερίνα τριγυρνά στα άσυλα της πόλης. Κατευθύνεται πάντα προς τα παιδιά που προαυλίζονται, μες σε υδραργύρους και πεταλούδες, Ιαπωνικές μαρκίζες στον ορίζοντα, μηχανικές κούκλες με σπασμένους λαιμούς και υπέροχες διασταυρώσεις. Τριημιτόνια και φώτα που λυγίζουνε, τα ώριμα χρόνια που τάχα φάνηκαν. Η Κατερίνα δεν καταπίνει το χώμα μέσα της, η Κατερίνα  συντρίβεται στις χαράδρες πίσω από τα μάτια. Η Κατερίνα είναι ένας ανεπαίσθητος άνεμος που σαρώνει την πόλη. Η Κατερίνα μπορεί μονάχα να κλάψει για τα παιδιά που σκοτώνονται αθόρυβα στο καφετί χρώμα της αυγής.
Είπαν, ανήκει σε εκείνους που ερμήνευσαν αυτό που τους τυραννά. Έκανε, είπαν τέχνη κοινωνική. Τέχνη δικαιωμένη, ατομικά και ψυχολογικά.  Έναν καθαρό ρεαλισμό της ψυχής, για τον οποίο ποτέ δεν θα ΄μαστε έτοιμοι.
Χρόνια προσμένουν μάταια την Κατερίνα. Εμπρός από την ακαδημία οι έμποροι στήνουν τον κίνδυνο και άλλα πράγματα παλαϊκά. Ορισμένοι αφήνουν ένα λουλούδι για τον Θωμά, την Κατερίνα, τον Μιχάλη. Στο μέσον μιας ρημαγμένης σκηνογραφίας φέγγει εκείνη, έξοχη. Στο τυφλό σημείο του φακού οι απέραστες μέρες και τα αποπλανημένα πλήθη. Τα μάτια της Κατερίνας ήταν αστέρια, είπαν. Τα παιδιά στις μέρες μας την διδάσκονται στις τροπικές εφηβείες τους, την αγαπούν ορμητικά.