Ελλάς

thilasmos 24γραμματα24grammata.com- άποψη

ΕΛΛΑΣ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο κίνδυνος κρύφτηκε μες στο στίχο.
«Στη στροφή του δρόμου,
Σταθήκαμε κάτω από ένα φανάρι
Και κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη,
Παλιά ιστορία αιώνων.»
Τ. Λειβαδίτης

Κατάγεται από μια παλαιά οικογένεια της Κορίνθου. Κάθε πρωί το σκηνικό του κάστρου με τον ωραίο, αδίστακτο ήλιο. Ο κάμπος αποκαλύπτεται μέσα απ΄ατμούς. Το διαγώνιο, θαμμένο χέρι της κόρης θα μας προσμένει ως τ΄άλλο καλοκαίρι, είπαν και σκόρπισαν σ΄όλους τους δρόμους. Έκτοτε διδάχτηκαν ως κοινή τη βαλκανική, εξετίμησαν την ιστορική καταγωγή τους και πέθαναν μες στην περηφάνια. Σ΄όλους τους τάφους ολόχρυσοι δίσκοι, οικόσημα, γούρια και ειδώλια από τερακότα και πηλό. Αυτός ο ίσκιος δεν είναι δέντρο. Είναι τα χέρια της Περσεφόνης κάτω απ΄το χώμα, είναι τα χέρια της στα σχέδια των σπουδαστών. Η στάση της προσευχής, η ιστορία που φωνάζει τα παλιά ονόματα. Οι βυζαντινές νύχτες και ο άγιος μες στα περιβόλια. Με τέτοια αποσπάσματα γερνάει ο τόπος αυτός, με τη σκληρή, την ορθόδοξη αγωνία να θυμηθεί. Η καταγωγή του δεν είναι κορινθιακή. Είναι απ΄την Ιωνία, την Σαντορίνη των ηφαιστείων, τις ανεξερεύνητες ερήμους, τις σπουδαίες, παραπλανημένες πόλεις του κόσμου που πάντα θα τον συναρπάζουν. Ο θηρευτής της ευκαιρίας, μια τυχαία φιλοδοξία, μια αστείρευτη επιμονή. Αυτά είναι περισσότερο γνωστά ακόμη και απ΄τ΄όνομά του. Μια λέξη από φως και νόημα μας αποδίδεται, με την ηδονή του θερινού μαρτυρίου, το χαμηλό φως και τη σκηνή απ΄το δράμα. Ένα δράμα ελληνικό, φτιαγμένο από επαναστάσεις, πτώσεις, ακμές και ακρότητες. Υπάρχουν και άλλα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, υπάρχουν οι νεκροί πάνω στα δέντρα, οι προδοσίες, οι νύχτες των αργυραμοιβών στ΄ανάκλιντρα, ο άνεμος μέσα απ΄τον σκισμένο χάρτη. Και όμως μες στην τόση συντριβή ποτέ δεν θα λησμονήσει το ειλικρινά αχανές που επιδίωξε. Σε τέτοια πεδία ασκούνται οι καινούριοι μάρτυρες. Όσοι διασώθηκαν απ΄τη σφαγή της Σαμοθράκης, όσοι στέκουν βουβοί μες στο χειρουργικό φως έπλασαν τη σκηνογραφία της ζωής. Οι επινοήσεις τους, οι θεοί, η μοίρα. Τέτοια τα υλικά της φαντασίας, ο ρυθμός του τραγουδιού μας. Το τραγούδι, η συγκλονιστική αποκάλυψη για τ΄άδειο ρούχο της, οι επιβεβαιωμένες υποψίες.
Τα τείχη των Αθηνών, η Ρώμη, τα δωρικά σύμβολα, τα λευκά σπίτια μιας νήσου. Η ρίζα και τ΄όνειρο. Τίποτε δεν τον κράτησε εδώ. Διασπείρεται αιώνες τώρα, ολό και μακρύτερα απ΄το Βυζάντιο, τα λύκεια, τις κίτρινες νύχτες της οδού Αχαρνών. Τούτος ο τόπος δεν τρώει τα παιδιά του. Τούτος ο τόπος μαραίνεται μ΄ότι διδάχτηκε. Δίχως γέννα και  τ΄όραμα της γυναικός μες στη θολή ατμόσφαιρα. Οι καθοριστικές στιγμές, οι ώρες που ξεκληρίστηκαν, το κλειστό σπίτι, οι φωτογραφίες του μεσοπολέμου. Ο στρατός μέσα απ΄την πόλη, ατέλειωτες σειρές οπλιτών εμπρός απ΄την ξύλινη πόρτα. Για μια ολόκληρη γενιά ο πόλεμος είναι η πρώτη μνήμη.
Είναι το σχέδιο της ιστορίας, το σκεύος της γλώσσας. Είναι το βαλκανικό άστρο που ξεψύχησε και άλλες ιστορίες. Και όμως μες στα εξωφρενικά, κυριλλικά της λόγια, μπορεί κανείς να διακρίνει μια βρύση στα παλιά Γιάννενα, τους απογόνους του Πύρρου, το ξεφάντωμα των αγοριών στις διελκυστίνδες, τα φρέσκα της Κνωσού, κύκλωπες, τυχοδιώκτες. Όσοι δεν ξέχασαν τον Ελπήνορα φαντάστηκαν τον τυχαίο θάνατο μακριά από τις τρυφερές σιωπές της Αρκαδίας, πληγώθηκαν βαθιά και συμμερίστηκαν εκείνον που μιλά με λέξεις ελληνικές πριν το τέλος. Απαντάνται στις τοιχογραφίες του Βυζαντίου, είναι το ίδιο πάντα πρόσωπο στις τολμηρές σκηνοθεσίες της στάχτης. Διηγείται ιστορίες του νου και του ενστίκτου, θάβει τα παιδιά της και γερνά στην Ελευσίνα.
Μυστηριώδης λόγω καταγωγής και ερωτισμού. Κανείς δεν γνωρίζει τ΄όνομά της. Εκείνος που το πρόφερε πρώτη φορά ξεχάστηκε στα βάθη του Αιγαίου. Ίσως είναι μια πέτρα πια στα τείχη του Άργους ή προσμένει στην ασφυκτική αίθουσα του γεφυριού, εκφωνώντας ένα ένα τα ονόματα της φυλής του. Τέτοια λύπη πάντα αργά στο τέλος των πανηγυριών, τέτοιος έρωτας στις αφίσες. Τα σώματα των κοριτσιών στο λιμάνι, οι νεκροί της Νέας Ιωνίας, οι πνιγμοί, οι φοιτητές, όλοι αυτοί έχουν ονόματα που ‘ρχονται τις νύχτες. Κάτι πορτραίτα αγαπημένα, σχεδόν κλασσικά που ποτέ δεν μιλούν. Τώρα ξεφτίζουν τα λάδια απ΄τα μάτια. Κανείς και τίποτε δεν θα δείξει την κατεύθυνση.
Με τ΄απόθεμα του βυζαντινισμού της γερνά ωραία και εμπιστεύεται το μυστικό που δεν πρόλαβε στα παιδιά της. Εκείνα θ΄αφήσουν το χέρι της, θα χτίσουν καινούριες φωλιές στ΄όνομά της. Μα εκείνη δεν πεθαίνει και όλο αποκτά την όψη μιας Στέλλας Γκρέκα ή ξερνά όλες τις κλίμακες των χρωμάτων, ανεβαίνει σαν χαρταετός για να καταρριφθεί περήφανη μες στους βάλτους, πάνω στις ξιφολόγχες.
Το φόντο πίσω απ΄τις λάμπες του θεάτρου είναι διακριτικό. Τέτοιες όψεις είναι πάντα δυσδιάκριτες. Και άλλωστε είναι ασύλληπτη πια  η απόσταση απ΄τη νεότητα, απ΄το ανεπανάληπτο, εκείνο πρώτο σφρίγος. Όμως υπάρχει πάντα ο πόνος του φεγγαριού, το τραγούδι του καναρινιού και το εκτυφλωτικό πρωινό που κάτι αποκαλύπτουν. Η αιτία για την εξαπάτηση των ματιών στο βυθό, οι μορφές των καθρεφτών, η εικόνα πέρα απ΄την ατμόσφαιρα συνιστούν την κρυφή γνώση εκείνου του άνδρα. Τις αφορμές για τ΄ ολοκληρωτικό ξεφάντωμα, τον ακραίο θάνατο, τα βαθιά και σκοτεινά τραγούδια, την κατηγορία της μαγείας.
Η τιμωρία αποτυπώθηκε απ΄τον Θεόφιλο. Ο Οδυσσέας, ο ιερέας, οι θεοί, μια αξία που λέγεται Ιφιγένεια και δεν ξεπερνιέται. Η ψυχή του κοριτσιού, προσέξτε, είναι Βαλκάνια, ανατολική. Η ψυχή της είναι μια απ΄τις χορδές του κόσμου. Οι Γράκχοι πιασμένοι απ΄το φουστάνι της την αποκαλούν μητέρα. Μητέρα. Θα ΄καναν τα πάντα για να την πληγώσουν. Κορίτσι των ναύλων που όλο ζητά μάταια ν΄αλλάξει ζωή, να προκόψει μακριά από προστάτες και λιμάνια.
Μες στην τέχνη τη θυμούνται. Είναι ίσως η ανταμοιβή που ακολούθησε άλλο δρόμο απ΄εκείνο της αρετής.