Οι «Τρύπες» συναντούν τον Θανάση Κωσταβάρα

τρθπες24grammata.com- κριτική

 

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

 

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Οι «Τρύπες» συναντούν τον Θανάση Κωσταβάρα

Στο τέλος του μακρινού δρόμου, ο ποιητής προσμένει αναλλοίωτος. Φέρει πληγές, τραύματα αξεπέραστα, είναι σχεδόν σπαραγμένος, ένα απόσπασμα του εαυτού του. Όμως διατηρεί στο ακέραιο τ΄ωραίο πρόσωπο, τη φωνή του νερού μέσα απ΄τα στήθη του. Έτσι αναγνωρίζεται μες στο πλήθος, διακεκομμένος, σήμα ασθενές και όμως επίμονο στους νέους καιρούς.
Αυτός ο ποιητής πέθανε κανονικά, σαν όλους τους ανθρώπους. Η αγωνία του έλαβε τέλος, η σωρός του κυοφορείται τώρα μες στ΄άνθη και τις θημωνιές. Ίσως για τούτο το λόγο η έκπληξη των παιδιών που ανάμεσά τους υφίσταται ακόμη ο ποιητής και ο λόγος του ακόμα. Στις στιχουργικές των σκληρών σκηνών, με φώτα από χρωματιστό χαρτί και τις ακραίες χορδές των ενισχυτών υφίσταται ακέραια, σχεδόν ανθρώπινη η παρουσία του ποιητή. Τώρα στις ιλιγγιώδεις κραυγές του απαντούν τα καινούρια πλήθη. Εφηβικά σώματα που ακόμη δεν έχουν γεννήσει τα πάθη και τ΄αμαρτήματά τους τραγουδούν στη μνήμη του ποιητή. Δίχως καμιά γνώση, ανυποψίαστοι σαρώνουν εκ νέου τα τελειωμένα ποιήματα, επιβεβαιώνοντας πως τέτοιο τέλος δεν θα υπάρξει ποτέ.
Μέσα στις ασυλλόγιστες νύχτες η ποίηση εφευρίσκει τη μέθοδο, κατορθώνει τελικά και καταστρώνει ένα σχέδιο απ΄το τίποτα, ανακάμπτει όπως οι αόρατες πόλεις του Ιταλού ακαδημαϊκού, παιδιού με πολλές φωνές και χίλιες γλώσσες. Έτσι αναπτερώνονται οι ελπίδες και οι δεσμοί και όλοι οι καιροί κατέχουν επιτέλους έναν κοινό και ωραίο παλμό. Έτσι συναντιώνται, ας πούμε στη σκηνή του παλαιού Ρόδου, το ηλεκτρικό συγκρότημα Τρύπες με τον Θανάση Κωσταβάρα και οι απορίες τραγουδιώνται τώρα απ΄τα πλήθη ακούσια. Μονάχα μ΄αυτόν τον τρόπο η ποίηση επιβιώνει των βιβλιοθηκών και των βαριών τόμων, με την επινόηση αυτή, με την αυθυπαρξία και την επανάληψή της κερδίζεται ξανά και αποδεικνύεται ο παλαμικός ορισμός της. Ο Γιάννης Αγγελάκας ενδεδυμένος τη νύχτα και το ύφος της καταγωγής του τινάζεται στη σκηνή, διαγράφει εξαντλητικές αναλαμπές, γύρω του η μουσική που χτυπά τους τοίχους, ξεχύνεται έξω στην οδό Πατησίων, κλονίζει την ησυχία των αγαλμάτων στις μεγάλες, αρχαιολογικές αίθουσες της μνήμης. Ο Θανάσης Κωσταβάρας μες στη δροσιά των χαραμάτων, ανάμεσα σε κήπους και τα αίθρια των καλοκαιριών, σκοπός των πολυτεχνείων και της σκόνης, επαναλαμβάνει διαρκώς τους στίχους. Ο ήχος στάζει απ΄τους μονωτήρες, ο ήχος της πόλης και των νεκρών της, άνδρες και γυναίκες στις μάχες από στενό σε στενό, τα παιχνίδια της σφαγής και ο καιρός που φτιάχνεται πάντα απ΄τις ανάσες των λύκων. Ο ποιητής, αυτός ο νεκρός που σώζεται διά του λόγου του, αυτός, μονάχα αυτός γνωρίζει και εκτιμά τις απαντήσεις απ΄τα παιδιά του Ρόδου, τον Γιάννη Αγγελάκα και τον κοινό αγώνα των κανονικών παιδιών. Εκείνων που σχεδιάζουν και φιλοδοξούν τη ζωή για να δοθούν στους φόνους, τους πολέμους και τις μοναξιές. Εκείνων που τρέμουν στους εξώστες, ολόκληρες νύχτες φέγγουν σαν τους σταυρούς των ιστίων, όταν  οι κεραυνοί, έτσι τεθλασμένοι και ξαφνικοί γδέρνουν τα παράθυρά μας, αρπάζουν ξαφνικά τα παιδιά και τρέφουν την ιστορία.
κωσταβαρας 24γραμματαΟ Θανάσης Κωσταβάρας και οι Τρύπες των ξέφρενων ήχων, συναντιόνται μες στους στίχους, συγχρονίζονται στην αιωνιότητα μιας εντύπωσης, σ΄ένα θέμα ελληνικότατο, με καταγωγή από τους ηφαιστειακούς καιρούς. Πάει να πει πως μες στα πολυφωνικά ύφη της σιωπηλής επικοινωνίας, μες στο χρόνο που γεννιέται απ΄τα μάτια Χούλιο και κοινωνείται διαρρηγνύοντας επιταφίους και θερμά μεσημέρια, κάποτε σμίγουν οι αγωνίες. Έτσι διακόπτεται απότομα η ασυνέχεια της εσωτερικής μας ζωής, έτσι κάθε φορά μια συγκίνηση τυχαία αναπαράγει έναν γνώριμο ρυθμό. Τα πάθη δεν θα θεραπευτούν, οι νεκροί όλοι στις θέσεις τους, τα κανονικά πρωινά και τα εργατικά συνδικάτα. Οι επαναστάσεις, η παγωνιά της ήττας και οι νεκροί των δρόμων. Εκεί κάποτε στρέφονται οι καθρέφτες στα ίδια τοπία, εκεί κάποτε ολόκληρη η λαϊκή, η ανθρώπινη ιστορία, οι τριγμοί, οι πικρίες και οι απελπισίες. Σαν σε πυρεττό, αγκαλιάζονται οι μοναχικές ταυτότητες, φτιάχονται οι χρυσές μέρες που τα τραγούδια απαντούν την ποίηση. Τον ίλιγγο εκείνου που μες στο διαμέρισμα, μια κάποια νύχτα σώζει για πάντα το φόβο του, τον προσθέτει στη νύχτα και εκείνη βαθαίνει, κρατά αιώνες, δίχως φεγγάρια, μ΄εκλείψεις και σβησμένα αστέρια. Ο Γιάννης Αγγελάκας και ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας, αγκαλιάζονται μια τυχαία και ευλογημένη φορά. Στο μέσον του μακρινού δρόμου, εκεί που αναριγεί το πέπλο μιας θεάς, εκεί που τελειώνουν οι σταυροί και τα μυστήρια. Κανένας τόπος εκεί, μονάχα η στιγμή και η έκφραση προσώπων που υφίστανται ως έργα. Αλλιώς δεν ερμηνεύεται ετούτη η σύμπτωση, η πίκρα ετούτη από το θάνατο των κανονικών παιδιών αλλιώς δεν εξηγείται. Σαν αθλητές του παρελθόντος, κάποτε οι δυο τους δόθηκαν στο άθλημα της ανθρωπιάς, θα πουν.
Τα κανονικά παιδιά δεν μεγαλώνουν κανονικά, δεν ονειρεύονται κανονικά, ούτε ερωτεύονται κανονικά. Αυτά τα παιδιά Θανάση δεν πεθαίνουν κανονικά.
Ύστερα χώρισαν ξανά, ο καθένας με λίγο απ΄το χρώμα του χαμένο. Ο καθένας ανάμεσα σ΄όψεις κατεδαφισμένες και κτίσματα λατινικά, ατέλειωτων επιδιορθώσεων.