Εσύ καλιμέντο πότε θα κάμεις;

εάν / 24grammata.com/ γνώμες

κείμενο, φωτογραφία: Μανώλης Δημελλάς
Προσπερνάμε ανθρώπους αναγνωρίζοντας στα πρόσωπα τους έναν  άλλο χαρακτήρα, διαφορετικοί, ξέχωροι από εμάς, προβάλλουν τα δικά τους δακτυλικά αποτυπώματα.
Είναι αυτή η μοναδικότητα, που έχουμε όλοι ανάγκη.
Μια ιστορία θα σας κάμω σαν παραμύθι, αληθινή, μα σαν ξεμακραίνεις από το παρελθόν όσο κοντά κι αν είναι μοιάζει με ψευτικό, πλαστικό λουλούδι.
Ο Σάκης από την μια στα 28 νευρικός, αεικίνητος, με γλώσσα που σπάνια σταματά για να σκεφτεί, όλα στα γλήγορα, όλα για όλα,
σαν χαμένος.
Μόνιμα επαναλαμβάνει σε όλους: ξεκόλλα.

Ο Γιώργος, με το παρατσούκλι, ο Καλιμέντος, από την άλλη, σήμερα στα 63 του , ήρεμος, πράος, ένας τύπος έξω καρδιά. Γεμάτος, πλήρης κιλών και συναισθημάτων.
Σαν φυσιογνωμιστής, αν έχεις χρόνο και δεν πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό, όπως όλοι, θα πεις: άλλα μούτρα, άλλοι άνθρωποι, με διαφορετικές επιθυμίες, μετά θα πας  στο χάσμα γενεών και άλλα τέτοια ωραία, που θα φέρουν σε ξεχωριστά πεζοδρόμια και διαφορετικές κατευθύνσεις τους δύο αγνώστους.
Ο Καλιμέντος το 1968 ξυπόλητος, αγόρασε πρώτη φορά παπούτσια, με 5 διευθύνσεις στο χαρτί και 50 δολάρια ταξίδεψε για το Αμέρικα.
Ξέχασα, καλιμέντο σημαίνει προκοπή, το κληρονόμησε από τον πάππου του, που προκοπή όσο κι αν το πάλεψε ποτέ δεν έκαμε.
Στην Αμερική, ένα ξενάκι ακόμη, δανείστηκε ένα παντελόνι μακρύ, έφυγε από τον τόπο του μοναχά με δυο-τρια, κοντά και τρυπημένα.
Δούλεψε σαν βοηθός σερβιτόρου, κατέληξε μάγειρας.
Για την τέχνη του ένα μοναχά επαναλαμβάνει:
-δεν μαθαίνεται η μαγειρική, κλέβεται.
Στα Εγγλέζικα ούτε το καλήμερα δεν ήξερε, την τέχνη της κουζίνας του παίρνει είκοσι χρόνια για να την μάθει.  Ήταν ακόμα και η συνταγή ενός καλοφτιαγμένου φιλέτου που τον παίδεψε,  τους μεγάλους σεφ χάζευε με τις ώρες και ξεπατίκωνε τα βήματα τους.
Δεν θα τα πω, τα μυστικά του, με ξόρκισε να τα κρύψω.
Ο Σάκης από την άλλη, την δεκαετία του 1990 στο δημοτικό του διπλανού χωριού από τον Καλιμέντο, στα 8 χιλιόμετρα είναι ο δικός του τόπος, τρώει ξύλο στο δημοτικό σχολείο μέρα, παρά-μέρα.
Ο δάσκαλος με την “νέα εκπαιδευτική” στρώνει τα παιδιά με προοδευτικές διδακτικές λύσεις.
Έχει συνεργάτη, βοηθό τον “κόπανο”.
Όποτε πιάσει τον Σάκη πάνω σε μια σκανταλιά, το παιδί (ακόμη παιδί είναι, όπως όλα τα αγοράκια) μόνο σκανταλιές έκανε, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που τον ήθελε κακό μαθητή, τον έδερνε άγρια και άσχημα.
Κλωτσές και μπουνιές, τον άφηνε με κλάματα, μελανιασμένο, πάνω στο μωσαϊκό για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων.
Ένας άλλος δάσκαλος είχε περίεργα γούστα, τον έστελνε να κόψει ένα κλαδί αμυγδαλιάς, την βίτσα, που στην συνέχεια θα τον μαστίγωνε, αυτό στην έκτη τάξη του μικρού δημοτικού σχολείου που είναι και δίπλα στην θαυματουργή Παναγία.
Ο Σάκης κίνησε για το Αμέρικα, σερβιτόρος, βλέπει μεγάλα κτήρια, ονειρεύεται τις μεγάλες ευκαιρίες. Ψάχνει να στήσει μια δικιά του, έξυπνη μπίζνα. Κάνει τρίγωνα και τετράγωνα με το μυαλό, συγκρίνοντας τις αλατισμένες νησιώτισσες  με τις θερμές αμερικανο-σπανιόλες, όπως έκανε, λιγο πιο κρυφά, πριν από χρόνια ο Καλιμέντος.
Ήρθε πίσω, γύρισε για λίγο, επιστρέφει θεωρώντας πως ετούτος ο τόπος, ο δικός μας, ψόφησε, πήγε από φόλα που μάλιστα εμείς την βάλαμε στο στόμα του.
Ο Καλιμέντος από την μια, πριν  40 χρόνια πήγε να βρει την τύχη του, μονάχος, πότισε τις λεωφόρους της Ουάσιγκτον με τα δικά του όνειρα, σήμερα ξεκαθαρίζει πως καλιμέντο, προκοπή δεν έκαμε, όσο και αν το προσπάθησε, δούλεψε, έμαθε μια τέχνη, τάϊσε επίσημους  και ανωνύμους ένα σωρό, αλλά το μεγαλόπιασμα δεν το κατάφερε.
Ο τόπος του είναι εκείνος που τον κάνει να  ανασαίνει με αισιοδοξία, τον γεμίζει θετικά συναισθήματα, τον  ολοκληρώνει. Μοναχά μια οικογένεια έστησε και χαίρεται για αυτό, μα δεν το λες και λίγο, μάλλον το σπουδαιότερο αυτές της ανίκανες μέρες που περνάμε.
Τα λέμε, τα κουβεντιάζουμε όλα αυτά στην δύση του επάνω,
εκεί που περιμένει την σύνταξη του.
Στην ανατολή του από την άλλη, ο Σάκης, επαναλαμβάνει λέξεις Εγγλέζικες, λέει συνεχώς, nothing to do, με προφορά αφροαμερικάνου, κοιτά με βιασύνη τον χρόνο, θέλει το δικό του καλιμέντο στο Αμέρικα και αυτός, βλέπει στον τόπο του το πρόσωπο του δασκάλου που τον έδερνε, του πολιτικού που του χτυπούσε την πλάτη και έταζε λαγούς με μεγάλα ιερατικά άμφια, ψάχνει τους γονείς που χάθηκαν στα προσωπικά του ο καθένας, θέλω, αδιαφορώντας για την πιθανότητα του τα παιδιά να μην είναι pet.
Χαράσσει όμως και ένα τατουάζ με το χωριό στο μπράτσο, είναι όπως λέει ο δικός του τόπος, όλη η καρδιά αυτό μόνο χωράει.
Όμοια, κοινά, τα θέλω των διαφορετικών πρωταγωνιστών της ιστορίας, να πάνε μπροστά, να εξελιχθούν, αφού είναι πολύ γλυκό να σπαταλάς τα έτοιμα. Μα τόσο σύντομο.
Συναισθήματα, χρήματα, λούσα, χρόνος, όλα σαν τηλεκάρτες τελειώνουν, θέλουν ανανέωση και προσωπική φροντίδα, αλλιώς χάνεται το κερδισμένο, τελειώνουν οι μοιραίες μονάδες.
Ο Σάκης στα βήματα του Καλιμέντου φεύγει από μια χώρα, έναν τόπο που λατρεύει, είναι ο τόπος που όλους μας πονά, σαν την εκπαιδευτική άποψη του δάσκαλου, που χτυπά με βία το διαφορετικό, ταυτίζει το σωστό και ηθικό με το σιωπηλό και το αδιάφορο.
Τίποτε δεν είναι ίδιο, μα και πόσο ψιλό, λίγο, είναι το βήμα της ουσιαστικής προόδου, το καλιμέντο που είναι ωραία κουβέντα,
είναι  τόσο δύσκολο να γίνει τρισδιάστατο, αληθινό.
Έρχεται  τώρα ένας λαός να το κάνει προτεραιότητα, μα τουλάχιστον ας μην μας λένε γαμάλια και βοσκούς, όπως έλεγαν οι δάσκαλοι τον Σάκη στο σχολείο, για να μην αποτελειώσουμε την ήδη τσακισμένη χαμηλή αυτοεκτίμηση μας.