Η πάνινη κούκλα

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Τι το κακό μπορεί να είχε η κρυφή αδυναμία του, άλλοι είχαν ανομολόγητα και πονηρά βίτσια, μα ετούτος ο κακομοίρης δεν έκανε τίποτε πρόστυχο.

Μια πάνινη κούκλα, από εκείνες που μπαίνουν στις προθήκες των μουσείων ή στις βιτρίνες ακριβών καταστημάτων, αυτή είχε γίνει η εμμονή και το ανομολόγητο πάθος του.

Όλα ξεκίνησαν όταν βρέθηκε τυχαία σε μια παρουσίαση βιβλίου, άγνωστος καλεσμένος από μια κοινή φίλη με το συγγραφέα.

Εκεί δεν συνέβη κάτι συνταρακτικό, τα πράματα κυλούσαν ήσυχα, μάλλον αδιάφορα κι όταν ο δημιουργός ξεκίνησε να υπογράφει το πόνημα του, ο άνθρωπος μας έκανε να αποφύγει τον κόσμο και τυχαία άνοιξε μια κλειστή πόρτα, δίστασε λίγο και χώθηκε σε μια διπλανή αίθουσα.

Τον παρέσυρε η βαρεμάρα που είχε μεταμορφωθεί σε περιέργεια και έτρωγε το μεδούλι του μυαλού του. Εκεί δεν υπήρχε τίποτα που ναχει ενδιαφέρον,  ήταν θεοσκότεινη και μόνο αραδιασμένα χαρτόκουτα έστεκαν δίπλα σε κάτι όρθιες κούκλες, που κι αυτές ήταν τυλιγμένες με μονόχρωμα σεντόνια και ήταν λίγο φοβιστικό. Άνοιξε το φακό από το κινητό του και έκανε μια μικρή βόλτα, είχε το νου του μην πάρουν χαμπάρι την μικρή παρανομία του και είχε το βλέμμα προς την πόρτα. Λίγο πριν γυρίσει στο ζωντανό κόσμο έγινε η ζημιά!

Έκανε μια και σήκωσε ένα από τα τσαλακωμένα σεντόνια, από κάτω κρυβόταν μια λευκή πάνινη κούκλα μετρίου αναστήματος, περίπου όσο και ο ίδιος, είχε ανοιχτά χέρια και οι παλάμες της έμοιαζαν έτοιμες για να σε αγκαλιάσουν.

Το περίεργο ήταν τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου. Αν και δεν υπήρχαν μάτια, μύτη, μα ούτε καν στόμα, ο σχεδιαστής είχε φτιάξει με μαεστρία τις καμπύλες ώστε να εννοούνται από κείνον που θα παρατηρούσε το έργο του. Ήταν φτιαγμένη για να μην τραβά πάνω της τα βλέμματα, αλλά μόνο για να δείχνει ρούχα και κουστούμια. Όμως κατάφερε το αντίθετο.

Η κούκλα αντί να είναι μια παγωμένη κρεμάστρα του έβγαζε κάτι υπερβολικά οικείο και γιατί όχι, θα μπορούσε να γίνει ένας καινούριος αληθινός φίλος! Μάλιστα, από εκείνους που ακούν, νιώθουν το διπλανό τους και δεν χύνουν πάνω του το δικό τους κόσμο, έτσι μάλλον δειλά ξεκίνησε μια παράξενη σχέση.

Δεν κατάλαβε το πως πέρασε η ώρα, μα όταν πια αποφάσισε να βγει απ’ αυτή την αίθουσα είχαν απομείνει ελάχιστοι φίλοι του συγγραφέα, θα ήταν κριτικοί που σιγο-κουβέντιαζαν κάτι για το επόμενο βιβλίο, όπως έλεγαν στα σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερο από το σημερινό. Τους ξεπέρασε και προχώρησε προς το μπαρ, εκεί έμαθε ότι ο διπλανός χώρος ακόμη ετοιμαζόταν και θα φιλοξενούσε διάφορες εικαστικές εκθέσεις, κυρίως τα απομεινάρια από παλιές θεατρικές παραστάσεις, δουλειές άγνωστες, ξεχασμένες από τους πολλούς και στοιβαγμένες σε υπόγεια και αποθήκες.

Μια περίεργη χαρά ζέστανε τα σωθικά του, θα ήταν το μόνιμο σπίτι της λευκής πάνινης κούκλας και εκείνος επιτέλους είχε βρει κάτι να του κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Από τότε ξεκίνησε ένα διαρκές πήγαινε-έλα από την γκαλερί. Τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα θα περνούσε για να χαιρετίσει και να κουβεντιάσει με την πάνινη κούκλα. Να της πει όλα τα νέα του. Κι εκείνη έτσι όπως είχε ανοιχτά χέρια έμοιαζε να τον αγκαλιάζει, σα να ήθελε να τον φροντίσει και να γιατρέψει τους κρυφούς καημούς και τα πικρά του πονέματα που έμοιαζαν με κακοφορμισμένες ανοιχτές πληγές και στάζαν πύο.

Κάποτε ένιωσε πως της τα είχε πει όλα και έπρεπε πια να προχωρήσει τη μοναδική σχέση της ζωής του.

Ρώτησε, αν και ήταν σχεδόν σίγουρος, μήπως αυτές οι πάνινες κούκλες ήταν για πούλημα, αλλά οι κοπέλες στην υποδοχή αρνήθηκαν, είναι αλήθεια με μπόλικη ευγένεια, την πρόταση του. ΄Έτσι έβαλε μπροστά ένα μεγάλο σχέδιο, θα την άρπαζε! Θα υπολόγιζε το χρόνο και σε μια στιγμή που η αίθουσα θα ήταν χωρίς επιτήρηση θα την έπιανε αγκαλιά και θα την έπαιρνε σπίτι. Από τότε γεννήθηκε η εμμονή της συγκατοίκησης, έτσι τακτοποίησε το σπίτι του, τότε έλεγε πως τέλειωσε με τη μοναξιά, δεν θα ήταν πια εργένης.

Έπειτα αγόρασε ένα τετράγωνο πλαστικό χρονόμετρο, μελετούσε και κατέγραφε με απόλυτη ακρίβεια τις αποστάσεις και το χρόνο που θα χρειαζόταν να την αρπάξει και να την απαγάγει.

Θα την σκέπαζε με ένα σκούρο ύφασμα και θα τη μετέφερε μέχρι τον ανελκυστήρα, από εκεί θα άλλαζε πλάνο, δεν θα την έκρυβε. Θα την ξεσκέπαζε! Και αν τυχαία συναντούσε κάποιον περίεργο, τότε  θα έλεγε πως ήταν ο μάστορας της, αυτή η κούκλα έπρεπε επειγόντως να μετακινηθεί για να επισκευαστεί.

Έτσι πέρασαν ακόμη μερικοί μήνες σχεδιασμού, ώσπου έφτασε η μεγάλη στιγμή, μέσα στο μυαλό ζούσε την αγωνία και ο φόβος έμοιαζε με κάτι τεράστια κύματα θάλασσα που ξέσπαγαν πάνω στα μηνίγγια του μυαλού του.

Η μεγάλη μέρα επιτέλους είχε φτάσει, περίμενε την ώρα της αιχμής, θα έμπαινε αποφασιστικά και θα την έκανε δική του. Άραγε η πάνινη κούκλα να ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς του;

Η αδικαιολόγητη αναμονή του ασανσέρ γέμισε με ψύλλους τα αυτιά του, έτρεξε από τη σκάλα και στην είσοδο του ορόφου, τότε έπεσε πάνω σε μερικούς εργάτες που μετακινούσαν προσεχτικά μικρά και μεγάλα χαρτόκουτα.

Η αίθουσα ήταν άδεια, όλα τα εκθέματα είχαν περπατήσει και τραβούσαν για κάποια άλλη γειτονιά. Κάποιος τον είχε προλάβει. Μα κάπως έτσι δεν τελειώνουν όλοι οι μεγάλοι έρωτες!

Έφυγε σοκαρισμένος και ενώ περπατούσε στη λεωφόρο ενώ ένιωθε τα ρούχα και ειδικά τα παπούτσια του τεράστια, σα να κολυμπούσε και να πνιγόταν μέσα τους, ήταν η απουσία που τον έκανε τόσο δα μικρό και τότε συνειδητοποίησε πως ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αναπόδραστη αποτυχία.

Έστριψε τη γωνιά του δρόμου και γύρισε στο παλιό αλάνθαστο μοτίβο του, με ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα, να νιώθει σαν το αόρατο φάντασμα που δεν τον βλέπει κανείς. Ένας ακόμη άγνωστος περαστικός, που μοιάζει με θαλασσινό πλαγκτόν…