Η ποιήτρια Έφη Καλογεροπούλου

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η Έφη Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Εργάζεται ως καθηγήτρια φυσικός στη μέση εκπαίδευση. Τα ποιήματα που ακολουθούν προέρχονται από την ποιητική της συλλογή με τίτλο «ήχος από νερό». Η εν λόγω ποιητική συλλογή είναι η δεύτερη της και κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Το 2007 είχε κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Σκεύη Ταξιδίου» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, Γιώργος Πρίμπας

Στη γειτονιά των γλάρων
Ξημέρωμα, βροχή. Λίγο νερό, αβέβαιο, γλίστρησα στο λιμάνι δεξιά, κίτρινο φως στις αποθήκες και τα στενά δρομάκια όμοια με ουρές ποντικιών που τρέχουν στο σκοτάδι. Δραπετσώνα, τσιμέντα Ηρακλής, χοντρές άσπρες δεξαμενές της φτώχειας, πατάω γκρίζο, οδηγώ, φώτα μικρά για μάτια, φουγάρο αριστερά, διασχίζω τη γειτονιά των γλάρων, ιχθυόσκαλα Κερατσίνι, πίσω από φορτηγά, μπροστά περνώντας, μυρωδιά ψαριού, λάδι, πετρέλαιο, πίσσα, αέρας υγρός χυμάει στα ρουθούνια, ανάμεσα εγώ, πιο κάτω θάλασσα χαμηλά στο βάθος όσο ο Θεός θέλει μπλε. Πέραμα, ναυπηγεία, σκαριά ριγμένα όλα μαζί, τόσα μαζί, άδεια από θάλασσα κι η θάλασσα δίπλα άδεια, μόνο θάλασσα χρόνου εκεί, όχι άλλη, μόνο θάλασσα χρόνου και εργάτες με ενέσεις οξυγόνου τρυπάνε να διώξουν τη σκουριά που τρώει την κοιλιά. Βροχή, λίγο νερό, αβέβαιο.
Δεν έφτασε.

Βαρκούλα από χώμα
Βαρκούλα από χώμα
περπατά με χέρια και με πόδια
βαρκούλα από νερό
στο νερό ταξιδεύει

μια θάλασσα της κλείνει το δρόμο.

Επιστρέφω

Όλο το βράδυ
η πόρτα ανοίγει ελαφρά
από τον αέρα
ανοίγει και κλείνει ελαφρά
από τον αέρα
κάπου κάπου τρίζει
τότε ένα πουλί
στο πόμολο πετά τρομαγμένο
και επιστρέφει

ο αέρας φυσά
το σκοτάδι πέφτει.

Χύθηκαν λέξεις
Χύθηκαν λέξεις
απ’ τις άκρες των δαχτύλων
σε ανεμόσκαλες κρεμάστηκε η σιωπή
ένα ποτάμι φως διασχίζει τον αέρα
και τόση σκόνη τρέχει να κρυφτεί
έτριξε ο χρόνος πόρτα μες τη μέρα
χύθηκαν λέξεις είμαι ζωντανή.

Φυσάει θάλασσα
Να σε προφτάσω
επιστρέφοντας

μέσα σε μια τρύπα αέρα
που φυσάει η θάλασσα
να μετρήσω
τους κορμούς των δέντρων
πίσω μου
τα φύλλα τους
τα χέρια τους
όπως στριμώχνονται
στα δίχτυα
της μέρας

να προφτάσω
τη νύχτα

να γεννήσει μπροστά μου τα τέσσερα κουτάβια της
κι ας χαμογελά ο σοφός βράχος
που υψώνει το χέρι στο καιρό
και λύνει τα μάγια του στην άμμο
έτσι κι αλλιώς μισότρελος χορεύει
στον άσπρο λαιμό της καταιγίδας.

Ταξιδεύοντας
Δεν θα πάμε.
Το ξέρω.
Σε κάποια ναι. Δύο, τρία. Ίσως. Το πολύ.
Στα άλλα όχι. Σίγουρα όχι.
Τα ταξίδια εννοώ
αυτά πού κάθε βράδυ
σχεδιάζουμε γελώντας
και περνάμε όμορφα
και σ’ αγαπώ ακόμα
κι όταν στις λεπτομέρειες διαφωνούμε
μα στο τέλος συμφωνούμε
και ξέρω πως ξέρεις κι εσύ
ότι δεν θα πάμε σε όλα
όχι τουλάχιστον σε όλα.
Και περιμένω με χαρά απόψε
και πάλι το επόμενο ταξίδι
να σχεδιάσουμε, το δικό μας
αυτό πού δεν θα πάμε.

Παλαιστίνη 1
Δεν έχει πατρίδα
ούτε πόδια
χέρια μονάχα
αρπαγμένα απ’ την ουρά
θηρίου προϊστορικού
που την τινάζει με δύναμη
στις ξέρες
τη ζωή του κεραυνός χαράζει
κι η καρδιά του θαμμένη στο χώμα είναι
οι νεκροί του δίπλα
στοές ανοίγουν στους τερμίτες με τα δόντια
κραυγές γυναικών
ουρλιαχτά μωρών
οπλές αλόγων που ξεχύνονται στους δρόμους
η οργή με το φαρδύ της στόμα
λαίμαργα ψάχνει στις πέτρες
κι αυτός
λουσμένος
με του θανάτου το φως
κηδεύεται άσβηστος
νύχτα και μέρα
απ’ τον πατέρα του.

Σιωπηλά έσβησε
Στήριξε το χέρι του
και πάνω του ακούμπησε το αριστερό του
πρόσωπο
με το δεξί έσπρωξε τη σκέψη εκείνη
που κούρδιζε στο μυαλό του φόβο
η καρέκλα του καφέ ξύλινη
και αυτός ριγμένος πρόχειρα
σαν μισοάδεια σακούλα πλαστική
σιωπηλά έσβησε το τσιγάρο
σηκώθηκε αβέβαια
κούμπωσε το κορμί του σφιχτά στο πανωφόρι
γύρισε τη πλάτη κι ανέβηκε το πρώτο σκαλί
η σκάλα γυμνή σκέτο τσιμέντο
συνέχισε αργά και τέλος δεν είχε

ένα σκυλί γάβγισε επαναληπτικά

πίσω στο πάτωμα
απόμεινε
ένα κουμπί.

Όλος λάσπη
Δεν έχει στέγη
δυο τρύπιες σόλες γη
μονάχα
όταν αδειάζει από νύχτα
έρημος όλος λάσπη
σέρνει το καρότσι του ήσυχα
στις ρόδες του χρόνου
και τραγουδά το δρόμο.