Η ποιήτρια Μαρία Θεοφιλάκου

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η ποιήτρια Μαρία Θεοφιλάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983 όπου και ζει. Έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επιχειρησιακή Έρευνα στην ΑΣΟΕΕ κι έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στα Οικονομικά αλλά κι έχει παρακολουθήσει παιδαγωγικά μαθήματα στην ΑΣΠΑΙΤΕ.
Το 2010 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δωδώνη η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο “ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ”, αποσπάσματα από την οποία παρατίθενται κατωτέρω (Γιώργος Πρίμπας).

Βικτώρια
Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι

Βράδυ Μαΐου
Την ευτυχία θωρώ
φορές θηλιά γερή
στων άλλων γύρω το λαιμό
και της φτωχής παγίδας μου
κεντρί

Ω, εσύ του χθες αλόγιαστή μου θλίψη!
Τα γυρευτά, τ’ αλλιώτικα του ανθρώπου
σ’ όλο τον κόσμο όμοια κοχλάζουν
και τα βαρίδια τους
το βλέμμα του αγκιστρώνουν,
διπλοστεριώνουν τη βουλή,
και λησμονεί αυτός
πως η ανείπωτη στιγμή
ολοένα αντάμα του αιωρείται

Μα πώς εγώ;
Που άλλο ζηλευτό πια δε με μέλλει
μόνο οι μικρές χαρές
που εμπρός μου ανοίγονται
στο μεταξύ των χρόνων

Για τούτο,
στην αχλή της καλοκαιρινής νυχτιάς
τη φύλαξη του ονείρου μου θα δώσω
συνεπαρμένα να θαυμάζω
που ερωτεύεται
την απουσία τού κάτι
σα μυρωδιά ενός άγνωστου νόστου
και πάνω μου ευφάνταστα σκορπά, υποσχέσεις
για μιαν αόριστη ομορφιά

Νυχτιές που την αγάπη κρύβετε
στ’ ανύποπτα βουβά
ελάτε!

Το φίλεμα της μια στιγμής θ’ ανταπωδώσω
κι εσείς το πάντρεμα αυτό δεχτείτε
γιατί της ζωής τα ακριβά βασταίνω
κρυφά απ’ τους άλλους
πειρατικά σα σμίγουμε εδώθε

Ελάτε,
κι ύστερα εγώ
ενάντια στη σκιά μου ακουμπισμένη
μ’ ένα σκοπό στα χείλη για το θάμα σας,
μη φειδωλά μη μαρασμένα,
και το κεφάλι ανάλαφρα γερμένο,
θα κάνω χάζι
καθώς το ωραίο θα τυχαίνει

Ιαχή μιας πρόωρης ασφυξίας
Στα βράχια το ωραίο φυλαχτό
κι η ελπίδα μου
Στα βράχια

Στην πόλη πουλάνε καινούργια

Στο κύμα ανοιχτά τραγουδιέται
της νιότης που ρημάζουν το αίμα
Στο κύμα

Στην όχθη σιωπούν τα τραγούδια

Στο μυχό μας θερίζουν καιροί!
Κάθε μια άβολη αλήθεια
Στο μυχό μας

Ξοπίσω μου οι μάγοι με δίχτυα

Στα ρηχά στεγνώνετε αστέρια μου
της ζέσης αγρύπνια
κι απείθεια

Ποτέ πια ίδια η νύχτα


Βουβό
Κι ύστερα δε μιλάμε πια για όσα μας πονάνε
χέρια αδειανά, τα μουδιασμένα χέρια,
και οι ζωές μας που μακραίνουν ολοένα
σα μια κουβέντα μισακή πια να ‘ναι

Κι ύστερα δε γρικά το λυπημένο φέγγος
μιας πανσελήνου που δε μπόρεσε να γένει
όσο η καρδιά της πόθησε στο φως λουσμένη
μήτε σε άγριους καιρούς μήτε σε θέρος

Ένα φεγγάρι λυπημένο
η στασιά μας
Ένα μαχαίρι σκουριασμένο
τα δεσμά μας
Δυο τριαντάφυλλα βρήκα νεκρά
στη λιόστρωτη αυλή μας
κι είχαν νερό
είχαν καιρό
Δυο τριαντάφυλλα πέθαναν στην αυλή μας

Προδοσία
Τον πόνο ήθελε ν’ αντέγραφε
σ’ ένα μικρό σκονάκι
κάτω από την παιδική
της φούστα
και όχι να τον μάθει
Νότισε τους τοίχους μια υπόνοια
κι αμέσως αναπήδησε μες στο δωμάτιο
μια βιαστική υγρόληκτη ανάγκη
Να βάψει κόκκινα τα αλφάδια
μαύρα τα μαλλιά της
χρυσό το φεγγάρι
το χλωμό φεγγάρι του φανοστάτη
τον τρεμάμενο φανοστάτη αυτού του κόσμου
που τρέμει και σκορπίζεται
στα ραγισμένα άστρα
με πανικό και μια μικρή αθέτηση
«Πρόσεξε!»

Θαλασσογραφία
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα’ πλεε η ζωή μου!
Θα χόρευα πίσω κι εμπρός,
εμπρός και πίσω
κι ίσως με σταματούσε μοναχά
το σήμαντρο κάποιου απάτητου καμπαναριού

Θα’ κάνα φίλους καρδιακούς
και κοσμογυρισμένους
όσο μαζί, τόσο και λεύτεροι
να πεταρίζουμε το δείλι

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι γρήγορα θα έγειανε η πληγή μου!

Θ’ αποξεχνιόμουν στων ψαράδων τις κουβέντες,
κείνων που ξέρουν να διηγούνται ιστορίες
Χιλιάδες δίχτυα, παφλασμούς
ν’ αφήνω να μου παίρνουν

Θα ‘χα ζωή και στο σκοτάδι ακόμα,
μυστήρια θα βύθιζα εντός μου μύρια
Κάθε λογής κοράλλια μου
να σου χάριζα κι εσένα

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου,
πώς δε θα μ’ έσκιαζαν πια και οι φουρτούνες!

Θα ‘κρυβα στο μανίκι μου ένα καντάρι ήλιο,
πότε ψηλά του γαλανού και πότε της αλμύρας
μαζί να κλέβουμε θωριές
με τ’ ακροδάκτυλά μας

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα ‘πλεε η ζωή μου!

Μα εγώ φέρνω στο βότσαλο
που σέρνεται πίσω κι εμπρός,
μπρος πίσω
από του κύματος τον τελευταίο αφρό
στην άκρη αυτού του τόπου
Κι είμαι μικρός,
είμαι ανήμπορος το πέλαγο να φτάσω