«Θερινό Ημερολόγιο 2015»

OLYMPUS DIGITAL CAMERA«Θερινό Ημερολόγιο 2015»
Γράφει η Ντόρα Βλάσση

Δεν θα φτάσουν οι διαψεύσεις. Μια χιλιάδα απ’ αυτές μέσα σε λίγες μέρες κι όμως δεν θα φτάσουν. Στην ίδια δεξαμενή, ένα στοκ από μεσσίες περιμένει να αναλάβει. Πάλι εκεί ο όχλος θ’ αναζητήσει έναν πατέρα, έναν οδηγητή.
Οι αρνητές, είναι οι πατροκτόνοι αυτοί που έχουν τον όχλο για μεγαλύτερο εχθρό τους. Καμία έκπληξη για όσα συμβαίνουν. Η σκληρή απάθεια, έχει να κάνει με την στοχοπροσήλωση. Το τέρμα. Ήταν πάντοτε αυτή η τάξη κι αυτή η απάντηση κι αυτό το δεδομένο. Δεν άλλαξε το παραμικρό, ούτε καν οι φάτσες πίσω από τις μάσκες. Κι έτσι δεν έχουμε καμία έκπληξη για όσα συνταράσσουν αυτούς της μικροαστικής σωφροσύνης, που βλέπουν το ήπιο, νοικοκυρίστικο αριστερό τους πρόσημο να γκρεμίζεται. Το τέλος αυτής της γάγγραινας, που γεννάει πλήθη σαθρών θεσμών κ δομών κ πεποιθήσεων γύρω από αυτήν, που κάνει τον άνθρωπο ένα υποκοριστικό υποκείμενο φορτωμένο αγωνία για επιβίωση και καμία χαρά, είναι το ζητούμενο. Καμία χαρά στο προσκήνιο της κανονικότητας του. Είναι τόσο απλά πράγματα αυτά, τόσο αποδεκτά στο πλαίσιο της ορθολογικής οπτικής του όχλου: καμία χαρά!
Η ομοψυχία τους, η ενότητα τους, είναι μια αντιαισθητική εθνική υπόθεση υστερίας και τσιρίδας, σαν στρατός χωρίς πρόσωπα, χωρίς εαυτούς, μόνο με νούμερα καρφιτσωμένα στο πέτο. Κι είναι λέει η εξουσία της ιστορίας η ευκοιλιότητα*. Είναι πιο πολύ της ιστορίας η ευκοιλιότητα αυτός ο όχλος των μη προσώπων, που είναι έτοιμος να γίνει ακόμα και κρέας για σφαίρες αγωνιώντας και ελπίζοντας και ζητιανεύοντας τ’ αυτονόητα αλλά κουτσουρεμένα σαν σε υποκοριστικό βαθμό πάντα (η ζωούλα και τα δικαιωματάκια…αυτή η μάστιγα!), μοιρασμένα από αποθεωμένους σωτήρες, (διαφορετικούς ανά στρατόπεδο) σαν σε συσσίτιο. Και να της ιστορίας η ευκοιλιότητα. Υπόψιν: στο χωριό του Νίκου Καρούζου την λένε γλεντοκώλα.
Μας χωρίζουν πολλά. Ένα χάσμα ολόκληρο που έχει να κάνει με την προσδοκία, την απαίτηση, τον στόχο και την διεκδίκηση. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να συμπορευτούμε. Είμαστε οι “άλλοι”. Η μειοψηφία αυτή που αντιμετωπίζεται ως αμελητέα, ως ανύπαρκτη ή ως παλαβή. Η προσδοκία μας, δεν έχει τίποτα να διαπραγματευθεί με τα νοικοκυρίστικα παραδείγματα ορθού (αριστερού, δεξιού, κεντρώου, ευρωσκεπτικιστικού ή ευρωλάγνου) λόγου και καθωσπρεπισμού (μικροαστικού, μεγαλοαστικού, ψευδοαντιστασιακού), άσχημα, πρόωρα γερασμένα όλα. Ο Α. Χιόνης γράφει:
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ…
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

Αυτή η πλειοψηφία, είναι αυτοί που ναυαγούνε. Η μειοψηφία, είναι οι άλλοι: αυτοί που μπορούν να γεννήσουν ένα αστέρι που χορεύει** κι ας μην έχουν να πανηγυρίσουν καμία μεγαλειώδη νίκη.
Υπάρχει ποιοτική και αισθητική διαφορά προσδοκιών λοιπόν. Πώς είναι δυνατόν, νέοι άνθρωποι να έχουν τόσο άσχημα και μίζερα όνειρα; Τόσο φτωχές και κακομοιρίστικες προσδοκίες για την εαυτό τους και τον κόσμο;
Θυμήθηκα τον Στίρνερ να κάνει λόγο για “τις λανθασμένες αρχές τις παιδείας μας”.
“Σε κάθε πεδίο παρουσιάζετε το πιο αλλόκοτο μπέρδεμα παρατάξεων και γύρω απ’ το κουφάρι της κληρονομιάς του παρελθόντος συναθροίζονται τα γεράκια της στιγμής. Πτώματα πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, επιστημονικά, καλλιτεχνικά, ηθικά και άλλα, έχουν πλημμυρίσει τον τόπο, και ώσπου να λιώσει και το τελευταίο, ο αέρας δεν θα καθαρίσει και οι άνθρωποι δεν θα μπορούν να ανασάνουν.”***

*Απ’ το ποίημα του Νίκου Καρούζου “Νεολιθική νύχτα στην Κροστάνση”
** «Πρέπει να έχει κανείς χάος μέσα του για να μπορέσει να γεννήσει ένα αστέρι που χορεύει» Φ.Νίτσε
***Μαξ Στίρνερ “Ο μοναδικός και το δικό του”