Κάψα καλοκαιριού…

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

γράφει  ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Έριξε δυο ποτήρια νερό και δρόσισε την άσφαλτο, εκείνη από ευγνωμοσύνη τσίριξε σα να τον ευχαριστούσε. Ούτε ο κοπρίτης που έκανε πως κοιμόταν έδωσε σημασία, ήταν η ώρα της πρωινής καλοκαιρινής σπονδής.

Έπειτα πήρε θέση, κάθισε στο σπασμένο μαρμάρινο κεφαλόσκαλο, ακούμπησε έναν ποτηράκι του κρασιού με τον ελληνικό και ίσιωσε πρώτα το παντελόνι και μετά τα μαλλιά του.

Ξημέρωσε πια κι από τώρα έκανε μια κάψα βαριά, να κάπως σα τη σημερινή, τέτοια που μεταμορφώνει την πολιτεία σε φυλακή και τα τσιμέντα τα κάνει βάρβαρους δεσμοφύλακες. Μα εκείνον δεν τον ένοιαζε, δεν κοιτούσε αριστερά, ούτε δεξιά, δεν έβλεπε τον κοσμάκη που προσπερνούσε ιδρωμένος, σκοτουριασμένος και αδιάφορος, ούτε και χαλβάδιαζε καμιά περαστική πετροπέρδικα, αυτές με εκείνα τα κοντούλικα φορεματάκια τους ξυπνούσαν όλα τα μη και τα απαγορεύεται, αυτά που πρώτα χτίσανε τα χρόνια και έπειτα μας έβαλαν να χοροπηδάμε μέσα τους.

Κοιτούσε στην ευθεία, εκεί απέναντι πάνω στα ντουβάρια έσπαγαν όλα του τα βλέμματα.

Ήταν ένα παμπάλαιο σαραβαλιασμένο σπίτι και ποιος να ξέρει τι έβλεπε μέσα του. Στους τοίχους οι χαραμάες είχαν στόματα, γλώσσες και κάτι πελώρια φοβιστικά μάτια, ενώ από τα ακριανά του βγαίναν άτσαλα χέρια και του χαϊδευαν τρυφερά τις πιο κρυφές μνήμες.

Εκεί πίσω πρωτοφίλησε, εκεί ερωτεύτηκε και λίγο πιο παραπέρα έσκισε το μάγουλο του και γέμισε αίματα, εκεί πάνω σε έναν καβγά με τον καλύτερο του φίλο.

Πότε πριν δεν είχε σκεφτεί ότι όλα, εντάξει σχεδόν όλα, τα είχε κάμει στη σκιά ετούτης της σαβούρας όταν ακόμα ήταν στα ντουζένια της.  Κι αν δεν ήταν η δικιά της σκιά πάντως ήταν κάτω από τον ίδιο ήλιο!

Πέρασε κι πάει, τώρα τίποτα δεν αλλάζει, όσο κι αν τα μελετά δεν φέρνει τα μπρος πίσω, με τα περασμένα ίσως κερδίζεις λίγο χρόνο, αλλά τι κρίμα να είναι τόσο ρηχιά η μνήμη και να μην μπορείς να δώσεις μια και βουτήξεις μέσα της.

Σηκώθηκε απότομα, ήταν η ώρα να περάσει το φορτηγό που μαζεύει τα σκουπίδια, φασαριόζοι εργάτες και μια μηχανή που αγκωμαχούσε σα να την έσφαζαν. Θέλεις δε θέλεις θα επιστρέψεις βιαστικός από κάθε ονειρικό ταξίδι. 

Το πέρασμα τους έμοιαζε με τα νέα, με τις καθημερινές ειδήσεις, με όλα αυτά που ακούγονται για τον τόπο και γεννούν ένα μέλλον άγριας κατάθλιψης. Μέσα στο θόρυβο και τη βρώμα των σκουπιδιών της γειτονιάς που κατάπινε αχόρταγα η φαγάνα, το αποφάσισε και πλησίασε τον χαλασμένο τοίχο του απέναντι σπιτιού, έπειτα τον άγγιξε φευγαλέα και εκεί που πήγε να κλείσει τα μάτια ένας αγουροξυπνημένος άγνωστος περαστικός του φώναξε:

-Δεν το βλέπεις ρε φίλε; Θέλει γκρέμισμα ετούτη η σαβούρα.άϊντε να έρθει κι η ανάπτυξη.