Καλό ταξίδι Οδυσσέα.

24grammata.com- επικαιρότητα

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Με χαιρετάς, λες γεια σου φίλε, τα λέμε, θα βρεθούμε αύριο, σίγουρα μεθαύριο.
Είναι που θέλουμε, νιώθουμε την ανάγκη να έχουμε μια “φυσιολογική συνέχεια”, όλα να γίνονται μέσα στα προβλεπόμενα όρια, μέσα σε χρόνους που εμείς ορίζουμε. Νομίζουμε.
Ήταν Δευτέρα απόγεμα, με το ποδήλατο του στην Λαυρίου ο γιος του συναδέλφου Βασίλη έχασε το παιγνίδι της ζωής σε ένα πέρασμα του δρόμου. Σταμάτησε, έκοψε τον χρόνο του πάνω σε μια στιγμή.
Όλα είναι αλλιώς, όλα γράφονται μια στιγμή, δεύτερη δεν υπάρχει. Μάταια περιμένουμε την επανάληψη για τη διόρθωση, μα κι αν τύχει να ξαναπεράσεις από το ίδιο στενό, στα παλιά χνάρια, τίποτε δεν μυρίζει το ίδιο, το πιέζεις, μα άλλες ιστορίες παίζουν τρυφερά με το μυαλό.
Ξενυχτούσε πάντα ο πατέρας  περπατούσε, γράφει χιλιόμετρα μέσα στην απουσία, στην αργοπορία του παιδιού, ξενυχτούσε και η μάνα που το κλικ του διακόπτη, το σβήσιμο της λάμπας στο άκουσμα των κλειδιών  στην εξώπορτα, την έκανε κουραστικό σχήμα στο μυαλό,
σαν να τους ξαναβλέπω μπροστά μου, μόλις ακουγόταν η φωνή μου ηρεμούσαν, χαλάρωναν, έλεγαν το παιδί στέκει ζωντανό.
Γονείς που μεγαλώνουν παιδιά, στην αρχή του 2012, ήρωες μιας τσακισμένης κοινωνίας, όπου γυρνάς το βλέμμα γκρίζα ανάκατα τα χρώματα που παρασύρουν μέσα σε μια δίνη υπερβολών,  μιας καταναλωτικής μανίας σαν λαιμαριά, τον πνίχτη του λυκόσκυλου.
Τι να πω στον τραγικό πατέρα, πως να δώσω το συναίσθημα που νιώθω χωρίς να τον τσακίσω παραπάνω;
Μεγαλώσαμε μαζί, σχεδόν μαζί, στην ίδια σχολή, ίδια όνειρα μια πιο αθώα εποχή, ξανοίγαμε πανιά για κινηματογραφικά πλάνα, σενάρια, ονειρικούς φωτισμούς αλλά Νίκβιστ και του Ταρκόφσκι την βιογραφία για μαξιλάρι. Κάναμε τα όνειρα μας φίλμ ή  τις ταινίες που βλέπαμε κρυφό υποσυνείδητο, ακόμη δεν το ξέρω.
Μπλεχτήκαμε στα γρανάζια του μεγάλου καναλιού που τώρα στα δύσκολα στη μεγάλη κατρακύλα, καταλάβαμε πως εμείς είμαστε, όλοι κι όλοι, εμείς αυτό που λέμε μέγκα, μια παρέα.
Να που σε μια στιγμή δεν έχει επιστροφή, δεν έχει γεια σου φίλε,
θα σε δω στην άλλη βάρδια, τίποτε δεν είναι ίδιο και μια πνιχτή αμηχανία με κάνει να κατεβάζω τα μάτια, να ντρέπομαι που στέκω  αδύναμος με λέξεις που μπερδεύονται πιο πίσω κι από την γλώσσα.
Κάθε ανάσα απώλεια, σαν τον αέρα που μπαίνει στα πνεμόνια, δουλεύει, παίρνει κάτι από το αίμα και γίνεται καπνός.
Στέκω σαν μπαλόνι έτοιμο να εκραγεί σκορπίζοντας παντού δάκρυα, αλμυρά, στυφά υγρά ματιών.
Κάνω πετάλι κι εγώ, ελαφριά τα πατήματα, σχεδόν αθόρυβη η αλυσίδα σαν την μοιραία πορεία μας. Τι να πω στους τραγικούς γονείς, μονάχα μια αγκαλιά έχω και την αύρα μου που εξατμίζεται κι αυτή σιγά-σιγά.
Μην μου μιλάς για τον σπασμένο εαυτό μας, φτάνει, άσε τις ευθύνες και κοίτα πρώτα τον καθρέφτη. Αληθινό είδωλο, όχι σαν αυτούς στα λούνα παρκ, που η παραμόρφωση σε κάνει να βάζεις τα γέλια ή τα ψεύτικα κλάματα και να ξεχνάς το θέμα, τα μούτρα μας.
Όταν δεν μιλούσαν οι άνθρωποι νόμισα πως δεν είχαν τίποτε να πουν, να που υπάρχουν στιγμές που έχουν τόσα μα τα γράμματα στις λέξεις στέκουν ανήμπορα, ξερά και εφτακακόμοιρα.
Ένα καράβι φάνηκε, ολάκερο νησί να τρέχει μέσα στο γαλάζιο, ο γέρος στάθηκε μια στιγμή, έπειτα φώναξε δυνατά στο καφενείο, “σωπάτε μωρέ, περνά ένα βαπόρι”.
Κουράγιο φίλε Βασίλη.