Το καλοκαίρι του “φτωχού”.

24grammata.com

γράφει o Μανώλης Δημελλάς

Ο θόρυβος της πόλης, γεμίζει το μυαλό με γκρίζες, φουρτουνιασμένες σκέψεις, πάλι τα μακρινά φώτα, σαν μικρά λαμπιόνια, με κάνουν ταξιδιώτη στο σχεδόν μαύρο της νύχτας.
Έναν ταξιδιώτη μέσα στο χρόνο, αυτή την φορά δεν κουνάει το “βαπόρι”, δεν έχει μπλέ, γαλάζιο, να γεμίζει το μάτι και να χάνει το μπούσουλα το μυαλό δικαιωμένο από πνιγμένες αναμνήσεις.
Μια νύχτα μακριά από την αγκαλιά σου κι αποψινή, μια νύχτα που δεν πειράζει η θολή σκιά της,
από την ανάποδη είναι πιο καλά, καλύτερα, αφού δεν κουρνιάζω στην γαλήνη της αγκαλιά σου.
Ανοίγουν ολοταχώς δρόμοι, δουλειές και μεροκάματα στα ξένα, κλείνουν στα γρήγορα και σιωπηλά σαν θάνατος οι πόρτες στον κοντινό μου κόσμο, στον περίγυρο, μα αν κάτι μας κρατά είναι το ξάφνιασμα της πτώσης μας.  Μπίζνες επιτήδειων φέρνουν, γεμίζουν εργάτες τις εποχιακές δουλείες, με τριακόσια ευρώ στο κεφάλι, θέσεις εργασίας σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα φτιάχνουν, ετοιμάζουν νεκρούς χειμώνες στους τουριστικούς παράδεισους.
Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Μεσογείων, εκεί μετά το πεντάγωνο, έκανε να διαβεί την λεωφόρο, το μυαλό της αλλού, στα μισά στο ρεύμα προς το κέντρο ένα σκούρο, γυαλιστερό, μάλλον καινούριο αυτοκίνητο, την κοπάνησε, άσχημα, το αίμα της στον δρόμο κηλίδα, οι βιαστικοί οδηγοί γυρνούσαν βίαια το κεφάλι.
Όχι δεν έβαψε το δρόμο κόκκινο, έγινε δρόμος, έτσι απλά πετάχτηκε μια σβούρα ψηλά και έσπρωξε με δύναμη, μάταια, πίεσε την άσφαλτο. Σαββάτο απόγεμα, κανένας δεν ήθελε να κοιτά στα μάτια την πόλη, πόσο μάλλον ένα πτώμα στην άκρη της.
Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο, ξεμάκρυνα γλήγορα, το μυαλό κατασκευάζει σενάρια για να ξεφύγει από μια πιθανή θλίψη, ξανοίχτηκα με τα ραδιόφωνα που πάσχιζαν να δροσίσουν με μελωδίες.
Το τέλος της καλοκαιρινής σεζόν είναι κάτι σαν επαναληπτικός απολογισμός, τι είχαμε μα και τι χάσαμε, μα για όλους εκείνους που έχουν ιδιαίτερες πατρίδες οι θερμοί μήνες φέρνουν, γίνονται η αφορμή να βγει στον αφρό το παρελθόν, οι θαμμένες μνήμες.
Πήραμε αέρα λοιπόν, πετάξαμε τα ρούχα, το καλοκαίρι είναι πάντα του φτωχού, αναπνεύει, ζωντανεύει για λίγο ιώδιο, άλλοι οι πιο τυχεροί, σταθήκαμε μεσοπέλαγα να ερωτοτροπούμε με στοιχειά, σειρήνες της θάλασσας.
Άλλοι πάλι οι πιο θαραλλέοι, κολυμπούσαν στα νερά του σαρωνικού, αφήνοντας παραδίπλα τις γαλανές σημαίες.
Ένα σωρό κόσμος μέσα σε αναγκαστική ανάπαυλα αναζητά μαγικές λύσεις στα μαζεμένα από τους μήνες προβλήματα του.
Μια πόλη ακούρευτη, ασυμμάζευτη, με το γκαζόν, όπου υπάρχει νερό, να γίνεται αγριόχορτο, να πνίγει τα παρτέρια και το βλέμμα.
Οι κάδοι σκουπιδιών ξέχυλοι να γίνονται χώρος γνωριμίας λαθρομεταναστών και τα αδέσποτα σκυλιά να εξαφανίζονται περιέργως από τα πεζοδρόμια.
Κλείνω τα μάτια, μα τι μου έμεινε από αυτό το καλοκαίρι, ο βιαστής της Πάρου, η δικία μας τρόικα, η κυβέρνηση, που όλο το θερμό καλοκαίρι έδειχνε να έχει σπασμούς και πυρετό ενώ από την άλλη εμείς δεν δίναμε δεκάρα, όποτε έχουμε ζωή ξεχνάμε και τα τούρκικα σήριαλ και την τραγική οικονομική κατάσταση μας.
Οι ρομά στον Βοτανικό, εκείνος ο παράνομος καταυλισμός στην καρδιά της χώρας, με την καύση καλωδιών, που μετά το θέμα στο δικό μας Μέγκα, κάτι έδειξε να κινείται, απόδειξη πως τα μέσα μπορούν.
Το δράμα του κοσμάκη στη Συρία που φαίνεται πως δεν έχει τέλος, το αδειανό πλοίο της επιστροφής με τον φραπέ στα 3 ευρώ μα τους τουρίστες να μας βλέπουν με περισσότερη συμπάθεια έτσι να γίνονται πιο εύκολα θύματα στον επιτήδειο εαυτό μας που ακόμη ζει τον μύθο του 1980, του  1990, της ολυμπιάδας μας, μα τα νησιά στα μάτια σου, που το καλοκαίρι γίνονται παραδόξως ολοπράσινα.
Ο χειμώνας δείχνει να είναι ζόρικος, έρχεται βασανιστικός, ειδικά για εκείνους που νοσταλγούν περασμένες δεκαετίες, δείχνει να ξεσκαρτάρει τα βόδια από τα ρόδια, που χρόνια τώρα είναι μπλεγμένα και ξεσπαθώνουν σε κάθε αλλαγή.
Το καλοκαιράκι που τρέχει προς το παρελθόν με σύμμαχο το μελτεμάκι μας ξεδίψασε, γυρίσαμε τα μάτια σε πηγές πιο δροσερές, ξεμακρύναμε από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο μιας καταστροφής που  ετοιμάζεται να ξαναγυρίσει με τα πλοία της  άγονης γραμμής.