Λογοτεχνία και καπνός / Ο καπνός στη Ζωγραφική/ Κινηματογράφος και τσιγάρο

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

 Αρχισυντάκτης και Υπεύθυνος του Καλειδοσκοπίου: Απόστολος Θηβαίος

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΣ. ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Κατά το παιδικών μας χρόνων, «πετάει ο γάιδαρος», ο γράφων αντιτάσσει ακόμα ένα απαιτητικό ερώτημα. «Καπνίζει η τέχνη;», αναρωτιέται για να απαντήσει χωρίς περιστροφές, πως «ναι, η τέχνη καπνίζει» και πολλές φορές, μάλιστα μιμούμενη, καθώς συνηθίζει τη ζωή, αποδεικνύεται σχεδόν μανιώδης, αποκαλύπτοντας μια «αμαρτωλή» σχέση με το τσιγάρο και τον καπνό.
Τόσο στη λογοτεχνία, όσο και τους υπόλοιπους χώρους της δημιουργικής έκφρασης, το τσιγάρο κέρδισε επάξια τη θέση του ως πηγή έμπνευσης. Στον τομέα της καλλιτεχνικής διατύπωσης του λόγου, στη ζωγραφική, τον κινηματογράφο ακόμα περισσότερο, το τσιγάρο δικαίως αναγνωρίζεται ως μια συνηθισμένη πρακτική των δημιουργών,στην προσπάθειά τους να υποβάλουν, να μαγνητίσουν, να μεταδώσουν μια αίσθηση συγκεκριμένη, προσωπική. Το τσιγάρο συνοδεύει σχεδόν κάθε προσωπική μας στιγμή. Στη λύπη, στον πόνο, στις χαρούμενες στιγμές μας, αλλά και σε εκείνες που αναδύουν αγωνία και αδιέξοδο, ο καπνός είναι εκεί για να μας συντροφέψει. Το τσιγάρο συνιστά εκείνο το μέσο, το οποίο θα συμβάλει στη διαμόρφωση εικόνων και αισθήσεων, απαραίτητων, ως πρωταρχικά, δομικά υλικά στις τέχνες. Όπως και στη ζωή, έτσι και την τέχνη, ο καπνιστής αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης. Ψυχολογικά ή αισθητικά, ο καπνός επιδρά στο πρόσωπο που πλάθει ο δημιουργός, αλλά και στον ίδιο το δημιουργό. Η αίσθησή του, κοινή, με μια διακριτική χροιά αμαρτίας, δεσπόζει ώστε να μην χρειάζεται, παρά μόνο η περιγραφή σε ένα αφήγημα της εικόνας κάποιου ή κάποιας που καπνίζει για να προκληθούν οι μυστηριακές «οσμές» του καπνού.
 Ο χαρακτήρας του, ταυτισμένος με μια συνήθη αλλά τεκμηριωμένη αμαρτία δεν επιτρέπει στο ζωγράφο να λησμονήσει τη θεματική του. Μια γυναίκα, πολλές φορές ημίγυμνη να καπνίζει, ένας άνδρας που στέκεται απόμερα έχοντας συντροφιά το τσιγάρο, ο καπνός που επιβάλλει στην εικόνα την απόχρωση ενός εφήμερου και κυρίαρχου γκρι χρώματος. Όλα τούτα θυμάται ο γράφων, όλα τούτα ανασύρει καθώς, καπνίζοντας προσπαθεί να ξεχωρίσει την τελευταία μαρτυρία του καπνού στην τέχνη.
«θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος, κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα καημένε κόσμε», γράφει ο Νίκος Καρούζος, ο σπουδαίος ποιητής. Και ο καπνός γίνεται ποίηση, ο στίχος «ενδύεται» την άϋλη όψη του, την πυκνότητά του, τη νοσταλγική του χροιά. Ο καπνός εισάγεται στο στίχο, ως μια εφήμερη μαρτυρία της πραγματικότητας. Τέτοιος είναι, αναλώσιμος, οριστικοποιείται και χάνεται ως προϊόν μιας μυστηριακής καύσης. Η πρόσκαιρη παρουσία του, η ταυτισμένη με την απόλαυση ύπαρξή του, θα γοητεύει πάντα τους ποιητές και τους ονειροπόλους. Εκείνοι θα διακρίνουν στην αναφορά του μια εμφανή και κατάλληλη σημειολογία, για να περιγράψουν την αίσθηση της ηδονής, για να κοινωνήσουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο το σύντομο, ανθρώπινο πέρασμα. Άλλωστε, ποιος από εμάς δεν έχει φανταστεί το καταφύγιο ενός ποιητή πνιγμένο σε δαχτυλίδια καπνού, ποιος δεν έχει υποθέσει τη μοναδική συντροφιά του τσιγάρου για εκείνους που αρέσκονται σε προσωπικές συνομιλίες. Είτε πρόκειται για την απτή πραγματικότητα, είτε πάλι μιλούμε για εκείνη που πλάθεται και επιζεί σε πείσμα των εποχών και του καιρού, ο καπνός, συνιστά τη μοναδική εκείνη στιγμή που η ανάσα μας θα φανεί σε ολόκληρη την ένταση μια εκπνοής. Ο καπνός δεν είναι άλλο από το καθρέφτισμα της ανάσας μας. Εκείνη θα αναδυθεί πάντα πάνω από το στίγμα της φωτιάς ενός τσιγάρου. Και οι καημοί, οι νοσταλγίες μας τότε νιώθουμε πως θα εξαντληθούν και με βεβαιότητα θεωρούμε πως όταν σβήσουμε την ελάχιστη φωτιά στα χείλη μας, τότε η πιο κρυφή μας απόγνωση θα έχει σκορπίσει στις απέραντες, υπερίωνες θάλασσες.
Μιλώντας για την ποίηση και το τσιγάρο και με αφορμή ένα φλέγον ζήτημα της χρονιάς που μας άφησε, δεν μπορούμε παρά να μνημονεύσουμε εκείνο το μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη του εκκλιπόντος ποιητή Γιάννη Βαρβέρη και τον ευφάνταστρο τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος συνέδεσε το τσιγάρο με τη στιχουργική. Ο ίδιος στην εφημερίδα «Athens Voice» λέει σχετικά: «…Όσα τσιγάρα και αν καπνίσεις δεν θα γυρίσεις σπίτι σου να χτυπήσεις τη γυναίκα σου, ούτε θα δημιουργήσεις δυστύχημα στο δρόμο. Από την άλλη κανείς δεν ασχολείται με το Κοζλοντούι, το Τσερνομπίλ, ούτε τα άλλα, τα μεταλλαγμένα, τα «προωθούμενα» ναρκωτικά….Για αυτό λέω: καπνίστε τσιγάρο και ποίηση.» Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το προηγούμενο εδάφιο, συνιστά περισσότερο μια ρητή υπεράσπιση του τσιγάρου, παρά μια λογοτεχνική αναφορά σε αυτό. Μα η φράση για το τσιγάρο και την ποίηση, η πρόσκληση του ποιητή στον αναγνώστη, αποδεικνύει την αίσθηση της απόλαυσης, η οποία συνδέει σαν κοινό παρονομαστής τούτα τα δύο. Προφανώς ο Βαρβέρης μας καλεί σε μια μυσταγωγία, εκείνη της ποίησης και με τρόπο περιεκτικό, δηλώνει ευθαρσώς την αναλογία της απόλαυσης.
Στο ποίημα «Γράμμα σε έναν ποιητή», το οποίο τόσο πετυχημένα και μοναδικά μελοποίησε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας γράφει: «Εσύ τσιγάρο Camel να καπνίζεις και εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey.» Το τσιγάρο και το ποτό μοναδικά μέρη μιας διαλεκτικής, η οποία στηρίζεται στις ανθρώπινες σιωπές. Και είναι αλήθεια, εκείνο που ο γράφων υποψιάζεται πως περίπου έτσι θα ειπώθηκε. «Η ποίηση γράφτηκε τις ώρες των πιο μεγάλων σιωπών.» Ετούτη την αίσθηση, που μοιάζει σαν αυτή που αντλείται στις πιο αδιάφορες και πάντα καθοριστικές στιγμές μας ο ποιητής Καββαδίας ανασύρει και αίφνης επιφέρει μία πληγή στο θηρίο του καθημερινού αισθήματος και ο καπνός δεν θα μοιάζει ποτέ ίδιος, ποτέ ο καπνός δεν θα είναι λιγότερο σπουδαίος, λιγότερο ποιητικός και φανταστικός.
Η αφαιρετικότητα του καπνού ίσως να συνιστά εκείνο το πολυπόθητο χαρακτηριστικό, το οποίο αποζητούν οι ποιητές και η τελειότητά του, η άφταστη περιεκτικότητά του ίσως να αποτελούν τις αιτίες για τις οποίες ο καπνός και το τσιγάρο έγιναν στίχος, τραγούδι, κλόνισαν τις άκρες των χειλιών μας, όχι ως εκπνοές, μα ως μια εισπνοή των πιο μύχιων σκέψεών μας. «Νύχτα στρωμένη τσιγάρα, λέξεις», στιχουργεί ένας έτερος της νεοελληνικής, ποιητικής σκηνής, ο Μίλτος Σαχτούρης. Και η εικονοποίηση, την οποία πετυχαίνει είναι συγκλονιστική, καθώς ανασύρεται από την οπτική μας μνήμη, μια εικόνα γνώριμη, απαίσια και ελληνική. Τα «στρωμένα τσιγάρα», μπορούν να ονομαστούν άνθρωποι, μπορούν να γίνουν λέξεις που ειπώθηκαν ή παρέμειναν ανομολόγητες. Ή πάλι υπάρχουν τόσες σιωπές, θρέφονται με τις «σάρκες» τους οι σιωπές, το τσιγάρο εκείνου που δεν θα προβεί στην προσωπική, ύστατη παραδοχή θα μείνει εκεί, απόδειξη πως προσπάθησε, βυθίστηκε και δόθηκε στη δίνη μιας τόλμης, ίσως αδιάφορης, μα πάντα τραγικής και ρεαλιστικής.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο εξαίρετος ποιητής με τη βαθιά, πολιτική συνείδηση, γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Θα έρθει μια μέρα»: «Καπνίσαμε- θυμήσου ατελείωτα τσιγάρα, συζητώντας ένα βράδυ»  και εδώ, στη μυσταγωγία του καπνού, πριν και έπειτα από τούτο το στίχο και στην έκταση ολόκληρων ποιημάτων ακόμη, λάμπει η κάφτρα του πικρού, βρεγμένου τσιγάρου που δοκίμασαν τόσες εκατοντάδες άνθρωποι στα χρόνια μιας μακράς, εθνικά σκοτεινής, εποχής. Βιωματικός, ίσως ετούτος ο στίχος του Αναγνωστάκη, στέκει εκεί για να πλάσει μια εικόνα, όπου ο τόπος και τα πρόσωπα συνιστούν ζητήματα δευτερεύοντα. Εδώ προεξέχει το τόνισμα της αίσθησης, εκείνων των τραγικών συναισθημάτων, τα οποία βίωσαν τόσο άδικα και για τόσο πολύτιμο καιρό πολλοί από αυτούς, τους οποίους σήμερα ονομάζουμε ποιητές και επιζώντες. Και πάλι, ο ίδιος ποιητής, σε μια πρόβλεψη, τόσο καίρια του μέλλοντός μας αποκαλύπτει, προειδοποιεί, «μιλά», για να περιγράψουμε με ακρίβεια εκείνο, το οποίο ο ποιητής πράττει, «για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες». Η σκέψη, αβίαστη, ο συνειρμός, η διαφορετική προσφώνηση μιας παρόμοιας, μιας πανομοιότυπης καλύτερα απειλής. Τάχα, ετούτοι οι «διαβάτες» του Αναγνωστάκη να είναι οι «βάρβαροι» του Καβάφη, «οι κουνιστοί» του σωκρατικού Βάρναλη που ταράζονται στη σκέψη της ποίησης, στο άκουσμα της κραυγής της;
Η αναφορά που ακολουθεί δεν θα μπορούσε να λείπει από τούτο το συσχετισμό του τσιγάρου με τη λογοτεχνία και εδώ, ειδικότερα με τη λειτουργία της ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο Έλληνας ποιητής με τη ματιά του να ξεπερνά τα ρεύματα και τις τάσεις γράφει: «στρίβει στα δάχτυλά του την ψυχή σου ο αποσπερίτης σαν τσιγάρο, έτσι ανάσκελα να τη φουμάρεις την ψυχή σου.» Με αυτήν την περιγραφή, η οποία δεν συνιστά παρά την εικόνα και την ώρα ενός θανάτου, ο Ρίτσος παραδέχεται την εφήμερη, ανθρώπινη ύπαρξη, εκείνη που τόσο ύμνησε. Εδώ συνίσταται η ειλικρίνειά του. Και καθώς οι καπνιστές γυρεύουν την απόλαυσή τους, οι ποιητές τους παρατηρούν από τους εξώστες, πουλιά καρφωμένα και όλο τραγουδούν την αναζήτησή τους τη μοιραία.
Ο καπνός καθώς αναδύεται σαν σκέψη πάνω από το κεφάλι ενός φιλοσόφου. Οι φωτογραφίες του καπνιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, η Κατερίνα Γώγου στην αποτύπωση του ταραχώδους βλέμματός της, ο αιρετικός καταγραφέας του ελληνικού, λούμπεν στοιχείου Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμα στον «ιδιωτικό» του καρκίνο. Τέλος, ο νεαρός Λιαντίνης, ο τελευταίος μυσταγωγός της ελληνικής φιλοσοφίας αποκλείει κάθε περίπτωση υπαναχώρησης στην απόλαυση του καπνού. Όλοι όσοι αναφέρουμε εδώ, αλλά και εκείνοι που προηγούνται γράφουν για τον καπνό. Καθένας βιώνει την εθιστική αυτή απόλαυση με ξεχωριστό τρόπο. «Να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ και η σκόνη με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας» γράφει η Κατερίνα και όπου και αν στήσεις την κάμερά σου, «τρία» ή περισσότερα «κλικ» η μορφή της θα σε καταδιώκει. Η ποίηση απαιτεί το κάπνισμα και το τσιγάρο «σηκώνει» την πρώτη. Έτσι, λαϊκά και «άφιλτρα.»
Στην πεζογραφική παραγωγή οι αναφορές στον καπνό και το τσιγάρο δεν είναι λιγότερες. Στα πλαίσια των διαρκώς αυξανόμενων ανθολογιών, τα «Δώδεκα διηγήματα για τον καπνό» συνιστούν μια εξαιρετική διηγηματογραφία, Ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι με αφορμή το τσιγάρο και τον καπνό καταθέτουν δώδεκα φανταστικές ιστορίες, άλλες δοσμένες με ρεαλισμό και άλλες κινούμενες σε πιο υπερβατικά επίπεδα. Με την επισήμανση της βλαβερής επίδρασης του καπνού στην ανθρώπινη υγεία, οι συγγραφείς «τιμούν» τη συνεισφορά του τσιγάρου στην έμπνευση, την αντίδραση στην αμηχανία και γεμίζουν το σταχτοδοχείο μας με σκέψεις και ιδέες. Ο Νετζατή Τζούμαλι, Τούρκος λογοτέχνης και ποιητής, συντάσσει σε μια τριλογία την ιστορία του καπνού και ο Πέτρος Μάρκαρης, μεταφράζει την τουρκική γλώσσα, τιτλοφορώντας το έργο ως «Πικρός Καπνός». Ενδεικτικός ο τίτλος και περιεκτικός για την ιστορία μιας απόλαυσης, η οποία κυνηγήθηκε αλλά και υμνήθηκε κατ΄εξακολούθησιν από την εποχή της πρώτης ανακάλυψής της ως και τις μέρες μας. «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ συνιστά μια ακόμα ευθεία αναφορά στο τσιγάρο. Με έναν ρεαλιστικό, καθημερινό τίτλο ο Τσέχωφ δικαιολογεί τη ρωσική πρωτοπορία στην ανθρώπινη ψυχολογία, περιγράφοντας ανάγλυφα, με μια άσχετη αφορμή τις σχέσεις των ανθρώπων και τη δυσκολία με την οποία αυτές πραγματώνονται στις μέρες μας. Ο παραλογισμός του καιρού μας δοσμένος με έναν γλαφυρό, ευφάνταστο τρόπο. Ο Τσέχωφ με το έργο του προκαλεί το γέλιο, αλλά και τη συζήτηση ακόμα και όταν οι κουίντες κλείσουν και ο λόγος πάψει.
«Άγιος ο καπνός», των εκδόσεων Libro. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στην ιστορία του καπνού. Ένα λεύκωμα για την ανακάλυψη, την καλλιέργεια, τη διάδοση και τη σημερινή «πολεμική» εναντίον του. Ο καθαγιαστικός τίτλος, ο επιθετικός προσδιορισμός δεν μπορεί παρά να συνιστά μια λατρευτική καταγραφή της ιστορικής πορείας ενός υλικού απολαυστικού και ξεχωριστού για την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ένα ιδιαίτερο υλικό, το οποίο μετατρέπεται σε εθισμό, ποτέ δεν υποκαθίσταται.
Ο Φόκνερ στον «Καπνό και άλλα διηγήματα», ήδη από το εξώφυλλο προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια έμμεση αναφορά στη μαγεία του καπνού. Με αυτοτελή κείμενα, διηγηματικές αναφορές με ευφάνταστο περιεχόμενο,  ο συγγραφέας πασχίζει να μεταδώσει το άρωμα του καπνού από τις σελίδες ενός ιδιαίτερου βιβλίου.
Ο καπνός, ο κατέχων παρουσία κινηματογραφική και καλλιτεχνική, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την τέχνη του λόγου, ξένη και εντόπια. Στο «Ημερολόγια Καπνού» ο συγγραφέας παρακολουθεί την υπόθεση του καπνού, την επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική τέχνη.
Μακ Τουέιν, Αλμπέρτ Καμύ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Παπαδιαμάντης, Μπρεχτ, Ντίκενς, Μπωντλαίρ. Τα παραπάνω ονόματα παραπέμπουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες στιγμές της παγκόσμιας, λογοτεχνικής ιστορίας. Η έννοια της δημιουργίας, όμως, ως μια άρτια εκτελεσμένη λειτουργία δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο σύνδεσής του. Από τον ανεπανάληπτο Τουέιν και τη δήλωσή του πως «αν στον παράδεισο δεν έχει καπνό, τότε αρνούμαι να βρίσκομαι εκεί» ως τον Σαρτρ και την πεποίθησή του πως «μέσω του ταμπάκου {που κάπνιζε}, ήταν όλος ο κόσμος που καιγόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου να εισαχθεί και πάλι εντός» το τσιγάρο αποτέλεσε μια ταυτισμένη με την ύπαρξη συνήθεια. Η καθολική του επιρροή στο καλλιτεχνικό επίπεδο ήταν εκείνη που οδήγησε τον Ζαν Κοκτό να δηλώσει πως «το πακέτο των τσιγάρων, η τελετουργία με την οποία τα βγάζουμε από κει, το άναμμα του αναπτήρα κι εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο που μας διαπερνά και που εισπνέουν τα ρουθούνια μας, αποτελούν ισχυρά θέλγητρα που έχουν κατακτήσει τον κόσμο.»

Ο ΚΑΠΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Μια ακόμα τέχνη, για την οποία ο καπνός αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικής έμπνευσης, δεν είναι άλλη από τη ζωγραφική. Οι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες του χρωστήρα των αρχών του 20ου αιώνα δεν ήταν διατεθειμένοι να απολέσουν το δικαίωμα σε μια μοναδική απόλαυση, μια ιεροτελεστία, το κάπνισμα. Η δαιμονοποίηση του καπνού τους άφηνε παγερά αδιάφορους. Τα πρόσωπα των χρηστών, έτσί όπως αποκαλύπτονταν πίσω από ομιχλώδη τοπία καπνού συνέστησαν μια πρώτης τάξεως υλικό για την αποτύπωσητου ρεαλισμού στον καμβά. Ο Τουλούζ Λωτρέκ, με το «Πορτραίτο του Λουί Πασκάλ» και την υποβλητικά, πραγματική απεικόνισή του, ο Μανέ με τον περίφημο «Καπνιστή» του, ο Νταλί, ο οποίος αποτυπώνει την προσωπογραφία του πάντα με τσιγάρο, ο Πάμπλο Πικάσσο με την ένταξη του τσιγάρου ή του καπνού γενικότερα στους πίνακές του, η Ρενέ Μαγκρίτ. Η αναβάθμιση της ζωγραφικής και η ανάγκη για εκ βαθέων ανανέωση των εκφραστικών της μέσω και τεχνικών, έδωσαν στο τσιγάρο τη δυνατότητα να μετρήσει τις δυνάμεις του ως προϊόν, διαθέσιμο σε διαφορετικές χώρες και αντίστοιχα πολιτιστικά υπόβαθρα. Στο πεδίο της ζωγραφικής, όμως, θα πρέπει να προσθέσουμε και τη δημιουργία ενός καλλιτέχνη, ο οποίος έμελε να δώσει σάρκα και οστά σε μια πολυδιάστατη και διαχρονική απεικόνιση του καπνού, διαμορφώνοντας την πρώτη, ουσιαστικά αντιδιαφήμιση για τον καπνό και τη λήψη του. Ο Βαν Γκόγκ, Ολλανδός ζωγράφος αποτύπωσε στο χαρτί το εφιαλτικό έργο του «Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο», μια άκρως διαχρονικά και καίρια αναφορά αντιδιαφήμισης, μία κραυγή καταδίκης απέναντι στο σύγχρονο άνθρωπο και τις επιλογές του.
Οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές στον καπνό, οι οποίες παρουσιάζονται στο παρόν, δεν αποτελούν παρά ένα μέρος της παραγωγής που πραγματεύτηκε τούτη την απόλαυση. Τα παραπάνω συνιστούν μερικά μόνο από τα πιο αντιπροσωπευτικά δημιουργήματα του λόγου. Όσα δεν αναφέρονται, πίνακες ή κείμενα, τυχαίνει να μην εντοπίστηκαν από το γράφοντα. Σε κάθε όμως, περίπτωση εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί είναι πως μια πηγή έμπνευσης, σαν τον καπνό δεν μπορεί παρά να ερεθίζει και να καλεί την τέχνη σε δημιουργίες. Λευκώματα ή διηγήματα, στίχοι ή θεατρικές αναφορές. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση παθητικών καπνιστών, οι οποίοι όχι μόνο δεν θίγονται από τις βλαβερές συνέπειες του καπνού, αλλά και ευεργετούνται, δίνοντας «χρησμούς» και λόγο σημαντικό.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΟ. Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΝΕΩΝ ΙΔΕΩΝ.

Οι μεγάλες προσωπικότητες της 7ης τέχνης δεν παρέμειναν ασυγκίνητες εμπρός στην ολοένα και περισσότερο δημοφιλή καθημερινότητα του καπνού, Γκρέγκορυ Πεκ, Ζαν Πολ Μπελμοντό, Μπριζίτ Μπαρντό, Ρίτα Χέιγουόρθ, Τσάρλι Τσάπλιν, Μάρλεν Ντήτριχ. Οι μυημένοι στον τομέα του κινηματογράφου θα φέρουν στο νου τους τις εικόνες αυτών των ανθρώπων και θα κατανοήσουν έτσι την ισχύ του καπνού, καθώς και την ευκολία, με την οποία αυτό εισήχθη στη ζωή μας και επιβλήθηκε. Οι επίκαιρες Σάρον Στόουν και Κιμ Μπάσιντζερ, απλά επιβεβαιώνουν τις θέσεις εκείνες, οι οποίες συνδέουν το τσιγάρο με ένα άκρατο ηδονισμό, κατάλληλο να φανερωθεί και εκφραστεί από την κινησιολογία, το ύφος, το τοπίο του καπνού. Η διαφήμιση εξάλλου, η οποία βρίσκει στο τσιγάρο το σύμμαχο για την εκτίναξη των κερδών της και την εγκατάστασή της ως διαμορφωτής μιας ευάλωτης, κοινής γνώμης απαιτούσε και απαιτεί ακόμα τα πιο λαμπερά πρόσωπα, τα πιο αναγνωρίσιμα, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι ο δίαυλος επικοινωνίας που απαιτείται για την εξαιρετική διαιτησία του. Chesterfield, Philip Morris, αποτελούν μερικές μόνο από τις εταιρείες παραγωγής έτοιμων τσιγάρων, οι οποίες ακολούθησαν την τακτική της προβολής μέσω προσωπικοτήτων από το χώρο του θεάματος. Οι τελευταίοι, δεχόμενοι ως αντάλλαγμα τα υψηλά ποσά, θα ενδώσουν και μόνο κατά τις αρχές του 21ου αιώνα, η διαφήμιση θα διακόψει την πρακτική της αυτή.