H Ελληνική ιστορία του καπνού. Η Καβάλα των Καπνεργατών

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

Αρχισυντάκτης και Υπεύθυνος του Καλειδοσκοπίου: Απόστολος Θηβαίος

«Ο καπνός είναι, μετά το βαμβάκι, ο πλουσιότερος κλάδος της Ελληνικής εξαγωγής. Αι καπνοφυτείαι καταλαμβάνουν το 1/8 των καλλιεργησίμων γαιών και δίνουν πόρον ζωής εις 20.000 οικογένειας. Η Μακεδονία είναι, εις όλον τον κόσμον, χώρα η κατ’ εξοχήν κατάλληλος για την καπνοκαλλιέργεια, παράγει δε 11.200 μπάλλες καπνού.» Και συνεχίζει: «Γη καπνοφυτεμένη, δίδει κατ’ έτος ακαθάριστον προϊόν συνήθως διπλάσιον εκείνου που δίδει η σιτοκαλλιέργεια, αλλά η καλλιέργεια και η περιποίησις του καπνού απαιτούν φροντίδας αι οποίαι ελαττώνουν πολύ τας οφελείας του καπνοφυτευτού. Και μολονότι δεν διακρίνονται ούτοι, ούτε δια τας οικονομικάς ανέσεις των, ούτε δια την ευκολίαν καταβολής των φόρων, εν τούτοις προτιμούν γενικώς την καπνοκαλλιέργειαν από τη σιτοκαλλιέργειαν. Αι γαίαι προς καπνοπαραγωγήν πωλούνται ακριβότερον, πρέπει λοιπόν να παράγουν πλειότερον από τους σιτοπαραγωγούς.»
Το απόσπασμα που προηγήθηκε, συνιστά μία εκ των πρώτων, καταγεγραμμένων αναφορών στον καπνό. Πρόκειται για τις διαπιστώσεις του Γάλλου Μποζούρ, όπως περιλαμβάνονται στο έργο του «Πίναξ του Εμπορίου της Ελλάδας», το οποίο καλύπτει μια περίοδο προγενέστερη της επαναστάσεως. Η διατύπωση του Γάλλου ταξιδιώτη και παρατηρητή κρίνεται ιδιαιτέρως πολύτιμη, ενώ αποκαλύπτει πως η εξοικείωση του ελληνικού πληθυσμού με την καλλιέργεια, τη χρήση και την εμπορία του καπνού ήταν κατάκτηση ακόμα παλαιότερων περιόδων. Η δε συγκεκριμένη αναφορά του Μπαζούρ για την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας επιβεβαιώνει το γεγονός πως οι Έλληνες παραγωγοί είχαν ήδη επισημάνει την καταλληλότητα των μακεδονικών εδαφών για την ομαλή ανάπτυξη του καπνού και την εξασφάλιση ενός επαρκούς εισοδήματος για τον εργατικό πληθυσμό. Σύμφωνα με το «Μουσείο Καπνού της Καβάλας», ο καπνός ως φυτό εισήχθη στη Βαλκανική χερσόνησο τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, περί το 1630, πρώτα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και έπειτα στις υπόλοιπες περιοχές της επικράτειας. Η καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού αποτέλεσε μια προσοδοφόρο απασχόληση, εξαιτίας κυρίως των ειδικών χαρακτηριστικών που έφερε η ελληνική πραγματικότητα. Έτσι, θεωρείται πως η αναλογία μικρού κλήρου στους γαιοκτήμονες, οι ευνοϊκές, κλιματολογικές συνθήκες, δηλαδή το ξηρό κλίμα και η αρδευτική δυναμική περιοχών όπως η Μακεδονία, καθώς και η υπερπροσφορα εργασίας γύρω από τον καπνό σε συνδυασμό με την ανάγκη για υψηλό βαθμό επεξεργασίας του παραγόμενου προϊόντος, άρα εργατικά χέρια, φαίνεται ότι αποτελούν τις κυριότερες αιτίες για την ευδοκίμηση του συγκεκριμένου είδους. Η περίοδος μετά την Επανάσταση και η τελική αποδοχή του ανεξάρτητου και αυτοδιοίκητου, ελληνικού κράτους είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των επιπέδων παραγωγής καπνού, η οποία μέχρι τότε, για τα δεδομένα της εγχώριας δυναμικής, παρέμενε εξαιρετικά χαμηλή. Η εργασία στα καπνά, στις ελεύθερες πια περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας αποτέλεσε για την πλειοψηφία του ανειδίκευτου, εργατικού δυναμικού μια σημαντική προοπτική, με σταθερές, εισοδηματικές απολαβές και τη δυνατότητα μόνιμης εγκατάστασης στις πλούσιες περιοχές της κυρίως καλλιέργειάς του.
Δεν πρέπει, όμως να λησμονήσουμε, παρατηρώντας την εξέλιξη της καλλιέργειας του καπνού, πως εκείνο το γεγονός, το οποίο έδωσε την αποφασιστικότερη ώθηση στην εν λόγω καλλιέργεια δεν ήταν άλλο από την ολέθρια για το Έθνος Μικρασιατική καταστροφή και τη μεταφορά χιλιάδων προσφύγων στον ελληνικό χώρο. Αυτοί θα συνιστούν για τα επόμενα έτη την «ατμομηχανή» της ολοένα αυξανόμενης, αγροτικής παραγωγής και δη, αυτής της καλλιέργειας του καπνού, συνεισφέροντας στην ανάδειξη της ελληνικής παραγωγής, ως ηγετικής στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης.
Η παραπάνω εκτίμηση, ως μια γενική παραδοχή αποδεικνύεται και στο παρακάτω απόσπασμα, όπου και επισημαίνεται η τεράστια συνεισφορά του μικρασιατικού πληθυσμού στην ανάπτυξη της ελληνικής, εν γένει, αγροτικής παραγωγής. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Εάν δεν υπήρχε ο καπνός, δε θα ήτο δυνατόν να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίον προέκυψεν μετά την Μικρασιατικήν συμφοράν. Ο εποικισμός της Μακεδονίας και της Θράκης κατά το 1922, εστηρίχθη μόνο εις τον καπνόν” (Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση 18/4/46).»
Ο καπνός εισάγεται στην ελληνική επικράτεια μέσω της Κωνσταντινούπολης γύρω στο 1600, κυρίως από ναυτικούς, οι οποίοι έχουν ήδη πληροφορηθεί στους διάφορους σταθμούς του ταξιδιού τους για τη νέα, απολαυστική συνήθεια. Μεταφέροντας τις φήμες, οι οποίες αποκτούσαν χαρακτήρα ιατρικών διαβεβαιώσεων, πως ο καπνός μπορεί να δράσει ευεργετικά απέναντι σε μια σειρά νοσημάτων, καθιστά ταχύτατη την ενσωμάτωσή του στην ελληνική πραγματικότητα. Βέβαια, θα πρέπει σε τούτο το σημείο να τονίσουμε πως ο ελληνικός πληθυσμός, ήδη από την αρχαιότητα είχε εντάξει τον καπνό ως απαραίτητο, διαδικαστικό στοιχείο στις λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι αρχαίοι Έλληνες έκαιγαν λιβάνι πάνω στις σχισμές των πέτρινων ειδώλων, ευχαριστώντας με αυτόν τον τρόπο τη θεϊκή συνεισφορά για ζητήματα καθημερινά, όπως η σοδειά, οι καλές, καιρικές συνθήκες, η γονιμότητα γης και ανθρώπων. Επίσης, γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως είχαν εντοπίσει τη χρήση διαφόρων υλικών, τα οποία ανέδυαν κατάλληλο καπνό για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων.
 Έπειτα από την καλλιέργεια του καπνού στην περιοχή της Μάνισας, κοντά στη Σμύρνη, ο καπνός άρχισε να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα για την τέχνη της αγροτοκαλλιέργειας. Οι πρώτες περιοχές, στις οποίες ο αγροτικός πληθυσμός στράφηκε στην ενασχόληση με τον καπνό ήταν το Σιδηρόκαστρο, το Νευροκόπι και το Πέτριτσι, ενώ οφείλουμε να αναφέρουμε ότι για πρώτη φορά ο καπνός καλλιεργήθηκε στη σημερινή περιοχή των Γιαννιτσών και άλλων παράκτιων, προς τον Αξιό ποταμό, περιοχών. Οι μαρτυρίες του Γάλλου φυσιοδίφη Pouqueville, στο ταξιδιωτικό σύγγραμμά του «Περιηγήσεις στην Ελλάδα», το οποίο εκδόθηκε το 1820, συνιστούν μια αποκάλυψη για την ήδη επικεντρωμένη, στην καλλιέργεια του καπνού, ελληνική, αγροτική πρακτική. Στην εποχή του Γάλλου ταξιδευτή οι καπνοκαλλιέργειες καλύπτουν σημαντικές εκτάσεις, συνιστώντας μια σημαντική, αν όχι την κυριότερη πηγή εισοδήματος για τους αγρότες της Μακεδονίας και της Θράκης. Γνωρίζουμε από σχετικές αναφορές, πως μεταξύ 1573 και 1589 δύο Γάλλοι εξελίσσουν τα φυτά του καπνού στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, ενώ το 17ο αιώνα η τάση αυτή έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις, με την προϋπόθεση πως οι ελληνικές, περιβαντολογικές συνθήκες είναι οι πλέον κατάλληλες για τούτη την εξειδικευμένη καλλιέργεια. Οι άνθρωποι που απασχολούνται στον αγροτικό τομέα και συγκεκριμένα την παραγωγή του καπνού γρήγορα διαπιστώνουν τη δυνατότητα εξασφάλισης σημαντικών εσόδων από ττούτη την ενασχόλησή τους. Η ανάπτυξη των εξαγωγών κυρίως προς την Αυστρία, τη Γερμανία, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και την Ιταλία δίνουν μια νέα πνοή στην ελληνική οικονομία, και διαμορφώνουν την Ελλάδα, ως μία κατεξοχήν χώρα-παραγωγό της καλλιέργειας καπνού.
Η παραγωγή καπνού αποτέλεσε πηγή σημαντικών εσόδων για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, σε κάθε μία από τις φάσεις παραγωγής. Τούτο θα σταθεί ως αφορμή για την επιβολή σημαντικών φορολογικών επιβαρύνσεων, τόσο υψηλών ώστε τα κρατικά έσοδα από τη διακίνηση και την εμπορία του καπνού να ξεπερνούν κατά πολύ τα έσοδα από αντίστοιχες πρακτικές, οι οποίες εφαρμόζονταν στην παραγωγή και πώληση άλλων, εμπορεύσιμων προϊόντων. Αναφερόμενοι στην υπερφορολόγηση του προς εμπορία είδους, θα πρέπει να τονίσουμε,τόσο για ενημερωτικούς λόγους, στα πλαίσια του αφιερώματος, όσο και για την απλή, ιστορική καταγραφή, πως ο πρώτος φόρος που επιβλήθηκε στον καπνό είναι ο τελωνειακός φόρος «γκιουμρουκ ρεσμί.» Η Εφορία καπνού, με έδρα της την Κωνσταντινούπολη και παραρτήματα σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, αλλά και τη Βόρειο Αφρική, καταδεικνύει την προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να καθορίσει την παραγωγή του καπνού στην υπό διοίκηση επαρχία της Ελλάδας αλλά και τις υπόλοιπες περιοχές. Στη Θεσσαλονίκη, η ομώνυμη υπηρεσία αναλαμβάνει τον έλεγχο της παραγωγής καπνού στο Σιδηρόκαστρο, τη Μακεδονία, την Ξάνθη, τη Δράμα. Αυτές ήταν αρμόδιες να προβαίνουν σε τακτικές απογραφές της παραγωγής, ώστε να μπορεί να υπολογιστεί ο αναλογών φόρος και η τελική αποκόμιση τεράστιων εσόδων για τα κρατικά ταμεία. Ο «καδής» της, απεσταλμένος μαζί με άλλον ένα υπάλληλο κατέγραφε όλες τις καπνοκαλλιέργειες και έτσι ήταν εφικτή, σε ένα υψηλό βαθμό η εξασφάλιση των εσόδων από τη φορολογία. Το 1690 και το 1697 είναι οι δύο χρονολογίες, κατά τις οποίες σώζονται τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, η οποία συγκέντρωνε πληροφορίες για τους απασχολούμενους με τον καπνό εργάτες, το είδος της καλλιέργειας που διατηρούν, πιθανούς τίτλους ευγενείας ή ακόμα και την ακριβή έκταση που διαθέτουν ως προσωπική περιουσία. Η αυστηρή παρακολούθηση όλων των καλλιεργητών καπνού, αλλά και η υψηλότατη φορολογία, η οποία περιόριζε σημαντικά το κέρδος, είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί εξ αυτών να καταφεύγουν σε πρακτικές λαθρεμπορίου από τις παραθαλάσσιες, κυρίως περιοχές, όπου και υπήρχε η πρόσβαση για τους εμπόρους του εξωτερικού.
Καθώς η παραγωγή εξελισσόταν, γινόταν κατανοητό από την πλευρά των παραγωγών πως η επεξεργασία της σοδειάς απαιτεί όχι μόνο μεγάλους χώρους με ειδικές προϋποθέσεις αλλά και τρόπους μείωσης του κόστους παραγωγής. Σημειωτέον δε, ότι από το συνολικό κόστος καλλιέργειας του καπνού πέραν των 2/3 αφορούσαν το κόστος απασχόλησης, κάνοντας ξεκάθαρο ότι η τοποθέτηση των επιχειρήσεων κοντά σε λιμενικούς σταθμούς και μεγάλες πόλεις μπορούσε νε επιφέρει τη μείωση του κόστους μεταφοράς και να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ταχύτητα στη διακίνηση του προϊόντος προς τις βιομηχανίες καπνού και τους λιανοπωλητές. Με τούτο ως γνώμονα, η Καβάλα γρήγορα θα αναδειχτεί στην περιοχή της Μακεδονίας ως το σημαντικότερο, διακομιστικό κέντρο καπνού, εισάγοντας την πόλη σε μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης. Διαδικασίες, όπως το «μπρούλιασμα», το «κρέμασμα» και η «λόκβα» απαιτούσαν εξειδικευμένες πρακτικές και έμπειρα, εργατικά χέρια.
Ταυτόχρονα, οι εταιρείες επεξεργασίας, οι οποίες πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο, επενδύουν σε μεγάλους και ειδικούς χώρους για την αποθήκευση και την προετοιμασία του καπνού. Έτσι, ιδρύονται και λειτουργούν καπνεργοστάσια, τα οποία απασχολούν πλήθος καπνεργατών. Οι τελευταίοι συρρέουν στην πόλη της Καβάλας, κατά χιλιάδες, ειδικά στη διάρκεια της περιόδου συγκομιδής, αναζητώντας εργασία στις πολυάριθμες μονάδες. Οι οικογένειες Ναλμπάντη, Φέσα, Φώσκολου, Τζιμούρτου κατασκευάζουν τις πρώτες καπναποθήκες στις συνοικίες γύρω από το λιμάνι της Καβάλας, κτίρια τα οποία σώζονται ως σήμερα αναδεικνύοντας την Καβάλα ως τη ζωντανή, ιστορική τοποθεσία της εμπορικής εκμετάλλευσης του καπνού στη χώρα μας. Ορθογώνια κτίσματα από πέτρα ή ξύλο, διώροφα με συστεγασμένα καταστήματα λιανικής πώλησης καπνού ή έτοιμων τσιγάρων έπειτα από την εφαρμογή μαζικών μεθόδων παραγωγής στις νεοσύστατες βιομηχανίες του εξωτερικού ξεπηδούν σε ολόκληρη την πόλη.
Οι καπνεργάτες αρχίζουν πλέον να αριθμούν μόνο στην περιοχή της Καβάλας αρκετές χιλιάδες. Το επάγγελμα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Όμως, η ανάγκη για μείωση του κόστους θα αποτελέσει την αιτία για την πρώτη πτώση στον αριθμό των απασχολούμενων εργατών, ενώ η πρακτική των προσλήψεων, γυναικών εργατριών με πολύ χαμηλότερα ημερομίσθια θα οδηγήσει στην εξελισσόμενη συρρίκνωση του κλάδου. Η συνδικαλιστή οργάνωση των καπνεργατών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και ύστερα θα κατοχυρώσει μια σειρά δικαιωμάτων για τους απασχολούμενους, ενώ σταδιακά κατά τις επόμενες δεκαετίες της ολοκληρωτικής εκβιομηχάνισης, οι καπνεργάτες θα αποτελέσουν ένα ισχυρά κλυδωνιζόμενο κλάδο, ο οποίος τελικά θα χάσει την αίγλη και τα προνόμιά του, ακολουθώντας τις εξελίξεις της οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε τα γεγονότα του 1927 και του 1928 με τις σφοδρές συγκρούσεις των καπνεργατών, τους νεκρούς και τις σημαντικές καταστροφές των περιουσιών και των αστικών περιοχών, οδήγησαν στην περιθωριοποίηση της τάξης των καπνεργατών και το σημαντικό περιορισμό των κεκτημένων δικαιωμάτων τους.