Μια εκτόνωση όλο γλύκα.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA 24grammata.com/ άποψη

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

Μια εκτόνωση όλο γλύκα.

Και να που όσοι απομείνουν κοντά θα είναι πια δικοί μου,

έτσι σκέφτηκε ο αρχηγός και φώτισε το πρόσωπο του, έλαμψαν ακόμα και τα σκοτεινά μάτια του.

Φόρεσε τη γυαλιστερή μαύρη κάπα του και βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Από ψηλά ένιωσε το κρύο αγέρι του φθινοπώρου, ένας πραγματικός χειμώνας ξεκινούσε.

Καιρό τώρα, περνούσε τους ανθρώπους του από ένα σωρό δοκιμασίες. Σαν στρατός, που έκανε γυμνάσια, έπρεπε να αποδείξουν τη τυφλή, παραδομένη πίστη στα ιδανικά, στις εντολές που λες κι από λάστιχο, πότε έδειχναν τεντωμένα και πότε τραβιόντουσαν και μοιάζαν με μπερδεμένο κουβάρι από πατημένες τσίχλες. Και σε αντάλλαγμα είχαν στέγη και μπόλικο φαϊ. Λίγες αληθινές πρωτεϊνες, περισσότερο ήταν οι μαγικές τρόμπες, που φούσκωναν μυαλά.

Είχαν κύκλο που μπορούσαν, είχαν το δικαίωμα, να χορεύουν μέσα του. Να ανάβουν μεγάλες φωτιές και να στήνουν πανηγύρι, ένα ξέφρενο ξεπαρθένιασμα, το κάψιμο της διαφορετικότητας.

Από την άλλη μεριά του λόφου, έδειχναν να μην αντέχουν πια τη συμμορία. Όσο τη φούσκωναν, τόσο οι γλώσσες δίχως πρόσωπο, μοιάζαν δίχαλες, έκαναν όλο και πιο αόριστες δηλώσεις.

– “Φαινόμενο περαστικό, μια φτηνή και πεινασμένη μόδα, που περνά και σβήνει… Οι νόμοι μας, αυτοί θα κάμουν τη δουλειά τους”.

Όμως τα λόγια μοιάζουν πάντα του αέρα, περαστικά δίχως μια στάλα γεύσης, γεμάτα άκαιρη ηδονή, αφήνουν αχόρταγα θηρία να ψάχνουν σάρκες. Στο τέλος να δαγκώνουν ό,τι νάναι.

νερωνας 2 δημελλας 24γραμματαΉρθαν πιο δύσκολες στιγμές, θα έπρεπε να διαλέξουν δρόμο, να πάρουν αποφάσεις και γεμίσουν από μισθοφορικούς στρατούς με σήματα του μίσους. Ένα μίσος που έδειχνε γειτονιές, ζορισμένα πρόσωπα από τα παραδιπλανά χαμόσπιτα.

Τέρμα με τα καθημερινά προβλήματα, να που θα έβαζαν λουκέτο στην πραγματικότητα. Τώρα όλο και περισσότεροι ζωνόνταν με κάπες, χρωματιστές  και μαύρες κάπες.

Όσο τα αληθινά προβλήματα έσφιγγαν σαν μέγγενη, τόσο οι συμμορίες έκαναν χαβέσι. Έγραφαν μέλη και ετοίμαζαν γιουρούσια.

Αντί οι ανάγκες να ενώσουν ανθρώπους. Αντί τα ατέλειωτα χρέη να δέσουν τα  χέρια τους σφιχτά.

Πετροβολούσαν με μανία τις απέναντι γειτονιές, έβραζαν από θυμό με κάθε περαστικό που μπορεί και να διαφωνούσε μαζί τους.

Στο τέλος κανένας δεν πάλευε πια για την αλήθεια, κανείς δεν έψαχνε λύσεις στα προβλήματα.

Μόνο στους νεκρούς δε φόρτωναν φοβίες.

Κανένας μέχρι τώρα, μοιράζοντας μαύρες κάπες, δε θα είχε καταφέρει να διαχωρίσει μια κοινωνία και να την κάνει να σκοτώνεται αναμεταξύ της.

Ο αρχηγός καθάρισε και ξαναφόρεσε τα σκονισμένα ματογυάλια του, κοίταξε την πόλη, που απλωνόταν κάτω από το μπαλκόνι του.

Έμοιαζε τόσο με το Νέρωνα ο κερατούκλης…