«ΜΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ»

24grammata.com/ κινηματογράφος

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Ο Λάκης Παπαστάθης, κινηματογραφιστής κατά συνείδηση με τις λαμπρές, φιλμογραφικές μεταφορές των έργων του Βιζυηνού άσκησε πρώτος εκείνος μια απόπειρα να μεταφερθεί το βάθος της ελληνικής, λογοτεχνικής γενιάς του 1880 στην εκράν. Και τούτο το κατόρθωσε, διατηρώντας μια ανταπόκριση ανάμεσα στο λόγο και την εικόνα. Μιλούμε για μια ανταπόκριση, η οποία δεν εξαντλείται στην αναπαράσταση περιγραφών, προσώπων ή καταστάσεων. Στην περίπτωση του Παπαστάθη αναφερόμαστε σε μια απόπειρα, στη σύλληψη με άλλα λόγια της μεταιχμιακής εκείνης κατάστασης, η οποία υπονοείται από το λογοτεχνικό δημιούργημα και αναθέτει πια με τη σειρά του εκείνο στην εικόνα να εκφράσει την αισθητικότητά του. Ο Παπαστάθης δεσμεύει τις λεπτές, φωτεινές γεωμετρίες που ενυπάρχουν σε όσα δεν λέγονται, σε όσα ο λόγος δεν καλύπτει, η στόχευσή του αφορά τη θαυμάσια τάξη των υποννοουμένων. Είναι δηλαδή στις εκφράσεις των σφιγμένων προσώπων, στην μακρινή αοριστία των βλεμμάτων, στη λευκότητα ενός χώρου ή ενός τοπίου, η οποία δεν ολοκληρώνεται σε μια χρωματική συχνότητα, μα διατηρεί μύριες αποχρώσεις που μπορούν να ερμηνευθούν μα όχι να αναδειχτούν. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η επιδίωξη του Λάκη Παπαστάθη, στη διαμόρφωση μιας κινηματογραφικής λογοτεχνίας δεν ήταν άλλη από τη σύλληψη των πιο διακριτικών γνωρισμάτων, εκείνων που σχετίζονται με τον άνθρωπο ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου. Τέτοια η δυναμική της γενιάς του 1880, του Βικέλλα, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, ώστε να μπορούμε να συνοψίσουμε πως τούτοι οι δημιουργοί κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν τη σύνθεση του «ελληνικού.» Εκείνου που εμπεριέχει το βυζαντινό λυρισμό του ζωγράφου Θεόφιλου μα και την αναγκαιότητα της επιβίωσης, όπως προέκυψε τραχιά, καθώς κάθε τι ανατολικό και ορθόδοξο, μες στα νεορεαλιστικά τοπία των αστικών κέντρων. Στο εσωτερικό του τόπου συνέβη κάποτε λοιπόν μια σύνθεση, μια γέννα με οδύνες και κραυγές. Ετούτο συγκράτησαν οι δημιουργοί των αρχών του προηγούμενου πια αιώνα.
Οι δημιουργοί για τους οποίους γίνεται λόγος, με μια αφορμή που θα αποκαλυφθεί ξεκάθαρη στην πορεία της κουβέντας μας, επιδίωξαν ταυτόχρονα έναν σαφή νεωτερισμό. Δοκίμασαν δηλαδή, εν μέσω μιας τρομερής αγωνίας να βγάλουν μέσα από το επίκαιρο το διαχρονικό, να εκμαιεύσουν διαμέσου του επίκαιρου το αιώνιο. Μοναδική χίμαιρα της τέχνης, η ουσιώδης ετούτη διαπίστωση του Γιώργου Αριστηνού, μια ομολογία, καθώς ο σημαντικός διαννοητής υποστηρίζει, να αναμιχθεί η μίμηση της πραγματικότητας με την παροδική ειρωνεία μιας ολόκληρης εποχής, καθώς και των υποψιών, οι οποίες ελοχεύουν για εκείνα που «πρόκειται.»
Την ίδια στιγμή όμως ο κορυφαίος, Σκιαθίτης δημιουργός, όπως και οι άλλοι της γενιά τους δεν δοκίμασαν παρά να συνθέσουν έναν αμορφοποίητο και ανένταχτο ακόμα εθνικό χαρακτήρα, εμπλουτισμένο με την αρχαιοπρεπή ελληνικότητα από τη μια και τον εθνικό αλτρουισμό μιας ολόκληρης, επαναστατικής εποχής. Η διεκδίκηση ενός ανεξάρτητου και αυτόνομου εθνικού κράτους, δεν θα αρκούσε. Διότι είναι κορυφαία η απαίτηση για τη συγκεκριμενοποίηση των ειδικών χαρακτηριστικών, τα οποία μαζί με τη γλώσσα και τη γενικότερη αισθητική ολοκληρώνουν την εικόνα του τόπου και των ανθρώπων του. Τέτοιο το χάρισμα της λογοτεχνικής γενιάς του ΄80, ώστε ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού που ελοχεύει μες στη ροπή προς την παράδοση δεν απασχόλησε τη δημιουργία της περιόδου. Οι άνθρωποι αυτοί, οι πιο φωτεινές εξαιρέσεις τους εκτίμησαν σε επίπεδο ικανό την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στο σύγχρονο του καιρού τους και τη ζεύξη με μια παράδοση ισχυρή, σχεδόν ακλόνητη, θρυλικό απόφωνο διαρκώς, εναλασσόμενων, ιστορικών περιόδων. Η λογοτεχνική παραγωγή του 1880 διέθετε τα ερεθίσματα, μα και το καθάριο έδαφος, εκείνο που απαιτείται προκειμένου να σπαρθούν οι καινούριες διεκδικήσεις, τα νέα είδωλα. Κάπως έτσι προχωρεί η τέχνη που δεν εξαντλείται στην εξυπηρέτηση του ίδιου του σκοπού της. Υψηλή επιδίωξη βεβαίως μα πάντοτε ρεαλιστική. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο άνθρωπος του ελλαδικού χώρου προκλήθηκε να θέσει τους στόχους, να ορθώσει την εικόνα και το ανάστημά του σε κλίμακα παγκόσμια. Εξέφρασε δηλαδή εκείνη την εθνική αυτοπεποίθηση που τόσο χρειάζεται προκειμένου να οριστεί το ευρύτερο και ολοκληρωμένο διαμέτρημά του. Υπήρξαν με άλλα λόγια πρωτογενή τα υλικά για να οικοδομηθεί ο Έλληνας της καινούριας εποχής και οι λογοτέχνες της περιόδου τα αξιοποίησαν με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο. Στάθηκαν στο ιστορικό ύψος των περιστάσεων  και έφεραν στο φως, τα εθνικά χαρακτηριστικα, εκείνα τα οποία έμελε να μας συντροφέψουν ως τις μέρες μας, παρά τις επικλήσεις περί αναχρονισμών και νέων αναζητήσεων.
Τούτη η δική μας εποχή δεν μπορεί να μιμηθεί τη δημιουργία των αρχών του αιώνα. Η χριστιανικής προελεύσεως ταπεινοφροσύνη του Παπαδιαμάντη, η θλιβερή αγωνία του Βιζυηνού που εισηγείται διακριτικά το νεορεαλισμό του Χατζόπουλου και αργότερα του Καραγάτση, δεν μπορούν να επαναληφθούν. Και τούτο όχι γιατί δεν αφθονούν οι σπουδαίες γραφίδες στον καιρό μας, ή γιατί στερούμαστε της εμπνεύσεως. Μα σε τούτο το σταυροδρόμι το αξιακό στο μέσον του οποίου εξαντλούμαστε, το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την αναζήτηση και τον τελικό προσδιορισμό μιας οριστικής κατεύθυνσης. Έπειτα λυτρωμένη η δημιουργικότητα θα ξεχυθεί, όχι από σχισμές και ασφυκτικές χαραμάδες μα μέσα από ψηλές και ξεκάθαρες οδούς. Σε τούτη την αναζήτηση, η οποία ακόμη και αν φαντάζει μια γενίκευση, διατηρεί μια ισχυρή δυναμική η τέχνη καλείται να αυτοκαθοριστεί εκτιμώντας, όντας ζωντανός οργανισμός τα πιο αξιόλογα στοιχεία της επικαιρότητας. Μα θα ήταν άδικο αν σε τούτη τη διεργασία θεωρούσαμε άχρηστα και περιττά τα στοιχεία που κατοχυρώθηκαν μες στην παράδοση, κατά την πάροδο των ετών. Η σύνθεση μεταφράζεται ως ενότητα. Και τούτη η τελευταία, τονίζει ο Αριστηνός συνιστά τη μόνη μοίρα, έναν μονόδρομο πεπρωμένου. Οφείλει κανείς να εκτιμήσει με νηφαλιότητα τις απαιτήσεις του καιρού, μα και να διαπιστώσει τα αντίδωρα του χρόνου. Η λαϊκή τέχνη, αποτυπώνοντας μια στιγμή μες στην ιστορική πορεία του κόσμου είναι μια κάποια λύσης, αν όχι η πλέον ενδεδειγμένη. Μα η νέα προσωπογραφία θα πρέπει να έχει μια άλλη έκφραση, να συνοψίζει νέες, συναισθηματικές αρχές, επίκαιρες, σύγχρονες, οικείες στην τραγωδία και το όραμα τούτου του καιρού. Και ας ερίζουν πολλοί πως το τελευταίο χάθηκε οριστικά. Απλά ακυρώθηκε και η τέχνη συμπάσχει. Το νέο δόγμα, η νέα διεκδίκηση διαμορφώνεται, καθορίζεται για να ξεπροβάλει κάποτε νέα και να αναδειχτεί μέσα από το λόγο, έναν λόγο νέο που όπως λέει ο Σαραντάρης, θα ζητήσει να εξαπλωθεί ακόμη παραπέρα από τα σημερινά, ψυχολογικά και αισθητικά του όρια.
Ζητούνται ανιχνευτές, λοιπόν και όχι τιμητές. Η τέχνη διαθέτει το προσόν της αυτοκάθαρσης, της αναμόρφωσης και μετρά περισσότερες ζωές, πάντα ζωντανή, ακμάζουσα ή όχι, ακόμη και από το λιθογραφημένο, φαραωικό σύμβολο.