Πως είναι να κλέβεις, να βασανίζεις, δυό γέρικες ψυχές;

24grammata.com- γνωμες

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Η Θάλεια έχει άνια, όχι βαριά, αν ψευτοκουβεντιάσεις μαζί της ίσως να βγάλεις και ένα δάκρυ, για αυτό που έρχεται και το λένε χρόνο, μα θα σε συνεπάρουν τα αστεία λόγια, το χάσιμο της, στο τέλος θα βάλεις τα γέλια, προσπερνώντας μια μισότρελη.
Οι δύο αδελφές, χαμηλά στην Καλλιθέα, ζουν σαν μικρά φαντάσματα μέσα στην πόλη, κάτι ανήψια πάνε και έρχονται, τζαναπέτες οι βαριεστημένες υποχρεώσεις.
Το σπίτι τους μιλά, ψιθυρίζει μέσα στα χαλάσματα, σαν να βγάζει ασθενικά χεράκια ο σάπιος τοίχος, να στα μπήγει μέσα στο μυαλό, σαν να θέλουν οι σοβάδες να σε κουκουλώσουν,  εδώ το παρελθόν ξαπλώνει, μπρουμουτίζει πάνω σου.
Ληγμένα φάρμακα, σκοροφαγωμένες κορδέλες, ραδιόφωνο με λάμπες, παγωμένο ψυγείο και μια τηλεόραση να στάζει,
ατέρμονη η ερημιά. Είναι τα παράγωγα μούχλας, που κάνουν τον εισπνεόμενο αέρα τόσο αφόρητο.
Εκείνες, κοριτσάκια, καθισμένες στα κρεβάτι, περιμένουν, κάτι είναι που ελπίζουν, να περάσει, να σταθεί, μέσα στον τριμένο χρόνο τους.
Μια ραπτομηχανή μηχανή, ένας θολός, σπασμένος καθρέφτης, ένα ξεχαρβαλωμένο έπιπλο. Απέραντη γρουσουζιά σαν θάλασσα.
Όλα χάσκουν, με την γλώσσα υγρή, με τα σωθικά νωπά βγαλμένα.
Στον πίσω τοίχο, στον ακάλυπτο, εκείνον που μάθαμε να μας ανήκει αλλά τον θωπεύει ο γείτονας, τέσσερα υπόλοιπα ανθρώπων, θλιβεροί κλέφτες, κατέβηκαν ψάχνοντας ότι τρώγεται, ό,τι καταβροχθίζεται, ό,τι μπορούν να αρπάξουν.
Χωρίς καμμιά αιδώ, μπούκαραν στο σπιτάκι, έδεσαν της δυό αδελφές, τις χτύπησαν στο σώμα και το πρόσωπο, έκαναν το παλιό, ξεχασμένο τάφο τους να μοιάζει με αχυρώνα, σαν σταύλο ψόφιων ζώων.
Το σχέδιο μελετημένο, πάνε μέρες που οι κλέφτες έκαναν έφοδο στην σακατεμένη λεία τους, είδαν πως υπάρχει κάτι να αρπάξουν, τουλάχιστον θα χτυπήσουν με χαρά και άνεση.
Βάναυση η κακοποίηση στο πρόσωπο της μικρότερης αδελφής, από την στεγνή σάρκα της, ξέσκισαν κάθε ρυτίδα, έσταζε μαύρο, το κόκκινο αίμα.
Ένα αυτοσχέδιο παραμύθι τις έσωσε. Πρόλαβε να ψελίσει για τις φανταστικές, κρυμμένες λίρες, για τον θησαυρό που έκρυβαν, μίλησε στους ληστές  αόριστα, για κάποιον θαμμένο θησαυρό.
Μια παλιά ιστορία αφρίζει στο μυαλό, ήταν η μάνα των γυναικών
που έκρυβε επιμελώς τα χρήματα, την προίκα τους.
Όταν τα ανακάλυψαν, θαμμένα, ήταν σκόνη, είχαν διαλυθεί, έμειναν μόνο τα τρίμματα, σαν αποκαίδια χαλασμένων φρυγανιών.
Μα οι ληστές είχαν χαβέσι.
Άρχισαν το σκάψιμο, στο τέλος έμειναν οι αποτυχημένες τρύπες στο παρτέρι της αυλής, ξεσκάλισαν από τα ντουλάπια με τα ξασπρισμένα ρούχα λίγοστα ευρώ, άρπαξαν και τα ενθύμια, τους μαλαματένιους σταυρούς των γυναικών, διέφυγαν,
εγκαταλείποντας τες σε μαύρα χάλια.
Τα χρόνια πνίγουν, στενεύει το σώμα, πλέει μέσα στον κόσμο μας, δεν θέλουμε το ρυτιδιασμένο άνυδρο μυαλό.
Γυναίκες περασμένης ηλικίας, κλουβί ενός ανόητου κατασκευαστή, το μηχάνημα της μνήμης, μπλέκει την αδυναμία μέσα στα γρανάζια μιας καθυστερημένης αναγνώρισης.
Αν ζούσε ο αδελφός, αν είχαμε την μάνα, αν είχαμε βρεί γαμπρούς, μα έτρεξαν τόσο εκείνα τα αν, σαν νερό  χρόνια, γεμάτα,
έδειχναν ατελείωτα, μηλιές, χρυσόμηλα οι σκέψεις,
ενώ σε κάθε άγγιγμα ένα μικρό φιλί, ο αποχωρισμός.
Πέρασα την σκουριασμένη ξωπορτιά, ξαναμπήκα στο τώρα, ο δρόμος άδειος, φοβισμένος, πιο τρομαγμένος από την Θάλεια, πιο σκούρος από τους έρημους κάμπους της κουζίνας.

Πως είναι άραγε να κλέβεις, να βασανίζεις δυό γριές ψυχές;