Μικρές Αμαρτίες, Μεγάλων ημερών.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA 24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες
κείμενο: Μανώλης Δημελλάς

Έπαιρνε το καφεδάκι του, απέναντι από τον ΟΑΕΔ, σε ένα προάστειο της Αθήνας, μια συνήθεια που τραβούσε πολλά χρόνια και δεν έλεγε να την αλλάξει. Γιατί άλλωστε να έφτιαχνε αλλιώς το χρόνο του, αναρωτιόταν, χαζεύοντας την ουρά των ανέργων.

Κανείς δεν σώθηκε με λιγοστές δεκάρες, αν υπάρχουν, στο τρύπιο πορτοφόλι, ο ελληνικός καφές είναι σταθερή και σίγουρη επένδυση.

Τζέντλεμεν στην καθιερωμένη συνάντηση και όλα τα υπόλοιπα, “αγόρια” της παρέας.

Ο μικρότερος ξεπερνούσε τα –ηντα, αλλά τα μάτια τους έπαιζαν, κάθε που πέρναγε μια νεαρή, κουνιστή τσαχπίνα, από τα καπνισμένα, θολά τζάμια του μαγαζιού. Κρίση-ξεκρίση, με το καλοκαιράκι να κλείνει το μάτι, τα ρουχαλάκια και πάλι κοντένουν και στενεύουν, παίζοντας επικίνδυνα παιγνίδια με τη φαντασία.

Το σημερινό ραντεβού ήταν κρυφό, γεμάτο μυστικά, είμαστε μια ανάσα από τη Μεγάλη Βδομάδα και τώρα γράφονται οι πιο γλυκειές αμαρτίες.

Σχεδίαζαν την έξοδο των Άγιων ημερών, κάθε τέτοια εποχή, έκαναν τη ζαβολιά τους. Την ώρα του μεγάλου, συλλογικού μας πένθους, εκείνοι τραβούσαν γραμμή, για τον πονηρό κινηματογράφο της γειτονιάς. Όταν ακόμα μύριζαν λιβάνι οι εισόδοι των σπιτιών, εκείνοι συνόδευαν τη θλίψη με ψεύτικες ερωτοτροπίες, δύο διαστάσεων.

Άναβαν και έσβηναν, τα τσιγάρα σαν σχολιαρόπαιδα, παράνομο και αυτό το σπορ, έλα που η απαγόρευση κάνει την αμαρτία σκέτο θυμαρίσσιο μέλι.

Χωμένοι σε μια εφημερίδα, ψάχνουν τους πονηρούς κινηματογράφους, εκείνους με τις ταινίες “τεσσάρων εποχών και τριών αστέρων”, και κρυφογελούν με τα κιτρινισμένα μουστάκια τους.

Μα τέλειωσε και αυτή, η ιστοOLYMPUS DIGITAL CAMERAρία των μυστακοφόρων, ξέμειναν μερικοί, λες και είναι από άλλο παραμύθι, όπως ετούτη η σχεδόν αδιάντροπη παρέα, να θυμίζουν τις μέρες που η πολιτική είχε συμβολισμούς ουσίας, σήμερα είναι που το πρώτυπο παραπαίει, ανάμεσα στο ξηρισμένο, το γδαρμένο ή το ψεύτικα φουσκωμένο  σώμα ή μυαλό.

Ζήτησαν από τον καταστηματάρχη ένα μολύβι και σημείωναν, κάνοντας μεγάλους κύκλους, εκείνη την πιθανή προβολή, που θα γλιστρούσαν, παρασυρμένοι από αναλλοίωτα, ανίκητα πάθη, στα δίχτυα της μαγικής οθόνης.

Λιγοστοί οι ιδιαίτεροι, ερωτικοί κινηματογράφοι, απέμειναν να θυμίζουν άλλες εποχές, με τα πάθη περισσότερα ή ίδια με το σήμερα, όμως πιο κρυφά και σίγουρα λίγο περισσότερο αθώα.

Ένα σωρό από εκείνα που γίνονται ούτε που ξεστομίζονται, και τις περισσότερες φορές, λέγονται φωναχτά, όλα αυτά που ποτέ δεν θα γίνουν.

Έτσι και τα γεροντάκια στο καφενείο, σιγοκουβέντιασαν για κάτι που δεν φαίνεται να ξανακάμουν, μεσημέριασε, έφυγαν βιαστικά για το σπίτι, δεν αστειεύονται, ούτε χαρίζονται οι σύζυγοι σε τέτοιες ηλικίες.

Απέναντι, η ουρά για τον ΟΑΕΔ, δεν λέει να σπάσει, νέοι οι περισσότεροι, ούτε για Πάσχα και γιορτές, μα ούτε άλλες, πιο πονηρές, σκέψεις φαίνεται να παράγουν.

Όση φασαρία έκανε η τρίτη ηλικία, μέσα στη παράνομη κουβέντα της, άλλο τόσο ήσυχοι και σιωπηλοί οι νέοι, με το βραστό αίμα, στέκουν στην σειρά του πεζοδρομίου.

Δεν είναι ίδιο αυτό το Πάσχα, μοιάζει, με τα υπόλοιπα, δείχνει να κάνει κύκλο το ρέμα του χρόνου, στο τέλος όμως να παρασύρει και να πνίγει τις γενιές.  Σαν να μην υπάρχουν πια Μεγάλες μέρες.

Κοίτα που μοιάζει με αντίσταση, η θύμηση του τσοντάδικου της Πειραιώς.