Ο Αρχηγός

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Το πλήθος παραληρούσε. Εφώναζε συνθήματα, χειρονομούσε, σήκωνε στους ώμους τους νικητές, τους εκλεγμένους βουλευτές, τους επευφημούσε, συνθηματολογούσε τα ονόματά τους, υπήρχε μια ατμόσφαιρα γιορτινή. «Το κράτος στο λαό!», «Τέλος στην κλεπτοκρατία!» και άλλα τέτοια δονούσαν τον αέρα. Στους γύρω δρόμους είχαν μαζευτεί οι φανατικοί οπαδοί του κόμματος. Ζητούσαν, καθώς στις αρένες να αντικρίσουν τον αρχηγό. Τούτα έκαμαν και κινούσαν μεγάλα, γαλάζια λάβαρα με εμβλήματα, κράδαιναν τις θεόρατες αφίσες με τους εργάτες, τους πηχυαίους τίτλους. Σε λίγο, επρόκειτο να εκφωνηθεί το πρώτο διάγγελμα. Και όχι ένα διάγγελμα απλό, όπως αρμόζει στις μεγάλες, χριστιανικές εορτές, μα ένα διάγγελμα πρωθυπουργικό, στομφώδες, όλο αυτοπεποίθηση, διότι τώρα ο αρχηγός, δεν ανταγωνιζόταν σε επίπεδο προεκλογικό, μα είχε ήδη κατακτήσει επάξια τον υψηλότερο θώκο. Υπήρχε λοιπόν μία αναστάτωση ευχάριστη, μία παλινωδία, μια ασυδοσία στην έκφραση της χαράς. Και ήταν λογικό και σε κανέναν δεν προξενούσε εντύπωση η εκκωφαντική μουσική με το επαναστατικό ύφος, οι νεαροί που στόλιζαν τα οχήματα στους γύρω δρόμους με λογής, κομματικά διακριτικά, μια τέτοια αναταραχή ήταν επακόλουθη και ευπρόσδεκτη.
Κάποιον έστειλαν να καλέσει τον αρχηγό. Ήταν ένας γηραιός άνδρας, με χαμηλό ανάστημα, τον οποίο όλοι εναγκαλίζονταν και τρυφερά χαιρετούσαν. Εκείνος, ολοφάνερα συγκινημένος, καθώς αξίζει σε κάποιον που έχει δοθεί μια ολόκληρη ζωή σε έναν αγώνα τέτοιο, πολιτικό, με όραμα λαϊκό. Περπάτησε στον ήσυχο διάδρομο. Χτύπησε με τρόπο την πόρτα, με χέρι τρεμάμενο τη χτύπησε, διότι πια δεν κατευθυνόταν στο γραφείο ενός αρχηγού, μα στο πρωθυπουργικό γραφείο και τούτο από μόνο του επέβαλε μια κάποια κομψότητα. «Σας καλεί το πλήθος», σχολίασε χαμηλόφωνα, υποκλίθηκε ελαφριά, σχεδόν γελώντας και έφυγε ξανά προς την έξοδο. Δεν πρόλαβε λοιπόν να δει, δεν πρόλαβε να διακρίνει την ταυτότητα εκείνου του γηραιού άνδρα που συνομιλούσε μες στο ημίφως με τον αρχηγό. Άκουσε μόνον τις φωνές τους, κοντοστάθηκε και με αμηχανία βάλθηκε να διακρίνει εκείνα που με τόση σοβαρότητα συζητούσαν. Το πλήθος έξω παρέμενε φλογώδες, έτοιμο να εορτάσει με ακόμη περισσότερο ζήλο και ευθυμία την αναπάντεχη, την αυτοδύναμη εκλογή.
«Είναι εύκολο να προβείς σε λάθη, οι εκτιμήσεις σου, τα έργα σου, οι προθέσεις σου ακόμα, είναι τόσο εύκολο να προδοθούν, να διαψευστούν με βαναυσότητα, να καταρρεύσεις και να χαθείς. Είναι τόσο εύκολο. Το παράδειγμά μου, εννοώ η περίπτωσή μου πρέπει να αποτελέσει έναν οδηγό, οδηγό αποφυγής για την ακρίβεια.»
Η χροιά της φωνής του φάνηκε γνώριμη, οικεία, κάποτε την είχε ξανακούσει εκείνη τη φωνή, δεν υπήρχε αμφιβολία. Πήγαινε καιρός που η φωνή αυτή, σαν να είχε πεθάνει και ποτέ πια, από τότε δεν την είχε διακρίνει μες στη φασαρία, μες στην πόλη, στις ανθρώπινες διελεύσεις. Άκουσε ξανά τον αρχηγό που μιλούσε, με το ύφος να μαρτυρά έναν κόπο  και ένα δισταγμό επίμονο, βαρύτατο.
«Υπηρετώντας το φιλελευθερισμό, εννοώ ακολουθώντας τις επιταγές της ιδεολογίας, είναι δυνατόν ετούτη να αποτελέσει λύση ουσιαστική, να επικρατήσει, καθώς η λογική ή ο θυμός.»
Σκέφτηκε τη λέξη, τον όρο με όλη του την επιστημοσύνη, είχε ακούσει ξανά να μιλούν για τούτη την ιδέα, είχε παρευρεθεί ο ίδιος στον τραγικό ενταφιασμό της, κάποιοι έλεγαν πως επιζούσε ακόμα μεταμφιεσμένη άλλοτε με κουρέλια και άλλοτε πάλι με ακριβά υφάσματα. Τώρα η φωνή του άνδρα ήταν αναγνωρίσιμη. Κράτησε την ανάσα του, καθώς ο κρυπτόμενος εν ώρα ερεύνης, καθώς εκείνος που μαρτυρεί κάτι σαν θαύμα ή ας πούμε ένα φαινόμενο ανεξήγητο.
«Να υπηρετήσεις το λαό, όχι την ιδεολογία, να είσαι με τους αδύναμους, με τους κλονισμένους, με εκείνους που αδικούνται. Να μην κάνεις λάθη ίδια με μας, να μην εμπιστευτείς τους συμβούλους, τους ειδικούς, τους κόλακες. Λοιπόν, αρκετά με όλα τούτα. Δρόμος για μεταστροφές και μετάνοιες δεν υπάρχει.»
Άκουσε την πόρτα που έκλεισε δυνατά, είδε τον αρχηγό που τρεμάμενος κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα περπάτησε αποφασιστικά προς την πλευρά του εξώστη, ακούγοντας όλο και πιο δυνατά, με περισσότερη αγωνία το πλήθος που ιερουργούσε. Κοίταξε τον γηραιό άνδρα. Δεν μίλησε. Αισθάνθηκε σαν να γραφόταν εκεί ενώπιόν του όλη η ιστορία τούτου του κόσμου. Έπειτα πήγε με τρυφερότητα πλάι στον αρχηγό, τον είδε που έκλαιγε, που κοιτούσε με αγωνία μέσα από τα κλειστά παράθυρα, που έτρεμε την κρίση του μέλλοντος.
«Σεβάσου τα τραύματά μας», του είπε ο γηραιός άνδρας και τον οδήγησε εκείνος εμπρός στο λαό, που κρατούσε το ομοίωμα ενός πράγματος με γραμμένη τη λέξη «δοκιμασία» επάνω, καθαρά. Ο αρχηγός βγήκε ενθουσιασμένος με σαφές το βλέμμα, ακέραιος, ολόκληρος, δίχως τίποτε ψευδές, δίχως τίποτε. Ο γηραιός άνδρας τον χειροκροτούσε με ένταση και κέφι. Μόνο όταν φάνηκαν πλάι του οι σύμβουλοι, οι μυστικοί, οι κομματάρχες, τινάχθηκε, τρόμαξε, έπαψε το χειροκρότημα και έκανε να φύγει. Μα ήταν αργά. Ο αρχηγός ήταν νεκρός. Ζήτω ο αρχηγός! Ένα κλίμα αποκατάστασης είχε πια εδραιωθεί, η παλαιά ευμάρεια, η γαλήνη είχε επικρατήσει. Ως την επόμενη φορά, έλεγαν κάποιοι που γνώριζαν και σώπαιναν, σαν να περίμεναν ένα γεγονός ή την επιβεβαίωση ενός ας πούμε, σεισμικού δελτίου.
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΓΕΥΜΑΤΙΖΕΙ ΣΕ ΑΚΡΙΒΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ», «ΕΚΤΑΚΤΗ ΚΑΙ ΣΕΜΝΗ Η ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑ», «ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ, ΕΤΩΝ 12», «ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΜΑΔΟΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ», «ΖΩΗ ΝΟΜΑΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ», και άλλες τέτοιες παλινωδίες πήραν να γράφουν ξανά οι εφημερίδες. Τις διάβαζε ο γηραιός άνδρας που είχε πια χάσει τη θέση του, τις διάβαζε και κάθε τόσο λυπόταν για εκείνο το ρητό περί της γεωμετρίας του κύκλου και της φαυλότητάς του, λυπόταν και ήξερε πια, εγνώριζε δηλαδή καλά, πως δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από εκείνους που πιστεύουν σε αρχηγούς και τα χέρια τους είναι αιχμηρά και πώς να πιαστούν για να δείξουν πως μόνιασαν.

Οι φωτογραφίες είναι του  Μανώλη Δημελλά