«Ο ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ ΒΑΘΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ»

ernesto-sabato-24γραμματα24grammata.com- ιστορία της λογοτεχνίας

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο Ερνέστο μιλά τη γλώσσα της Αργεντινής. Πάει να πει τιμά την εθνική του καταγωγή με τρόπο απόλυτο και μνημειώδη. Πρόκειται περί μιας ιστορικής, κοινωνικής και ανθρωπολογικής μαρτυρίας γύρω από το πρόσωπο της Αργεντινής. Το θαυμαστό πραγματικό της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας αντικαθίσταται από την παραδοξολογία της ζωής. Ο Ερνέστο αφήνει τρυφερά κενά μες στην ιστορία του, ίσως πρόκειται για μια από εκείνες τις στιγμές που κανείς συνειδητοποιεί πως οι ζωές είναι πράγματα ασύλληπτα και δεν περιγράφονται ποτέ αυτούσιες ή με όλες τις εντάσεις και τις υποτονικότητές τους. Ο Ερνέστο φωτογραφίζει το Μπουένος Άιρες. Οι δρόμοι, οι διασταυρώσεις, τα κτίρια, η αίσθηση του μπαρόκ για μια μητρόπολη που χάνει την αίγλη της αλλά διατηρεί πάντοτε εκείνα τα ασίγαστα κατάλοιπα της αριστοκρατικής της προέλευσης. Ο Ερνέστο που επωμίζεται το βάρος της τύφλωσης, ο Ερνέστο παρών στην τελευταία φωτογραφία της οικογένειας Βιδάλ, ο γέρος στρατηγός, η τυφλή γριά, η Αλεξάνδρα, η Χεορχίνα. Στην άκρη της αναπαράστασης ο θρυλικός Φερνάντο, μια προσωποποίηση της πόλης και των παθών της. Ο Φερνάντο που διατηρεί έναν άφταστο κυνισμό, ο Φερνάντο που διδάσκεται τις κινήσεις των ίππων και των στρατηγών, την αγωνιώδη ακινησία του βασιλικού ζεύγους, η γραμμή της άμυνας που στενάζει, από τους πύργους οι υψωμένες σημαίες, πίσω τα σύνορα της Βολιβίας, μια σκιά για να ταφούν τα οστά του στρατηγού. Ένας ολόκληρος κόσμος θαμμένος στα σύνορα της Βολιβίας και πέρα η σκόνη και το κουρνιαχτό των οπλών καθώς απομακρύνονται οι τελευταίοι της τάξης. Ο Ερνέστο που ορισμένες στιγμές ενδύεται το χαρακτήρα του Μπρούνο, του έφηβου Μάρτιν στη μεγάλη λεωφόρο καθώς παρακολουθεί τις εισόδους των κτιρίων με τους αναρίθμητους ορόφους, ψηλοί πυργίσκοι στο ύψος που κόβονται οι ανάσες με σήματα και πομπούς για τις διελεύσεις των χαμηλών πτήσεων. Ο Ερνέστο που φεύγει νωρίς το πρωί με το μεγάλο καμιόνι για τη γη της Παταγονίας, τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα δίχως σταμάτημα μες από την ατέλειωτη πάμπα  κατά το Βορρά ο Ερνέστο με την εθνολογική ανάμνηση ενός σλαβικού προσώπου, αφάνταστα θλιμμένου προσώπου, ο Ερνέστο, ως άλλος Μάρτιν αναχωρεί για εκεί που μαίνεται το κρύο. Αφήνει πίσω τη συνοικία της Λα Μπόκα, τα πολυεθνικά συμφέροντα, τη φωτογραφία του θείου Λένιν και άλλη μια κοντά στο Παρατηρητήριο, στο φόντο η τρελή που δεν εγκατέλειψε ποτέ το ταπεινό εκείνο δώμα. Ο Ερνέστο που περιγράφει την πτώση και το εθνικό δράμα, ο Περόν με το θηριώδες χαμόγελό του και τα λευκά απογεύματα με τις μητέρες στα προαύλια, στεγνωμένα δάκρυα και οι φωτογραφίες των νέων που ρίχτηκαν στη θάλασσα αργά τη νύχτα. Ο Ερνέστο μιλά για πράγματα ταραχώδη που τρέμοντας μας γυρνούν πίσω στις μεγαλειώδεις εκστρατείες και τον πόθο της αυτονομίας, τα ισπανικά οικόσημα και οι καλπασμοί πλάι στα ποτάμια, ήσυχα ποτάμια ακίνητα κάθε που περνούν οι κυνηγοί. Και κάθε φορά οι λύκοι και τα πεσμένα κεφάλια, ο Ερνέστο με το γεωμετρικό όργανο που καθορίζει σύνορα, όχι εθνικά μα ανθρώπινα, ο Ερνέστο που δεν αγαπά καθόλου τους τυχοδιώκτες, τους δειλούς, τους ανθρώπους με τον πυρσό στο χέρι που φέγγουν ψηλά τις φωλιές της Περσεφόνης. Εκεί βρίσκεται κρυμμένη η Αλεξάνδρα, εκεί διαλυμένη η ύπαρξή της που αποτυπώνει διάφανα την αποδιαρθρωμένη ψυχή της Αργεντινής. Ο Ερνέστο με τσακισμένα τα χέρια, κλεισμένος μες στα σύγχρονα αδιέξοδα του καιρού, κλειστά, σκοτεινά δωμάτια με μυστικά ανοίγματα, ο άγιος Ερνέστο που μίλησε για τις φωτιές και τη σκουριά, τα σκονισμένα έπιπλα, τα ρημαγμένα δέντρα, γυρτά από τα χρόνια, στο βάθος η Αλεξάνδρα, ξανά, με τα πατρικά χαρακτηριστικά, χρόνια που αυτοκτόνησαν μες σε τρομακτικές φωτιές. Κανείς, δεν υπάρχει κανείς για να μιλήσει ο Ερνέστο, ακρωτηριασμένος παρακολουθεί τον στρατηγό που απομακρύνεται πάνω στο περήφανο άλογο και πέρα όλα γερασμένα, ο καιρός, τα ξύλινα σπίτια, τα ξύλινα μάτια, βαθιά πληγωμένα από μέσα, όπως καθρέφτες. Ο Ερνέστο που θυμάται τον καιρό της θύελλας, την απελπισμένη θάλασσα, τη φωτισμένη πόλη από τον εξώστη του ξενοδοχείο «Mirador», τα παλιά άνεργα πλοία, τα μνημεία της πόλης φλέγονται, η νεότητα χαμένη μες στην πρωτοπορία τύπου Ρενέ Κλαιρ και οι ρυτιδωμένες μορφές που πεθαίνουν ευλογημένες τα απογεύματα κάτω από τα βόρεια λιοπύρια. Ο Ερνέστο που φωτίζεται σαν τον Νάρκισσο μες στα βιβλία και τους μύθους, καθρεφτίζεται μες στην ίδια την οικογένειά του, άλλη διέξοδος δεν υφίσταται από τούτη τη δυσπραγία. Και λυπημένος πεθαίνει μες στο χρυσό κλουβί του Μπουένος Άιρες, καθώς ασημικά, στρατηγοί, πουλιά και οράματα. Ο Ερνέστο χαμογελά, στους τοίχος πάντα χαραγμένοι οι χρησμοί και η ιστορία. Ο Ερνέστο στο μέσον όλων των καιρών, εμπρός στις μεγάλες πολυκατοικίες ο Ερνέστο και τις πάλλευκες, ερειπωμένες μαρίνες.