Ο Παύλος

009_296_426_90γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Παύλος πάντα επιστρέφει μες στην καρδιά του χειμώνα. Μέσα απ΄την αθηναϊκή σκόνη ο Παύλος προβάλλει σαν όραμα. Είναι λαμπερός, ένας αγέραστος σταρ, μ΄ωραία χαρακτηριστικά, με μουσικές, μες στον θρίαμβο. Διασχίζει την πόλη, αφιερώνει τραγούδια σε κορίτσια που τ΄όνομά τους αρχίζει από Κ. Κάθε τόσο το πλήθος κατακλύζει τις πλατείες της πόλης. Ο Παύλος παίζει τ΄αγαπημένα του μπλουζ, απ΄αυτή του τη θέση μπορεί να γίνει μάρτυρας της ομορφιάς που ο Μάρκος Βαμβακάρης αγναντεύει στα κορίτσια της εποχής του μέσα απ΄τα σφαγεία αυτής της πόλης. Οδοί Θεμιστοκλέους, Ανδρέα Μεταξά, Μάρνη. Στη σκηνή του σφραγισμένου Ρόδον ο Παύλος παραχωρεί την ύστατη συναυλία του. Δίχως περιττά στολίδια, ο Παύλος ανεβαίνει μία προς μία όλες τις κλίμακες, χαλώντας τα μονοπάτια, βεβηλώνοντας τη χόβολη των σπιτικών. Στη μία και μόνη επιστολή που διασώζεται ο Παύλος γράφει απ΄ανάγκη. Παλιοί επαναστάτες του σφίγγουν το χέρι, τον συμβουλεύουν για την υγεία του που έχει γίνει τόσο εύθραυστη μετά το θάνατό του, ζητούν να μάθουν για την έρημο, το τίποτε, τις χώρες που γνώρισε στα ταξίδια του εδώ και χρόνια. Όμως εκείνος με την παλιά του κιθάρα γυρνά τα στέκια των αρρώστων. Οδοί Ευρυπίδου, Σοφοκλέους, Γερουλάνου. Οι φίλοι του Παύλου γυρεύουν μια αιτία για ν΄αφήσουν τις τρομερές τους συνήθειες. Με μια αφορμή, μονάχα με μια αφορμή, θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη ζωή στους δρόμους, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις τόσο πρωτόγονες συνήθειές. Τον έρωτα και τ΄όνειρο Παύλο.
Χτυπά το ηχείο της ξεφτισμένης του κιθάρας. Τέτοιες παρελάσεις μυστικές θα δεις αργά τα ξημερώματα του Σαββάτου να λαμβάνουν χώρα έξω απ΄τα θρυλικά κτίσματα. Μες στα πορνεία τα δίχως τοίχους, επανέρχεται ξανά η τρυφερότητα μιας άλλης ιστορίας, χαμένης εδώ και μια ολόκληρη γενιά. Θυμήσου, ο Παύλος συγκρατεί ακόμη την πεποίθηση που θέλει την ακραία δυνατότητα της ποίησης και της καρδιάς πάντα εφικτή. Αυτός ο Δον Κιχώτης των Αθηνών πάντα με ανεμόμυλους και σκόνες πάλεψε, μ΄ανδρείκελα και σύμβολα του κράτους, διδάσκοντας εκείνη την ιερή λατρεία για τη ζωή. Και έτσι όπως σαν ρεύμα ανάβει πάντοτε την πόλη, ο Παύλος, σαν άλλος Κεμάλ παλεύει με τους καιρούς, προκαλεί ανατροπές, ξυπνά τα πάθη ενός μύθου νεανικού. Κάθε τόσο το πρόσωπό του φωτίζεται απ΄τις λάμπες του θεάτρου που επιμένει. Κάθε τόσο, ακίνητος σαν αιωνιότητα δακρύζει για τα παιδιά αυτής της πόλης, ήρωες μιας τραγικής, αστικής εποποιίας. Η Γιόλα τον χαιρετά απ΄τους εξώστες, παίζοντας ξέφρενες ροκ μελωδίες, φτιαγμένες από ρεύματα ηλεκτρικά. Μόλις νυχτώνει ο Παύλος αναχωρεί για τον Κόκκινο Μύλο. Μόνος μες στα νυσταγμένα λεωφορεία σκορπά όπως τ΄όνειρο. Εγκαταλείπει τον ιστό της πόλης, κρύβεται μες στα δροσερά περιβόλια των προαστίων, είναι ένας άγιος των παιδιών. Στ΄όνομά του τελούνται επιμνημόσυνες δεήσεις πνιγμένες στο αλκοόλ και εκείνη την ουσία που μας κρατά ζωντανούς. Η Κατερίνα προσμένει στη στάση με τ΄άνθη για τη μνήμη του. Είναι μια άλλη Κάρμεν κατεστραμμένη. Στην Πατησίων έχει αφήσει φίλους, εποχές, καμένα φιλμ από τα ταξίδια.
Μου ΄πες θα φύγω. Έτσι και εγώ που ακόμη δεν μπορώ να σε πιστέψω σου φέρνω λίγα λουλούδια. Στέκω στην πύλη, χάνομαι σαν σήμα, κερδίζω κάθε τόσο με κόπο τον εαυτό μου. Τώρα ξέρω πού γυρίζεις τις νύχτες. Είναι δωμάτια εφηβικά, παλιά νεοκλασικά με ηδυπαθή σαλόνια, γεμάτα ελάσσονες ποιητές και ερωτευμένους. Την Ιουλιέτα του Λύτρα, τον Αλέξη Τραίανό με κατάκοπα χέρια, τον Μπίλυ Μπο της ανείπωτης, αρχαιοελληνικής ομορφιάς.Μια ολόκληρη γενιά που φθάνει πια κυματίζοντας, όπως τα μικρά και ιερά πράγματα.Αυτοί που σε ζωγραφίζουν σήμερα Παύλο σε τοίχους και σχολεία, αυτοί που προσεύχονται στις έξαλλες χορδές σου, έχουν άγνοια κινδύνου, μιλούν αδέξια όπως τα παιδιά, κατακτούν κάθε νύχτα αυτήν την ίδια πόλη που σαν τεράστιο, ολόφωτο πλοίο για κάπου τραβά.

Για τις ανοιχτές του δηλώσεις γύρω απ΄το θέμα της εξάρτησης, για τη μουσική του που εισήγαγε ένα ολόκληρο, νέο είδος στην επαρχιακή Ελλάδα, για την Γιόλα, τα κίτρινα απομεσήμερα, για τις μελωδίες που ταιριάζουν ακόμη στην Αθήνα, για την Κατερίνα, για τη φαντασία και τη συνείδηση που κάποτε άγριες επιστρέφουν, για τ΄αντιστάθμισμα όλων αυτών των σκουπιδιών που συσσωρεύτηκαν εδώ και έναν ολόκληρο αιώνα, για το νεύρο που δεν πεθαίνει,για τον κεραυνό που απ΄το τίποτε ανασταίνεται αυτό το κείμενο. Για τον Παύλο και την ομορφιά που ποτέ δεν κατορθώσαμε αυτό το κείμενο.