Ο ποιητής Νίκος Σταμπάκης

24grammata.com/ Σύγχρονοι Λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο Νίκος Σταμπάκης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1969. Είναι ιστορικός του κινηματογράφου, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει εντρυφήσει επί μακρόν στο έργο του Luis Bunuel, εν μέρει υπό το πρόσχημα της «ακαδημαϊκής» ενασχόλησης (δημοσιεύσεις στην αγγλική και ελληνική, ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο, επιτυχώς διεξαχθείσα διδακτορική έρευνα σε βρετανικό πανεπιστήμιο). Η εφηβική του ποίηση δημοσιεύθηκε το 1992 από τις εκδόσεις Νεφέλη. Έχει παρουσιάσει και επιμεληθεί βιβλία των συγγραφέων Percy Bysshe Shelley, Joris-Karl Huysmans, George du Maurier, Rikki Ducornet, κ.ά., ορισμένα από τα οποία έχει μεταφράσει ο ίδιος. Έχει μεταφράσει ποίηση του Benjamin Peret (Απαγορεύεται η αφισοκόλληση, εκδ. Ύψιλον, Edward Lear (Τα γραπτά της Α-νοησίας, εκδ. Φαρφουλάς), Arthur Cravan, (O Oscar Wilde ζει!, εκδ. Φαρφουλάς,), Απολυναίρ (Ο περιπατητής των δύο όχθεων, και Αιρεσιάρχης και Σία εκδ. Φαρφουλάς)   την ανθολογία “Surrealism in Greece”  (εκδ. University of Texas Press,)  και πολλά άλλα βιβλία και μικρότερα κείμενα. Από το 2004 ανήκει στην ομάδα των περιοδικών «Φαρφουλάς» και «Κλήδονας» ενώ παλιότερα συνεργάστηκε με το περιοδικό «Νέα Συντέλεια» ως μεταφραστής (κυρίως υπερρεαλιστικών κειμένων) και κειμενογράφος. Είναι ιδρυτικό μέλος της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών. Από τις εκδόσεις Φαρφουλάς κυκλοφορούν τα βιβλία του «Το μπαούλο με τις μπίλιες» (ποίηση, 2007), Η νύχτα των αποκρίσεων (πεζά, 2008), Το άλας των Ηφαιστείων (ποίηση, 2010) και Οι αναπόφευκτοι (μυθιστορία, 2011).
Πηγή και αναλυτική εργογραφία : http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=47965

Κάθε κίνημα στη λογοτεχνία, στην τέχνη γενικότερα, είναι εσαεί παρόν, πόσο μάλλον όταν συντάραξε τα πράγματα και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τον υπερρεαλισμό.
Από τα ποιο σημαντικά έργα που μας πρόσφερε ο υπερρεαλισμός είναι οι 152 παροιμίες κατά το κέφι της ημέρας των Πολ Ελυάρ και Μπενζαμέν Περέ. Όπως ο Νίκος Σταμπάκης αναφέρει στο άρθρο του: «Η μεταστροφή ως συνάντηση», Περ. Κλήδονας Τεύχος 4, στη Μεταστροφή ένα «προϋπάρχον κείμενο μεταλλάσσεται, ενίοτε στο αντίθετό του, από τα ίδια του τα γλωσσικά υλικά. Η παρέμβαση διατηρεί τη δομή και θεματολογία του πρωτότυπου, αλλά υποσκάπτει κι ανατρέπει συστηματικά το νόημα του, αφήνοντας να αναδυθεί μια ολωσδιόλου εναλλακτική προσέγγιση».
Ο τίτλος, «Απαγορεύεται η είσοδος εις τους μη έχοντας Ευρασίαν», του πρώτου από τα κάτωθι παρουσιαζόμενα ποιήματα, αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα τέτοιας παροιμίας σήμερα στις αρχές, δηλαδή, του 21ου αιώνα.
Διαβάζοντας τη συλλογή «Το μπαούλο με τις μπίλιες» (από την οποία παρατίθενται κατωτέρω τέσσερα ποιήματα και δυο μικροκείμενα) διαπιστώνεις ότι ο συγγραφέας πετυχαίνει μέσα από την «αποδόμηση του νοήματος» (που από μόνη της δεν αρκεί) να αμφισβητήσει στον αναγνώστη τη  «λογική» δομή της κοινωνικής μας πραγματικότητας (με συνεπαγόμενα τις ταξικές ανισότητες και την αλλοτρίωση του ανθρώπου), διότι  μόνον όταν αυτό επιτυγχάνεται μπορούμε να λέμε ότι το υπερρεαλιστικό ποίημα λειτούργησε.Γιώργος Πρίμπας

—————————

 ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΗ. ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΥΡΑΣΙΑΝ

Πάρετε αυτά τα φτερά και μελετήστε την σύστασή τους
Θα ιδείτε μέρες γιομάτες με την προσδοκία της νύχτας
Που θα ερχόταν με την ενδυμασία π’ αναφερόταν
Με πλάγια γράμματα στην προσκλητήρια κάρτα
Θα ιδείτε ζευγάρια στην χλόη
Λίγα βήματα πιο πέρα από τις αυτόματες μηχανές αποσυνθέσεως
Θα ιδείτε τον πυρετό της μελάνης
Με τους κόσμους των συλλαβών στα μάτια της
Σε τέτοια απρόβλεπτα σμιξίματα
Σαν εκείνα των κόκκων της αυγής
Και των ερωτικών κραυγών
Θα ιδείτε τα πολύχρωμα αυγά της
Μέσα στα μάτια της τα κύματα
Μέσα στα κύματα τις πεταλούδες από σύρμα
Τα στήθη της ασφαλισμένα με μαύρο καλώδιο
Και το φυλετικό της παράπονο σκαλισμένο στο λουκέτο
Πάρετε αυτά τα φτερά που καταθέτω ενώπιον των χειριστών του μικροσκοπίου σας
Και ψάξετε για τις κοιλότητες
Που καθορίζουν την ιδιαίτερη σύσταση τους
Θα ιδείτε καλούπια σε σχήμα ψαριών
Γιομάτα με μαργαριτάρια
Διαφανή σαν τις κουρτίνες των παιδικών δωματίων
Θα ιδείτε όπλα που γίνονται κορδέλλες
Και στραγγαλίζουν την χαμένη αγάπη
Για να ξεπεταχτεί από το στόμα της
Η γλώσσα
Που μοιάζει με το σκάφος μου ανάμεσα σε συμπληγάδες.

ΣΑΡΑΚΙ

Ζω
Με τον φόβον
Ότι
Μίαν των ημερών
Κάποια
Εφημερίδα
(‘Η περιοδικό)
Θα υποδείξει
(Εμμέσως
Πλην σαφώς
Εκουσίως
‘Η μη)
Το μυστικό
Της ζωής μου
Να το ιδούν
Οι συγγε-
Νείς μου.

ΑΠΟΣΥΡΣΗ

Από την εποχή που με άφησε εκείνος ο μυθικός προστάτης-δεν μ’ ενδια
φέρει η ένδεια, μήτε κι η έλλειψις ιδεώδους. Μ’ ενδιαφέρει μοναχά η φρενι
τιώδης πλήξη.
Κι έπειτα, θυμάμαι κείνη την νύχτα π’ αποκλειστήκαμε μες στην μεγάλη
ρόδα του λούνα παρκ. Ήτανε τότες π’ απεφάσισε να μου μιλήσει, ως άν
δρας, καθώς λεν, προς άνδρα.
Κι έτσι, αφού έψαξε λιγάκι στην τζέπη του, έβγαλε εν τέλει και μου έδειξε
ένα σπιρτόκουτο, σε σχήμα όμοιο με φέρετρο.
Πάνου στα σπίρτα είχε σχεδιάσει τις μορφές όλων των μελών της κοινότη
τός μας (που εξ άλλου τις εγνώριζα μονάχα από φωτογραφίες). Κι υστέρα,
τάχατες γι’ αστείο, με διαβεβαίωσε πως εφύλαγε ένα και για μένα.
Ήπιαμε πρόστυχο αίμα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τρομερούς μουσώνες
και ξερριζώσαμε τα δόντια κάθε παλιάς αρχιεταίρας. Κι όμως, σε κάθε μας
σταθμό, κι ενώ μου εξηγούσε το επόμενο στάδιο της αποστολής, σχολαστι
κά αποκρύβοντας μου ωστόσο τον τελικόν, απώτερο σκοπό της, διέκρινα
πάντα στην φωνή του μια χροιά ειρωνείας, σάμπως ο ενθουσιασμός μου να
ήταν μάταιος, σάμπως να μην μου έμελλε το τέλος να γνωρίσω.
Και τώρα πια, μονάχος και ανενεργός, με τα ευρήματα που μου άφησαν οι
αστυνόμοι, μην υποψιαζόμενοι την χρησιμότητα τους (κουβάρια από λωρί
δες μαύρης λύκαινας, χτένες κοκκάλινες μες σ’ υπνοδόχους, των Καρπαθίων
οδοντογλυφίδες), σκοτώνω τον καιρό μου ψάχνοντας για το μικρό σπιρτό
κουτό, που η επίσημη έρευνα δεν έφερε στο φως.
Φοβούμαι πως η κωμωδία του συνεχίζεται. Με θύμα της (μοναδικόν;) εμέ
να.

ΓΑΜΟΣ

Μέρα πλεγμένη με σέλινο, στολισμένη μ’ ηλιακούς λεμονόσπορους, κουρ
δισμένη απ’ Ελβετούς ωρολογοποιούς, σχολαστικά λαδωμένη, εσύ που σε
παζάρεψαν χιλιάδες προξενήτρες, σ’ αράδιασαν κομμάτια παστέλι κι έπει
τα σ’ άναψαν και σ’ έκαμαν μπαλόνι και καρνάβαλο που σε τρυπούσαν τα
κορίτσια από τα μπαλκόνια με τα κυριακάτικα φορέματα ως την νύχτα. Κι
εν τούτοις ένοιωθες μονίμως να υποβόσκει η μεσημεριανή δίψα, η αρρώ
στεια του βεδουίνου, ο πανικός της μύγας τσε-τσε. Όσο υγρός κι αν ήτανε ο
ήχος του βιολιού, δεν ήταν αρκετός για την κάψα σου.
Κι ήλθαν οι Ιουδαίοι ερμηνευτές της Βίβλου, κι ήλθανε κι οι μαυραγορίτες
οι μεθύστακες, ήλθε κι ο έρως μονιασμένος με την σίκαλη, κι ήλθαν και τα
καβούρια κι όλες οι νοστιμιές οι παράξενες, κι η νύφη δεν φαινόταν. Η
νύφη που το σκέλεθρο της είχε γιομίσει ταραντούλες. Η νύφη τυλιγμένη σε
πέπλα που είχανε μαγαρίσει βρωμοπόδαροι. Η νύφη που της σκέπασαν το
πρόσωπο με ρυπαρό και κίτρινο παχύρρευστο υγρό, καρυκευμένο με φτερά
εντόμων. Και δεν χρειάστηκε να της δέσουνε τα μάτια, γιατί ούτως ή άλλως
δεν έβλεπε. Κι όταν εμφανίσθηκε πια μες στην σάλλα, όλοι οι καλεσμένοι
οπισθοχώρησαν έντρομοι, κάμνοντας ό,τι ήταν δυνατόν για να την αποφύ
γουν, σ’ αυτά τ’ αρχαία τερτίπια της τυφλόμυγας. Είχε φαίνεται φτάσει η
στιγμή της εκλογής του γαμπρού.

ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ

Ήταν δεν ήταν ρώταγε
Έμπλεος αμφιβολίας
Παραδομένος
Στις μανιακές δαντέλλες
Της κορβέττας
Προς των νεφών τον θώρακα

Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας μας
Γνώρισε την μητέρα μας
Όταν εμείς κοιμόμασταν
Γυμνοί κι αθώοι
Στ’ αμπέλια

Άραγες νάταν όνειρο
Ο χαρταετός που μάδησε
Πάνω απ’ το κοίλο οχτάγωνο
Που το καλούνε Σπλήνα

Κι απ’ την αχλύ των λογισμών
Αναφλεγόταν

Εκείνη η πλώρη
Κι η σειρήνα πάνου
Καθιστή.

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Εν ονόματι αυτού που ήσουν, αυτού που δεν είσαι, αυτού που θα γίνεις και του μεγάλου ερωτηματικού της διαφοράς
Εν ονόματι του αιδοίου που έδινε ζωή σ’ ένα σάπιο γογγΰλι
Εν ονόματι του άρρητου
Εν ονόματι του γαντιού που σερνόταν οκνά στο κιγκλίδωμα
Και που κόρωνε ολοένα το μαγνητικό του Ωμέγα
Εν ονόματι αυτού που είναι άσπρο, κι αυτόύ που είναι κόκκινο, και του τρίτου, του κρυμμένου πράγματος που τα περικλείνει
Εν ονόματι του γατιού, του βιολιού και του μικρού σκυλιού
Εν ονόματι του τατουάζ π’ αναβόσβηνε σαν το χαϊδεύαν
Εν ονόματι του σταυρολέξου όπου η Λάσι εφορμούσε στα ία
Εν ονόματι του Χόουλιν Γουλφ, του Σλιμ Χάρπο και της Μάμα Θόρντον
Εν ονόματι του Νόταμουν Τάουν, και των δέκα χιλιάδων πνιγμένων προτού γεννηθούνε
Εν ονόματι του μανιταριού που φυτρώνει στο Χάμπστεντ
Εν ονόματι της ψείρας που έφερνε φαγούρα στις εξισώσεις
Και τις μετέτρεπε σε δίνες μες στου μάγου το ημίψηλο
Εν ονόματι του μελανού δικτυωτού στηθόδεσμου
Θα περισώσω μάταια τις θαμπές όψεις των κοιμισμένων γκόλεμ
Θα ραντίσω με απόνερα ρινικής επικλήσεως το άβατον
Θα σκαλίσω ορυκτά με ψιθύρους βενζίνης π’ ανάβει
Θα λεκιάσω με λίγδα λακέρδας τα φιλιά των βρεφών
Θα ψελλίσω νοερά την κατάρα της Μαίρης Μακλέην
Θα σκορπίσω μελίσσια στα στόματα μπρούντζινων gargoyles
Θα διανείμω φυλλάδες σε φωλιές, αυγοθήκες και δίκοχα
Θα καλύψω τον ήλιο με σάλτσα ρημαγμένου ορτυκιού
Θα στραγγίξω από πέρλες τον θάμνο, κι από ηχώ τις κλειδώσεις
Θα διανθίσω τα θέλγητρα με σταγόνες γλυφών γεισωμάτων
Θα διαστίξω με κράμπες πνιχτές του Athanor την αιώρα
Θα σφυρίξω φωνήματα στην χαώδη σιγή των σελίδων.