«Ο ΨΥΧΟΤΡΟΠΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ»

24grammata.com / Ιστορία της Λογοτεχνίας
Με αφετηρία ιδεολογική το ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου,
«Ενοικιάζεται»

«με βηματάκια, αργά αργά,
 εξεκίνησε,- την εξεκίνησαν-
Για το γηροκομείο»
Ν. Εγγονόπουλος («Ενοικιάζεται»)

Μπορείτε να διαβάσετε το “Μπολιβαρ” του εγγονοπουλου: [Κατέβασέ το]

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Με μια εικονογραφία αποτυπώνεται η αφετηρία,η επικαιρότητα και η εσωτερικότερη αίσθηση του ελληνισμού. Οι περιηγητές του 18ου αιώνα σημειώνουν στις καταγραφές τους την τοπογραφία των προσώπων, τις μορφές που ενσάρκωναν μια ελληνικότητα. Ετούτη έμελε να σταθεί διαρρηγμένη και ακλόνητη στη στρεβλότητά της ως τη σημερινή καθίζηση, το παρόν της κρίσης, ενός κλονισμού ηθικού, κοινωνικού και οικονομικού. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του ελληνικού κράτους, από τη σύστασή του ήδη διαπιστώθηκε ένας αγωνιώδης κόπος επιβολής της εθνικής ταυτότητας. Και με τον όρο ετούτο δεν εννοούμε παρά τον ακριβή προσδιορισμό όλων εκείνων των στοιχείων με τα οποία διαφοροποιείται ως ψυχοσύνθεση ο Έλληνας άνθρωπος. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο αυτοβιογραφικό έργο του, την «Οδύνη», μια αισθητική θλίψης για την πτώση της ελληνικής, αρχαιοπρεπούς αξιοπρέπειας που δεν άφησε παρά σπαράγματα στον παροντικό χρόνο, αντιλαμβάνεται τον εθνικό χώρο ως είδος ανθολογικό. Με τρόπο εύγλωττο αποδίδει την πιο βαθιά αιτία για την κατάπτωση του ελληνισμού. Μιλά για το εθνικό δέντρο που έχασε τους καρπούς του και τώρα γίνεται καυσόξυλα.
Δραγουμάνοι που παζαρεύουν μετάλλια, δακτυλιόλιθους και κεντήματα. Στους σοφάδες κάθονται οι ηλικιωμένες Ελληνίδες με χέρια και κεφάλια σε αδιάκοπη κίνηση, με ψεύτικα ή βαμμένα μαλλιά και φλυαρούν σε ρωμαίικη γλώσσα με φωνή στριγκιά και παράτονη. Μιλούμε για έναν ελληνισμό καταδικασμένο να γυρεύει πάντοτε την ολοκλήρωσή του μες στην ενότητα, στην εξισορρόπηση ανάμεσα στο μέτρο και την ύβρη, ζήτημα ακατόρθωτο για μια εποχή ασταθή και ασύνδετη, βεβαρημένη με μια τέχνη ανάλογη και μη οριστική. Ο επικαιροποιημένος, δυτικοτραφής, ελληνικός πολιτισμός, εκείνος που αρνήθηκε το ανατολικό γένος του, παρά τη θρησκεία του, τη στραμμένη σε τούτο το πρότυπο το ηθικό και το αξιωματικό λησμόνησε πως ενυπάρχει μες στην αποφασιστικότητα του γένους μας η δυναμική του χρησμού,του λαού, της ιστορίας. Ετούτη η ενότητα ποτέ δεν εκπληρώθηκε. Ετούτο το σχήμα ποτέ δεν εκφράστηκε και δεν στηρίχτηκε ως μια επίσημη, ελληνική πορεία. Παραδόσεις, όπως εκείνες των ψαράδων της Χίου που τοποθετούν στις απύθμενες οργιές ένα νεαρό δέντρο ελιάς στη σχισμή ενός βράχου, ενσαρκώνουν την ηθική και αισθητική βάση του ελληνισμού με μια σαφήνεια υπολογίσιμη, αδιατάρακτη. Πρόκειται για ένα ρεαλισμό πλήρως ευθυγραμμισμένο με τη θεωρητική βάση εκείνης της αξίας που επέζησε μες στο χρόνο, κερδίζοντας την ιδιότητα του ελληνικού. Πρόκειται σαφώς για μια απερίγραπτη, κυριολεκτικώς, ηθική.
Καθώς φωνάζαν και κινούσαν τα χέρια τους με οργή, γιατί η διεκδίκηση της εξουσίας συνιστά έναν στόχο, μια απαίτηση για όλους, φάνηκε στο βάθος, ένας ρακένδυτος άνθρωπος, ένα πρόσωπο αρχαίο, με αυστηρές γραμμές στο πρόσωπό του, όμορφο σώμα και ένα μανδύα που έπεφτε σαν νερό, αιώνες τώρα στους ώμους. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανερό πως καταγόταν από μια άλλη εποχή, με την οποία ουδόλως εξοικειωθήκαμε. Πάψαν όλοι, κάποιοι γέλασαν με θόρυβο, θεώρησαν πως ετούτη η μορφή ήταν απλά ένα τέχνασμα, μια συναρπαστική επινόηση του νου, της ταραχής τους ας πούμε. Μόνο κάποιοι, διέκριναν σε τούτη την αρχαία, χαμένη γενιά, στις βωμολοχίες, στις ηθικές συστολές, τις αντιπαραθέσεις έναν κάποιο δεσμό με μια εποχή παλαιότερη της λατινικής. Αυτοί, μονάχα ετούτοι, άνθρωποι των ακροπωλείων του Νίκου Φωκά μπόρεσαν και αναγνώρισαν ολάκερο τον ελληνισμό που προδώσαν, λυπημένο και απομονωμένο, μες στη βασιλική, μυθώδη κομψότητά του. Ήθελαν μονάχa, ομολόγησαν πριν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής,  να φανούν ελληνικοί.
Ζητήματα όπως η ταυτοποίηση ενός εθνικού χώρου και ενός τύπου ανθρωπολογικού, μιας ταυτότητας, με άλλα λόγια εθνικής προϋποθέτει την πλήρη διανόηση. Μια ας πούμε σύνθεση όλων εκείνων των δυνάμεων που εμπεριέχονται μες στην ανθρώπινη πνευματικότητα.Της τυποποιημένης συλλογιστικής, της άτυπης, της ψυχικής ας πούμε συλλογιστικής, της διαίσθησης, όλων των επιμέρους, πνευματικών λειτουργιών, όσων συνειδητά ακμάζουν μέσα μας και όσων διαμορφωμένων, αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτατη επιρροή τους. Ετούτη η διανόηση γυρεύει μια εξειδίκευση, μια αποκατάσταση της αναπηρίας εκείνης που έπαψε να θεωρεί τον κόσμο στα συστατικά του και γενικολογεί γερνώντας σε άνυδρες αγορές. Ο στοχαστής Νίκος Εγγονόπουλος κατορθώνει να συλλάβει την ελληνική παρακμή, συγκεντρώνοντας, καθώς η εξειδικευμένη στόχευση, στην οποία προαναφερθήκαμε, όλη την ένταση ενός μηρυκαστικού εθνοκεντρισμού, καταδικασμένου να στέκει όλο και μακρύτερα από την πιο αγνή πρωτοπορία, μιας ξεπεσμένης αριστοκρατίας δίχως ερείσματα, κραυγάζοντας τίτλους αγνώριστους στα νέα καθεστώτα. Στο ποίημα «Ενοικιάζεται» δεν αποκαλύπτεται μονάχα η προφητική και διαχρονική, ποιητική εκφορά του ελληνικού κόσμου,  μα και μια αισθητική προσέγγιση του «ελληνικού» πλήρης και αδιάψευστη, μια αποτύπωση του εθνικού, μέσου και μέτριου προϊόντος. Μια αναπαράσταση με συμβολικούς όρους  ενός λαού που ποτέ δεν θέλησε και δεν υπήρξε δίκαιος εμπρός στην ιστορική του ευθύνη, καθώς σημειώνει ο Κρίτων Χουρμουζιάδης. Ο Εγγονόπουλος φέρει την ψυχραιμία της μνήμης, ο λόγος του δηλαδή, καθίσταται ικανός και πράος, παρά την ιδεολογική του, υπαινικτική ένταση. Στα όρια ετούτου του κόπου μπορεί κανείς να μαρτυρήσει τα αναβρυτήρια της ελπίδας. Η ποιητική δικαιοσύνη δεν θα σταθεί σε ολόκληρο το ποίημα χαρωπή ή ήπια, μα θα αποτελέσει μια μελαγχολία, μια κίνηση εσωτερική, μια άσκηση ενεργητικού στοχασμού για την προοπτική και την ευκαιρία που συχνάζουν σε μικρές παρόδους ή σε πλατείες πολιτικών συγκεντρώσεων. Στα απομνημονεύματα του Αδριανού γνωρίζουμε την αλήθεια εκείνη που θέλει όλους τους λαούς, χαμένους από μια έλλειψη γενναιοδωρίας εκ μέρους όσων κατόρθωσαν να διατηρηθούν. Έτσι γενναίοι, καθώς αρμόζει στους σπουδαίους των θρύλων, οφείλουμε να κρίνουμε, να αντιληφθούμε και ίσως να ρημάξουμε το άρρωστο δέντρο που τόσες έχει αντέξει αστραπές. Στην ποίηση του Εγγονόπουλου το ελληνικό δεν παρίσταται με τη λαογραφικότητά του, δεν σχετίζεται με την παράδοσή του κατ΄αποκλειστικότητα, μα αναμετράται ολομόναχο και με ευθύτητα με τον αυτιστικό, εθνοκεντρικό παροξυσμό του. Η ποίηση καθίσταται πολιτική, ευρεία, σχεδόν εθνική, εξεικονίζοντας τα συμπτώματα μιας κρίσης με ατελή, χρονολογική αφετηρία.
Η ποιητική σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου ολοκληρώνεται σε μια περίοδο μακρινή των κορυφαίων, εθνικών καταστροφών. Υφίσταται η ψυχραιμία, η διαύγεια, η δυνατότητα να ερμηνευθούν οι εμφύλιοι σπαραγμοί, οι εθνικές ατυχίες, μπορεί πια να εννοηθεί με τρόπο σαφή η ανθρώπινη τραγωδία που γεννιέται και επωάζεται μες στην αδεξιοσύνη και την αμετροέπεια ετών ολοκληρωτισμού, αδιαμόρφωτης, εθνικής συνείδησης, προσεγμένης μονάχα ως προς το ηθογραφικό της περιεχόμενο και με ανάλογη στόχευση. Η προσκόλληση στις κενόδοξες υποσχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, («μέσα εδώ γεννήθηκαν τρία παιδιά…ο ένας πήγε στην Αμερική, ο άλλος πέθανε κακήν κακώς μπεκρής και ο τρίτος είναι ακόμη κάπου φαροφύλακας»), ο ελληνικός απομονωτισμός, η αχαρτογράφητη ψυχή του έθνους διεσπαρμένη μες στην ελληνική επικράτεια, η έλλειψη της συλλογικότητας, μια μορφή επίμονου αυτισμού, αξεπέραστου, ενδεικτικού μιας κλονισμένης αυτοπεποίθησης, ανίκανης να διαχειριστεί ως αναπαραγωγικό εργαλείο  τα αρχαία κεκτημένα. Μια διαρκής μετατόπιση στόχων και πολιτικών, ασύλληπτοι φόνοι που στιγμάτισαν τις επερχόμενες γενιές και προετοίμασαν κατάλληλα το έδαφος για την εγκαθίδρυση των μελλοντικών καθεστώτων. Ο Εγγονόπουλος συμβολοποιεί την ελληνική πραγματικότητα, οι μορφές του κατέχουν μια αναγωγική αξία, όμοια με εκείνη την αναλυτική των επιλεγμένων λέξεων. Μες σε αυτήν την πραγματικότητα ο ποιητής τοποθετεί τον εαυτό του, αντιλαμβάνεται πως εκπληρώνει μια εθνική συνέχεια, πως συνιστά έναν φορέα λανθάνοντος ελληνισμού. Μες στα αίματα των εθνικών οδύνων, νύκτιοι τριγμοί, βαρείς χειμώνες,  μουγκές απελπισίες και στεφανώματα», ένας νέος ελληνισμός πασχίζει να αποδώσει ξεκάθαρη κατεύθυνση στον αποθανόντα, εθνικό χαρακτήρα. Το φαινόμενο μιας παλιντρόπου αρμονίας, μιας ηρακλείτειας διαπίστωσης, όπου η ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω εχθρικών μεταξύ τους στοιχείων, βρίσκει την εφαρμογή του στο σύγχρονο, ελληνικό κόσμο.  Ετούτη η ποίηση δεν αποκαλύπτει ανυποψίαστα σύμπαντα, μα τελειοποιεί και εξειδικεύει τις αιτίες μια εθνικής παρακμής. Η Ηρώ Τσαρνά, σημαντική μελετήτρια του έργου του Γιώργου Σαραντάρη επισημαίνει πως αν κανείς δεν μπορεί να νιώσει την πραγματικότητα παρεκτός σαν ιστορία, σαν ανθρώπινη ροή όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει φραγμός ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και το μέλλον, τότε η ποίηση είναι η μόνη, πρωτότυπη και άμεση γνώση του παρελθόντος. Με τούτο ως επιχείρημα, μπορούμε να νιώσουμε πλατύτερα την αναγωγική ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.
Φέρνουμε στο νου μας την εικονογραφία της Γιουρσενάρ, τους φαρμακωμένους συμβούλους του βασιλιά Δεκέβαλου στην υπόγεια αίθουσα της πόλεως Σερμιζεγετούσα και αυθαιρετούμε, καθώς κοιτάζουμε έναν επιζώντα να ανηφορίζει τις κλίμακες του σκιερού μέρους με  τους αμμώδεις λέοντες που θρυμματίζονται στις δυο πλευρές του ιερού. Ο άνθρωπος αυτός ίσως να συνιστά τον πρώτο από όσους γεννήθηκαν ποιητές, το μόνο που κατόρθωσε να συνοψίσει έτσι αφαιρετικά, συνειδητά θα λέγαμε τις αξίες και τους νόμους που όρισαν, με τρόπο λανθάνον, το λεγόμενο «ελληνικό.»Ο ελληνισμός φωτίστηκε με το δαυλό του τυχοδιωκτισμού για αιώνες και είναι τώρα που γνωρίζουμε πως εκείνο το φως στάθηκε δηλητηριασμένο. Μιλούμε για μια παθητικότητα, για ένα πάθος ξέχωρο από το υψηλό, το ανεπανάληπτο της Μήδειας, το καταστροφικό της Ελένης. Ετούτος ο ελληνισμός δεν στάθηκε ψυχικός, πνευματικός. Μονάχα ψυχοτρόπος.