Περί του γλωσσικού ζητήματος εν Ελλάδι (1903)

Γεώργιος Χατζηδάκις

24grammata.com / free ebook/ μελέτες/ παλαιά ή  σπάνια βιβλία
[κατέβασέτο]

Μεταφέρουμε το απόσπασμα από το άρθρο “Η ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ” του κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη, που αφορά στο έργο του Γεωργίου Χατζηδάκι (1848-1941).

(…)Η προέλευση της Ελληνικής υπήρξε ένα σημαντικό θέμα που απασχόλησε τους ιστορικούς της γλώσσας. Με την ίδρυση της επιστήμης της γλώσσας, της γλωσσολογίας (το 1816) διαπιστώθηκε από τους μελετητές μια στενή δομική (γραμματική και συντακτική) και λεξιλογική σχέση της Ελληνικής με άλλες ευρωπαϊκές και μη γλώσσες: αρχικά με τη Λατινική, τη Γοτθική (αρχαία Γερμανική) και τη Σανσκριτική (αρχαία Ινδική), έπειτα με τις γερμανικές γλώσσες γενικότερα (Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Νορβηγική, Δανική, Σουηδική) με τις σλαβικές (Ρωσική, Σερβική, Πολωνική κ.α.) με την αρχαία Περσική, την αρχαία Χεττιτική, με τις ιταλικές γλώσσες, με την Αλβανική, με την Κελτική και την Ταχαρική. Αυτό οδήγησε στη λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή θεωρία, ότι δηλ. οι γλώσσες αυτές έχουν στενή γενετική σχέση μεταξύ τους, αποτελούν ιδιαίτερη οικογένεια γλωσσών (άλλη από τις ουραλοαλταϊκές γλώσσες, τις αφρικανικές, τις ινδιάνικες, τις σημιτικές, την κινεζική, κ.λπ., που αποτελούν άλλες μεγάλες γλωσσικές οικογένειες). Έτσι ερμηνεύεται και η στενή σχέση που εμφανίζουν μεταξύ τους σε αντίθεση με όλες τις άλλες γλώσσες που υπάρχουν (περ. 2.700). Η θεωρία αυτή είναι καθολικά σχεδόν παραδεκτή από τους γλωσσολόγους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας καθώς και από όλους τους Έλληνες γλωσσολόγους, με θεμελιωτή της θεωρίας στην Ελλάδα τον Γ. Χατζιδάκι.

Το θέμα της γραφής υπήρξε εξίσου σημαντικό για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Επειδή η ιστορία μιας γλώσσας αρχίζει από τα χρόνια που σώζονται γραπτές μαρτυρίες, η ιστορία της ελληνικής γλώσσας παλαιότερα μεν θεωρούσαν ότι άρχιζε με τις πρώτες επιγραφές σε ελληνική αλφαβητική γραφή δηλ. τον 8ο π.Χ. αιώνα, αργότερα όμως (1953) με την ανάγνωση των πινακίδων της κρητομυκηναϊκής γραμμικής γραφής Β’, οι απαρχές της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας μετατέθηκαν 7 αιώνες νωρίτερα στον 15ο π.χ. αιώνα (1450). Δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική γραφή Α’, που χρονολογείται περ. στο 1750 π.Χ. ούτε η ιερογλυφική του Ελλαδικού χώρου (περ. 2000 π.Χ.) Η επικρατήσασα ελληνική αλφαβητική γραφή (και η προέκτασή της, το λατινικό αλφάβητο, που είναι εξέλιξη του δυτικού ελληνικού αλφάβητου της Χαλκίδας) αποτελεί, από δομικής – λειτουργικής πλευράς (με την επινόηση της δήλωσης των φωνηέντων από τους Έλληνες), μεγάλης σημασίας επίτευγμα των Ελλήνων, έστω κι αν στοιχεία της γραφής (τα σημεία που δήλωναν σύμφωνα) δανείστηκαν οι Έλληνες από το σημιτικό αλφάβητο, όπως πιστεύεται από όλους τους μελετητές της ιστορίας της γραφής.

Η σχέση των διαφόρων φάσεων της ελληνικής γλώσσας δηλ. η σχέση της Νέας Ελληνικής με τη Βυζαντινή και την αρχαία ελληνική γλώσσα και η, άμεσα συνδεόμενη, ερμηνεία διαφόρων μεταβολών ή ομοιοτήτων στη γλώσσα των αντίστοιχων περιόδων, ήταν ένα μείζον πρόβλημα που προέκυψε στην έρευνα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Από πού προήλθε η Νέα ελληνική, από την αρχαία με τη μεσολάβηση της Βυζαντινής ή απευθείας από την αρχαία και μάλιστα από συγκεκριμένες διαλέκτους της; Και πόσο διαφορετική ή ίδια και απαράλλακτη είναι η νέα ελληνική γλώσσα με την αρχαία; Σχετικά με τα θέματα αυτά διατυπώθηκε η περίφημη “αιολοδωρική θεωρία” του ποιητή Αθαν. Χριστόπουλου κ.α. σύμφωνα με την οποία η Νέα Ελληνική συνδέεται απευθείας με την αρχαία γλώσσα, της οποίας αποτελεί άμεση εξέλιξη, προερχόμενη μάλιστα όχι από την αρχαία αττική διάλεκτο αλλά από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο. Ως προς την ομοιότητα – και άμεση συνέχεια – αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιήθηκε το “επιχείρημα” της προφοράς της αρχαίας γλώσσας, η οποία εμφανίστηκε ότι ταυτιζόταν δήθεν με την προφορά της Νέας Ελληνικής, αφού όσες αλλαγές έγιναν στην προφορά έγιναν – σύμφωνα πάντοτε με την άποψη αυτή – ήδη στους κλασικούς χρόνους. Και τις δύο αυτές “θεωρίες” (της Αιολοδωρικής και της αρχαίας προφοράς) απέδειξε αβάσιμες και αναληθείς ο Γ. Χατζιδάκις, χρησιμοποιώντας την αυστηρή μέθοδο της ιστορικής γλωσσολογίας.

Ο μέγας αυτός γλωσσολόγος έδειξε ότι η Νέα Ελληνική είναι φυσική εξέλιξη της Ελληνικής των Βυζαντινών χρόνων που, με τη σειρά της, εξελίχθηκε από την Αλεξανδρινή Κοινή γλώσσα, η οποία προήλθε από την επικρατήσασα αρχαία αττική διάλεκτο. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Χατζιδάκις και την αλήθεια αποκατέστησε και εδραίωσε την αίσθηση της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, που με την αιολοδωρική θεωρία τιναζόταν στον αέρα, αφού η βυζαντινή Ελληνική και η Αλεξανδρινή Κοινή (20 αιώνων γλωσσική παράδοση!) φαίνονταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ενώ αντιθέτως στηνόταν μια πλαστή γέφυρα που ένωνε απευθείας τη νέα Ελληνική με την αρχαία, και μάλιστα με δύο διαλέκτους που εκτοπίστηκαν νωρίς από την επικράτηση της αττικής διαλέκτου. Ως προς την προφορά ο Χατζιδάκις, ακολουθώντας τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης, έδειξε ότι ανάμεσα στην προφορά της αρχαίας και της νέας γλώσσας υπάρχουν σημαντικές διαφορές, αναμενόμενες στην εξέλιξη κάθε φυσικής γλώσσας. Και για τις δύο θέσεις του, επιστημονικά αδιάσειστες και καθολικά αποδεκτές από τους γλωσσολόγους, ο Χατζιδάκις δέχθηκε σκληρές επιθέσεις από αγλωσσολόγητους επικριτές, οι οποίοι πίστευαν ότι με τα διδάγματα του μεγάλου γλωσσολόγου υπονομεύεται η ελληνικότητα της σύγχρονης γλώσσας των Ελλήνων, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: με τις απόψεις του Χατζιδάκι και άλλων αποδεικνυόταν η ενότητα και η άνευ χασμάτων συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.

Το γλωσσικό ζήτημα – δηλαδή ο αγώνας για την καθιέρωση της προφορικής γλωσσικής παράδοσης (δημοτικής) και ως επίσημης γραπτής γλώσσας – υπήρξε, τέλος, μείζον πρόβλημα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Η καθιέρωση της δημοτικής επιτεύχθηκε μεν το 1976, αλλά πέρασε από μια οξύτητα που διήρκεσε δύο περίπου αιώνες (19ο – 20ο) με τη μορφή ενός “γλωσσικού εμφύλιου” γνωστού με τον ιστορικό χαρακτηρισμό “γλωσσικό ζήτημα” (κατά το “ανατολικό ζήτημα”).

Στην πραγματικότητα κι αυτό αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας που σε καμιά άλλη γλώσσα δεν εμφανίζεται με τη μορφή της Ελληνικής (το παράδειγμα της Αραβικής διαφέρει), η διάσχιση της γλώσσας σε δύο μορφές χρήσης, τη λόγια αττικίζουσα γραπτή κυρίως γλώσσα (τη μετέπειτα καθαρεύουσα) και την απλή προφορική γλώσσας, τη φυσική εξέλιξη της αρχαίας μας γλώσσας (τη μετέπειτα δημοτική γλώσσα). Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι οι δύο αυτές μορφές παράδοσης της ελληνικής γλώσσας, η λόγια και η δημώδης, από τότε που γίνεται η διάσχιση (τον 1ο π.χ. αι., με το κίνημα των Αττικιστών) μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, Σοφιανός κ.α.) δηλ. επί 10 αιώνες, είναι ευρύτερα αποδεκτές ως μια οιονεί φυσική γλωσσική κατάσταση… (Αναδημοσίευση από το ένθετο της Καθημερινής «Επτά Ημέρες» του 1999)

24grammata.com / free ebook / μελέτες/ παλαιά ή  σπάνια βιβλία
[κατέβασέτο]