Πικρό νανούρισμα, άλικο μοιρολόϊ

astegoi24grammata.com-σύγχρονοι λογοτέχνες

 

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

 

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

Τι ώρα νάναι; ρωτούσε τόσο επίμονα ο Αντρέας. Όχι πως είχε κάπου να πάει, πουθενά. Στα σίγουρα ένιωθε το κάψιμο του σβησμένου χρόνου, την εγκατάλειψη, που γεννά η παραίτηση και έψαχνε μέσα στα δικά μας, ξεκούρδιστα, σταματημένα ρολόγια, κάποια χαραμάδα ελπίδας.

Και πάλι με μια κάμερα του Μέγκα στον ώμο, βρεθήκαμε να μιλάμε και να καταγράφουμε τους μόνιμους κατοίκους, κάτω από τη γέφυρα του Ρούφ, στη Πέτρου Ράλλη.

Ένα ζευγάρι και τρεις άντρες μονάχοι, πέντε ψυχές, τόσο πρόωρα γερασμένες. Κουκουλωμένοι κάτω από μια στίβα άθλιες κουρελοκουβέρτες, έδιναν την εικόνα βαθιά κοιμισμένων, ενώ απλά παραμόνευαν ακίνητοι, βουτηγμένοι σε μια θανατερή υγρασία νωτισμένη από κάτουρα.

Πόσο παράξενο, μέσα στη καρδιά της πόλης και έμοιαζαν να ξεμακρένουν γοργά, από τον δικό μας “στεγασμένο” κόσμο.

Ακόμη και αν υπάρχει αλληλεγύη, δεν μπορούν πια να τη ξεχωρίσουν.

Κορμιά ταλαίπωρα, μέλη σχεδόν σάπια, φορτωμένα αρρώστιες, όμως το πιο χυδαίο είναι η συμπόνια, ο δικός μας οίκτος και η δεδομένη απόρριψη μας.

Στην παρέα ο πενηντάρης Δημήτρης, δεν πρόβλεψε, έκανε όπως όλοι μας, ένα σωρό από λάθη. Αυτόν όμως η εντροπία του συστήματος δεν τον κράτησε, τον έφτυσε από νωρίς στο δρόμο.

Δεν είναι βλαμμένος, ούτε κουβεντιάζει με περαστικά φαντάσματα, όπως οι άστεγοι των περασμένων εποχών. Έχει συνείδηση, δεν πετάει τις ευθύνες, καταλαβαίνει το μπλέξιμο, ψάχνει το μεροκάματο, έτσι μονάχα θα βγει από το στενό λούκι.

Όσο για του υπόλοιπους, είναι τόσο μοναχοί και τσακισμένοι, που δεν έχουν κουράγια, ούτε για παράπονα και κλάματα, τελευταία έκοψαν τα σισσίτια και ψάχνουν οπουδήποτε για ένα ξεροκόματο, σαν τα τσιμπλίαρικα γατιά τους. Ευτυχώς κι αυτά, κάνουν πως κυνηγούν τους πρώτους ένοικους της γέφυρας. Τους τροφαντούς αρουραίους.

Αυτός, ο απροφύλακτος ύπνος, είναι γεμάτος από περαστικούς φόβους, όσο κι αν τους καταπολεμούν όσο κι αν τους σκοτώνουν, έρχονται στιγμές φορτωμένες κλάματα. Θέλουν να πάνε παραδίπλα, εκεί στις γραμμές του τραίνου να δώσουν μια από τη γέφυρα και να κλείσουν βιαστικά τον κύκλο τους. Ούτε για αυτό έχουν κουράγια.

Όπως προχθές, ένα ζευγαράκι περνούσε από δίπλα τους. Ο ερωτευμένος άντρας έσφιγγε το χεράκι του κοριτσιού και έδειχνε τους άστεγους, επαναλαμβάνοντας με χιούμορ, αυτό
είναι  ξενοδοχείο πολλών αστέρων!

Καλά είναι να μην τα λέμε, ούτε να τα θωρρούμε μπροστά μας. Ξέρουμε τη μιζέρια, αναγνωρίζουμε την κατάντια αδελφέ, θα πεις μέσα σου, και θα γυρίσεις αυτόματατη σελίδα.

Κλεινόμαστε μέσα στους διπλούς μονωμένους τοίχους, πιθανολογούμε νικητές και ηττημένους, ενώ μπλέκουμε πάνω σε θεωρίες άκρων ή συνωμοσίας και καμαρώνουμε ακόμα κάθε ψευτοπροφήτη, που μοιράζει υποσχέσεις.

Μας παραμυθιάζουν, μας ψήνουν τόσο εύκολα και οι ψιλές πιθανότητες των καταλληλότερων, τρομοκρατών ή πολιτικών. Τα ψέμματα γίνονται δεδομένα, σφίγγουν πάνω στη ψυχή μας.

Εκεί, κάτω από μια γέφυρα, ένα αυθεντικό, δικό μας κομμάτι είναι η σκέτη, η καθαρή αλήθεια.

Δεν είναι λοιπόν η όποια απώλεια, το χειρότερο που μας παραμονεύει, αλλά η παράξενη απρόσωπη λήθη, που μας κυριεύει, διαρκώς μας ρουφά μέσα στα σωθικά της.