Πρωτοχρονιάτικο διήγημα

24grammataΗ Γιορτή

γράφει ο Στέλιος Μοίρας

Πολλές φορές συμβαίνει ένας χώρος να καταλαμβάνει τον περισσότερο χρόνο που διαθέτει κανείς μέσα στην καθημερινότητα. Για παράδειγμα το γραφείο της δουλειάς, για άλλους το σχολείο ή τα μέσα μαζικής μεταφοράς, για κάποιους το αυτοκίνητο τους. Για μένα πάλι είναι το σαλόνι μου το οποίο τους τελευταίους μήνες αποτελεί την έκταση που αφιερώνω τη διασκέδαση μου, τη μελέτη μου, τις σκέψεις. Με το ζόρι προσπαθούν τα παιδιά να με βγάλουν έξω. «Τελείωνε ρε μαλάκα, Χριστούγεννα έχουμε. Ξεκόλλα!» και άλλα τέτοια ικετευτικά λόγια. Τέλος πάντων, μάταια. Μισώ τα φετινά Χριστούγεννα έτσι κι αλλιώς. Δεν έχω στολίσει, δεν έχω λιχουδιές και δε θα στείλω κάρτες.
Αυτή η γιορτή ήταν πάντα όμορφα και πολλά φώτα στην Ερμού, πλανόδιοι μουσικοί, κόσμος που ψωνίζει την τελευταία στιγμή, μια μίξη κολόνιας και μυρωδιάς δερμάτινου στα ρεβεγιόν. Φέτος όμως… Δεν αντέχω τα φώτα, δε θέλω να βλέπω χαρούμενο κόσμο να ψωνίζει(αν υπάρχει κάτι τέτοιο τώρα πια) ή παιδάκια να ιππεύουν καυλωμένα πόνι! Δε θέλω να μυρίσω καμιά κολόνια πέρα από τη δική της… Ναι, εντάξει. Το μαρτύρησα, δεν άντεξα. Υπάρχουν όμως και πράγματα που δε είπα. Δεν ανέφερα ούτε τις φωτογραφίες της που έχω στολισμένες στο σαλόνι, ούτε τους δίσκους πάνω στους καναπέδες που ακούγαμε μαζί ή έστω άκουγα μόνος μου τη ώρα που εκείνη βρισκόταν στο σπίτι, ούτε ανέφερα κάποια εσώρουχα της που κράτησα κρυφά πριν φύγει. Φυσικά δε τα φοράω απλώς… τα αγγίζω και μην ακούσω σχόλια για καψούρα. Αυτό είναι έρωτας που γαμάει τη ζωή μου εδώ και μήνες.
Πρέπει λίγο όμως να καταλάβει κανείς τι έγινε.
Στο ίδιο σαλόνι, αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη, καθώς φορούσε τα εσώρουχα μετά από μια κατά τα άλλα χλιαρή συνεύρεση, μου πέταξε ότι θα ήταν καλό να σταματήσουμε. Τη σχέση. Κοφτά που δεν πρόλαβα ούτε το τσιγάρο να ανάψω. «Γιατί;» ρώτησα, με ένα τρόπο που όμως δήλωνε ότι τα αντανακλαστικά μου εκείνη τη στιγμή δεν ακολουθούσαν τη ροή της πραγματικότητας που θα ακολουθούσε με τη σειρά της. «Έχω αλλάξει μέσα μου και δε θα σου αρέσει αυτό που θα είμαι από δω και πέρα» είπε και εκτός ότι μου ακούστηκε ταυτόχρονα σαν απειλή λες και κοιμόμουν τόσο καιρό με τη Nikita, αυτή η φράση έφερε στο νου μου κάποια πράγματα που μάλλον αφορούσαν αυτήν την αλλαγή όπως η πρόσφατη απόλυση της και ο χωρισμός των νευρωτικών γονιών της που χρόνια παλεύουν να το κάνουν αλλά θυμήθηκαν τώρα, τώρα που εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Με χώριζε λοιπόν για προσωπικούς λόγους. Αποδεκτό αλλά… «τι μου λες τώρα, μου λες;» φώναξα και πετάχτηκα με το πουλί μου να κρέμεται και το τσιγάρο στο χέρι. Δε θα ήμουν και τόσο πειστικός φαντάζομαι εκείνη τη στιγμή αλλά τέτοιες στιγμές που ένα αντικείμενο πόθου ετοιμάζεται να αποκοπεί από τη ζωή σου σε κάνει να μην κρατάς τους τύπους.
Την πλησίασα και αφού φόρεσα το μποξεράκι μου, ανάβοντας κιόλας το ρημάδι το τσιγάρο, την άρπαξα να τη φιλήσω και… Ντόινγκ! Πισωπάτησε αποφεύγοντας με.
Κυρίες και κύριοι ευχαριστούμε αλλά η παράσταση διακόπτεται για τεχνικούς λόγους.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια μακριά συζήτηση περί σχέσεων και καθημερινότητας, αφοσίωσης και στήριξης, περί ανέμων και υδάτων διότι εκείνη είχε πάρει καιρό την απόφαση και περίμενε να χτυπήσει καμπανάκι. Αυτό αφορούσε έναν καυγά που είχε συμβεί ξεκινώντας από τη συμπεριφορά της που ήταν απότομη πια και σχεδόν ενοχλητική. «Αν σ’ αρέσω. Αλλιώς χώρισε μας». Όταν μια γυναίκα αρχίσει και αναφέρεται στον εαυτό της με πληθυντικό τότε υπάρχει θέμα. Πρέπει να τα βάλεις με όλους τους εαυτούς της! Βέβαια όλες αυτές οι δυσκολίες ήταν η αφορμή, η πρόφαση γιατί η αιτία ήταν ακόμη πιο σκληρή: Είχε βαρεθεί. Έτσι κατασκεύαζε μια μιζέρια σιωπηλά και συμπεριφορές που θα με εξανάγκαζαν να βάλω εγώ το τέρμα δίνοντας της το ρόλο του θύματος καταφέρνοντας τελικά το αντίθετο!
Μέσα σε δύο ημέρες είχε μαζέψει ότι δικό της είχε(συγκατοικούσαμε τρία χρόνια και ήμασταν συνολικά έξι μαζί) στο χώρο, είχε βρει σπίτι(που μάλλον είχε σταμπάρει από πριν) και επίσης… είχε βρει δουλειά! Εγώ πάλι είχα χάσει τα πάντα, μεταφορικά μιλώντας. Την όρεξη μου, την υπομονή μου. Εκείνη. Ακολούθησε η γνωστή κλισέ κατάσταση. Καθημερινά τηλεφωνήματα, τυχαίες συναντήσεις, ποτά με τις φίλες της, δώρα, μεθυσμένα παραληρήματα εντός της νύχτας, α! και ένα βράδυ που το κάναμε που αλλού: στο σαλόνι μας, σε μια στιγμή καθαρά σωματικής ανάγκης που γεννά η ιδέα της μοναξιάς.
Μετά από τη συγκεκριμένη ανούσια κατά βάθος συνουσία οι δρόμοι μας χωρίστηκαν τελείως. Εγώ κουράστηκα να κυνηγώ, εκείνη κουράστηκε να κουράζεται από τη δίκη μου κούραση. Έκλεισα για κάμποσο καιρό το μαγαζί μου, ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη περιοχή της Καλλίπολης και πήρα άδεια από την καθημερινότητα. Ακολούθησαν μεγάλες ώρες, σχεδόν εικοσιτετράωρα, συναισθηματικής κενότητας και στομαχικής πληρότητας από αλκοόλ. Συντάχθηκαν δεκάδες γράμματα-ποιήματα που δε δόθηκαν, σκορπίστηκαν εκατοντάδες ευρώ σε δίσκους και DVD. Το σαλόνι είχε αρχίσει να μοιάζει με χώρο κατασκοπευτικής έρευνας έχοντας σκορπισμένες φωτογραφίες στο τραπεζάκι, παρακολουθώντας συνεχώς τραβηγμένα προσωπικά βίντεο λες και έψαχνα κάποια στοιχεία για εκείνη που μου είχαν διαφύγει, οδηγώντας στην απομάκρυνση της. Πέρασα τη γιορτή μόνος όπως θα περάσω και τα γενέθλια μου υποψιάζομαι. Δε έβλεπα τους γονείς μου, ούτε τους φίλους μου όσο κι αν όλοι τους προσπαθούσαν μέχρι που φτάσαμε στο αποψινό βράδυ, 24 Δεκεμβρίου. Παρατηρώ πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας και την υγρασία του, το δρόμο από κάτω. Αμάξια που παρκάρουν, καλοντυμένους ανθρώπους, ακούω μουσικές από τα διπλανά διαμερίσματα και φωνές. Νιώθω τον Αϊ Βασίλη που σκαρφαλώνει στη ταράτσα και τον Αϊ Γαμήσου εαυτό μου που κάθεται και παρατηρεί τον κόσμο να διασκεδάζει μελαγχολώντας για κάτι που λογικά πλέον δε μου ανήκει.
Θα πέσω για ύπνο για να μη σκέφτομαι. Αυτό θα κάνω.

Απόψε όλος ο κόσμος απέχει τρείς ώρες από τη φυγή αυτού του χρόνου προς τον επόμενο. Το τζάμι ιδρώνει πάλι μπροστά μου καθώς συλλογίζομαι νηφάλιος από σύμπτωση πόσα έχουν αλλάξει, καλύτερα διαστρεβλωθεί. Πριν μήνες έκανα σχέδια μέχρι και για γάμο. Ο κόσμος ήταν σκατά γύρω μου και εγώ τα έβλεπα όλα θετικά, έστω με κάποια αισιοδοξία. Πριν τη γνωρίσω ήμουν ένας νέος που δεν πολυσυμπαθούσα τους ανθρώπους. Σκεφτόμουν στο σύνολο μου πολιτικά, αντιδρούσα σε θεσμούς όπως η οικογένεια και η εκκλησία(στη τελευταία ακόμη αντιδρώ. Σχεδόν τη μάχομαι), γείωνα τους φίλους μου που επένδυαν, θεωρητικά τις περισσότερες φορές, στο γαμήσι και στις σχέσεις λες και ο άνθρωπος είναι μόνο σεξ, φαί, σκατά και ύπνο(μια θεωρία που σταδιακά όσο μεγαλώνω βλέπω να κερδίζει έδαφος). Έπειτα γνώρισα εκείνη. Πεταλούδες και τυμπανιστές γύρω μου, οι άνθρωποι πιο ανεκτοί και τα παιδάκια(άκουσον άκουσον) ήταν τόσο γλυκούλικα. Επέπλεα σε ένα ζελέ από χαρούμενες σκέψεις και ελπιδοφόρες ημέρες σα να είχε κολλήσει η βελόνα στην ηλικία του Δημοτικού. Που επιπλέω τώρα; Πουθενά, έχοντας επιστρέψει στην επιφάνεια όπου μπάτσοι δέρνουν φοιτητές, τα μαγαζιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ο κόσμος δεν μπορεί να γιορτάσει πια, τουλάχιστον με ακριβό τρόπο, τα σχολεία δεν έχουν θέρμανση και οι μισοί μου φίλοι έχουν καταλήξει άνεργοι. Συμπέρασμα: Η εικόνα που έχουμε για τον κόσμο εξαρτάται από το πόσο ερωτευμένοι είμαστε! Merde!!!
Κουράστηκα όμως. Στο στερεοφωνικό ακούγονται οι Smiths. Μένω όρθιος πάνω από τα ηχεία και κουνιέμαι αυτιστικά στη μελωδία… if you’re so funny, why you sleep alone tonight? And I f you’re so very good looking why you’re so alone tonight?… Ένας κόμπος αρχίζει και αναδύεται. Τη φαντάζομαι σε κάποιο μπαράκι να χαριεντίζεται με κάποιον παιδαρά και ύστερα μετά το ρεβεγιόν να πηγαίνουν σπίτι μαζί και να την παίρνει από όλες τις τρύπες. Θα φοράει την ίδια κολόνια, (λέμε τώρα) και τα ίδια μικροσκοπικά εσώρουχα γαμώτο. ΓΑΜΩΤΟ, ΓΑΜΩΤΟ, ΓΑΜΩΤΟ! Ας γίνει κάτι να σταματήσω να αυτομαστιγώνομαι.
Το τηλέφωνο! Στην άλλη γραμμή ακούω κάποια να ζητά εκείνη, είναι λέει μια ξαδέρφη της από τα Γιάννενα και έχει κατέβει Αθήνα. Της λέω πώς λείπει, έχει μετακομίσει. «Είσαι ο…». Ναι, ναι αλλά λείπει, οπότε ψάξε αλλού να τη βρεις βραδιάτικα… καριόλα, με τον πόνο μας παίζεις; Κλείνω το ακουστικό και πιάνω τους στίχους στο αυτί μου: if you’re so very entertaining why you sleep alone tonight? Ξάφνου το βρήκα! Είναι μόνη της στο σπίτι, έκανε μπάνιο και μελαγχολική ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο. Είναι μόνη και με έχει ανάγκη γαμώτο. Το τηλέφωνο πρέπει να το σηκώνει εκείνη εδώ μέσα πάλι. Να έρχονται οι ξαδέρφες της, να ζηλεύουν την ευτυχία μας, να πηγαίνουμε κι εμείς διακοπές στα Ιωάννινα και άλλα πολλά…

Από μέσα μου σιχτιρίζω το τρόλεϊ της γραμμής 20 που πηγαίνει σαν κάβουρας. Είμαι μόνος μέσα στο όχημα και βιάζομαι.
Διανύω την Ακτή Μουτσοπούλου πολύ γρήγορα, ξεπαγιάζοντας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσω το τσιγάρο αναμμένο. Η πολυκατοικία της είναι στο επόμενο στενό. Σε λίγη ώρα θα ξεκουραζόμαστε χαζεύοντας τα πυροτεχνήματα στη Μαρίνα Ζέας.
Σίγουρα δεν τρέμω μόνο από το κρύο. Μπαίνω στο ασανσέρ και πατάω τον 3ο. Να φάω καμιά τσίχλα. Δεν έχω. Να μιλήσω; Να χτυπήσω την πόρτα ή το κουδούνι; Τι να της πω; Όχι, θα τη φιλήσω μόλις τη δώ. Όχι, ίσως φάω χαστούκι. Θα δούμε. Να είσαι άνετος. Να είσαι αυτός που θέλει να θυμάται.
Φωτισμένος διάδρομος, δύο πόρτες αριστερά, μια δεξιά και η δική της ακριβώς στο τέλος, απέναντι μου. Παχύ μπεζ χαλί κατά μήκος(λες και ήρθε να μείνει μέσα σε διαφημιστική εταιρία) και η μουσική του ανελκυστήρα παίζει ακόμα η πίσω μου. Frank Sinatra, my way.
Διασχίζω το διάδρομο φτάνοντας έξω από την πόρτα της. Επαναλαμβάνω από μέσα μου όλες τις κινήσεις και στέκομαι αμήχανα για να σκεφτώ. «Άντε κάν΄το» ακούω μια φωνή πίσω μου. «Ναι. Άντε. Μιλάει για σένα συχνά τις τελευταίες μέρες» πετάγεται μια δεύτερη. Αφού απαντώ στα πέντε έξι άτομα που βρίσκονται ακριβώς στις σκάλες και στο ασανσέρ, πώς μου έκοψαν τη χολή, αναρωτιέμαι πώς θα νιώθω σε λίγο αφού ήδη έχω γίνει θέαμα. Μεσήλικα ζευγάρια και παππούδες, όλοι ντυμένοι γιορτινά. Και ένα πολυτελές καρότσι με δυο μωρά μέσα, μάλλον διζυγωτικά δίδυμα σκέφτομαι χαμογελώντας σαν ηλίθιος. «Χτύπα. Άντε. Σε λίγη ώρα αλλάζει ο χρόνος και αν θέλετε σας περιμένουμε» πετάγεται μια κυρία πιάνοντας αγκαζέ προφανώς το σύζυγο δίπλα της.
Θα το κάνω γαμώτο για χάρη της.
Γυρίζω και χτυπάω τελικά την πόρτα. Από μέσα ακούγονται βήματα σαν σούρσιμο. Θα είναι με τις παντόφλες της. Η πόρτα ανοίγει και να’ τη! Φοράει ένα μπουρνούζι, τα μαλλιά της μυρίζουν κρέμα και η επιδερμίδα της γαλάκτωμα. Είναι άναυδη και προσπαθεί να κοιτάξει πίσω μου τους συγκεντρωμένους περίεργους αλλά το βλέμμα της επιστρέφει σε εμένα. Δε λέω τίποτα, δε μπορώ εξάλλου. Την πιάνω και την φέρνω κοντά μου αρχίζοντας να φιλιόμαστε με αμηχανία, λες και γνωριστήκαμε τώρα, λες και είναι φάρσα. Πίσω μας ακούγεται η αντίστροφη μέτρηση μέσα από τα στόματα. 10…9…8…7… φιλιόμαστε, τη μυρίζω, 6…5…4…3… της ψιθυρίζω διάφορα, 2…1…καραμούζες, φωνές και ευχές, χρυσόχαρτα που αιωρούνται, σαμπάνιες και κουρδιστά παιχνίδια… Καλή χρονιά… ακούω από πάνω μου και σηκώνω το κεφάλι αντικρίζοντας μια ηλικιωμένη κυρία που κρατάει άρτο σε μια χαρτοπετσέτα. «Ποιόν θέλετε;». Σηκώνομαι όρθιος και κοιτάζω τη γριούλα. «Τίποτα. Κανέναν. Δηλαδή δεν είναι εδώ μάλλον». Της λέω καλό βράδυ και καλή χρονιά αρχίζοντας να πηγαίνω προς το ασανσέρ.