Σήμερα, η γεννέθλιος ημέρα του Αγγελου Σικελιανού

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΟΔΟΥ»
Για τον Άγγελο Σικελιανό, σχόλιο στηριγμένο στο ποίημα του «Ιερά Οδός»
(15/3/1884-19/6/1951)

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η Ελευσίνα τα απογεύματα αποκτά μια εξαιρετικά, μελαγχολική άποψη. Ίσως είναι οι υψωμένες καπνοδόχοι, η σκόνη που σηκώνεται από τα μεγάλα φορτηγά που μεταφέρουν χαλίκι στα τσιμεντάδικα. Ίσως πάλι η ανείπωτα, θλιβερή πόλη να οφείλει τη σκηνογραφία της στους εργάτες που επιστρέφουν με όλο το βάρος του κόσμου. Περπατούν με τα αξύριστα πρόσωπά τους, οι εργάτες θυμίζουν αγέλαστες πέτρες, παλαιούς μύστες που έχασαν πια οριστικά την ωραιότητα του μύθου. Η πόλη τελειώνει στη θάλασσα και απέναντι η νησιωτική ήπειρος, από όλους τους τόπους του κόσμου εδώ οι αποστάσεις είναι ιλιγγιώδεις. Οι αποστάσεις των σπιτιών από τους ψηλούς, θερινούς ουρανούς, οι αποστάσεις των ανθρώπων από τα οράματα της νεότητας, οι αποστάσεις από όσους αποχώρησαν με τα τελευταία, υπεραστικά λεωφορεία. Μόνον εκείνος τριγυρίζει σαν περίπολο στην πόλη, διαγράφοντας εδώ και χρόνια την ίδια, μυστηριακή διαδρομή. Πρόκειται για έναν ψηλό ίσκιο χιλιάδων ετών με τις ρίζες των μαλλιών του πλεγμένες σε ελαιώνες και αιχμηρά μεσημέρια. Στέκει πάντοτε στην είσοδο του κλειστού σπηλαίου, προσμένοντας τη Δήμητρα. Και στο βάθος ο ίδιος, προαιώνιος ατσίγγανος που σέρνει τα ζώα και ιχνηλατεί .
Ο άνθρωπος αυτός με τα απέραντα χρόνια, φέρει τα σημάδια μιας συνείδησης. Δεν μιλώ για τίποτε συνηθισμένο. Ο άνθρωπος αυτός με την κάθετη όψη που εκτείνεται σε πολύ ψηλότερα από την πόλη, γνωρίζει την ένταση της στιγμής, όταν το σώμα χωρίστηκε βίαια από την ανθρωπιά του και κατευθύνεται πια απρόσιτο στα χάη. Μόνο του μέλημα οι χτισμένες γέφυρες ανάμεσα στα μεγάλα χάσματα του χρόνου, οι όμορφες γυναίκες που αναδεικνύονται κάτω από φώτα που σφάζουν. Ο ατσίγγανος μια σκληρή πέτρα μες στο βάθος του Θριασίου Πεδίου. Με τις γερασμένες αρκούδες του, οι χαλκάδες βεβαίως έχουν φανερά τα σημάδια της οξειδώσεως και όμως εκείνος εξακολουθεί να εξαπολύει τα απάνθρωπα παραγγέλματά του.Και ο γηραιός άνδρας που θα καλείται εφεξής «ο ποιητής» σφίγγει τα χέρια του και παραληρεί διαρκώς. Λέει για εκείνες τις μέρες που θα ‘ρθουν καταπραϋντικές, ήμερες όπως τα μάτια δεκαοχτάχρονων κοριτσιών τις ημέρες μιας μεγάλης νηστείας.  Με τις πληγές της μοίρας αναβλύζουσες δεν γυρεύει πια τις σπουδαίες εκείνες φωνές που καταφτάνουν από το βάθος της ιστορίας ή τις πολυπληθείς αυλές της Ιωνίας. Γυρεύει μόνο να κοπάσει ο αέρας, γυρεύει μόνος με όλα τα χέρια πλεγμένα στα πόδια του τότε που ο ατσίγγανος θα γείρει κατάκοπος στην αγκαλιά των ταλαίπωρων ζώων και εκείνα δίχως χάντρες γαλάζιες και φτηνά στολίδια επαρχιακών πανηγυριών θα θρηνήσουν το λάθος του. Γύρω του παίζουν τα πνιγμένα παιδιά των φανταστικών πηγαδιών, οι αφανείς ήρωες των μεγάλων επαναστάσεων, οι τρυφερές νύχτες, οι διωγμένες ράτσες, τα σκισμένα φτερά, όσοι κατέφτασαν Κυριακή απόγευμα στις παλιές αποβάθρες φορώντας επαρχιακά ρούχα από χοντρό μαλλί. Γύρω του στρόβιλοι από χαλίκια και μες στις χαράδρες που δεν καλύφθηκαν από ανθρώπινα πράγματα, όπως η στοργή τα νυχτερινά πουλιά των καιρών μας και όλων των καιρών. Κάτι γερασμένοι γερανοί που για κανέναν φόνο δεν θα νικηθούν πια. Τις ελάχιστες φορές που δεν θρηνεί επαναλαμβάνει παράξενους γεφυρισμούς, ημερομηνίες τελέσεως ορφικών εορτασμών στα βάθη της παράξενης Αρκαδίας. Ο ατσίγγανος αναπαριστά κάθε απόγευμα χορούς λαϊκούς σε μαγαζιά με σπασμένες μαρκίζες, κακού, ηλεκτρικού φωτισμού. Η Ιερά Οδός διατρέχεται από εξωφρενικά οχήματα, εκείνα βρυχούνται και τα ζώα ανασηκώνονται από τη θέση τους και ο ατσίγγανος άνδρας που τα χτυπά με το ραβδί και τούτος ο κόσμος που εξακολουθεί. Ο άνδρας που θα λέγεται πια εφεξής «ο ποιητής»  δεν μιλά  σε κανέναν, γιατί οι θεοί αποδείχτηκαν φτιαγμένοι από κατώτερους ανθρώπους και τώρα δεν υπάρχει γλώσσα για να μιληθεί ο ανθρώπινος πόνος. Και από μακριά οι εργάτες που γυρνούν και πίσω από τις βροχές, πίσω από τις πόρτες, πίσω από το θάρρος δεν υπάρχει καμιά θέληση, μόνο η ανάγκη. Εκείνο το νόμισμα στα δόντια του νεκρού, είπε ο ποιητής είναι ότι απέμεινε από τη ζωή. Θα έρθει άραγε μια πολύ θερμή μέρα που θα είμαστε όλοι πιασμένοι σαν κυκλώματα ηλεκτρικά και καθώς θα ξεσηκώνεται η πόλη από τις εξαγγελίες των πρωινών βομβαρδισμών όλοι εμείς θα αψηφήσουμε συντρίμμια, όλμους, οβίδες και εμβατήρια στη διαπασών και με όλη την τρυφερότητα των κουρασμένων νεκρών μας θα υποδεχτούμε την Άνοιξη. Στο βάθος τα άγρια ζώα που κατασπαράζουν τον ατσίγγανο και σφιχταγκαλιάζονται σαν άνδρες που εβρέθησαν μες στα χαρακώματα της Κύπρου, της Παλαιστίνης, της πάλαι ποτέ Βορείου Ιρλανδίας.
Όταν ο Τερζάκης θεωρούσε το «ωραίο» ως μια έκτακτη επάρκεια για την αρχαιότητα, δεν εννοούσε παρά την επίτευξη μιας θαυμάσιας ισορροπίας ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, ανάμεσα στο φλεγόμενο ψυχισμό και το μέτρο. Δεν εννοούσε παρά την απόλυτη προσέγγιση της υπερβατικότητας του κόσμου. Ο Άγγελος Σικελιανός ετάχθη σε τούτο το σκοπό, κήρρυξε το λίγο της ψυχής, το λίγο της αγάπης που αρκεί και στάθηκε οικουμενικός, καθώς οι αρχαιοελληνικές αναγωγές του. Στο συνοικισμό της αρχαίας Σαισαρίας, στη λακωνική γη, στους πετρώδεις λόφους των κοντινών προς την Αττική νήσων, υφίστανται μνήμες από τέτοιους ποιητές. Δημιουργούς που κάποτε εγκατέλειψαν την τέχνη τους, ξεπέρασαν τα μέσα και περιέγραψαν το Θεό που γυρνά στους δρόμους και πεθαίνει από αγάπη.

Ἄγγελος Σικελιανός
Ἱερὰ Ὁδός
(1935)

Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.

Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.

Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.

Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.

Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.

Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.

Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!

Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.

K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.

Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.

Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.

Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.

Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»

Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:

«Θὰ ῾ρτει.»

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)