Σεργιάνι στις μνήμες του ηθοποιού Γιάννη Λιακάκου.

24grammata.com/ κινηματογράφος

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Φωτογραφίες: Καλλιόπη Μαλλόφτη.

Επιθετικός και παθιασμένος, σαν τον Οθέλλος,  αυτός είναι σπουδαίος ρόλος, αυτόν θέλει να αναστήσει στο σανίδι ο Γιάννης και δεν κάνει συμβιβασμούς, περιμένει, ξέρει πως θα κάτσει και αυτή, η ευλογημένη ώρα.

Μα δεν σας σύστησα, να σας γνωρίσω τον κύριο Λιακάκο, τον Γιάννη Λιακάκο.

Φυσικά ξέρετε τον Γιάννη, μα και βέβαια θυμάστε, περισσότερο τους ρόλους που έπαιξε, 20 κινηματογραφικές ταινίες, 50 θεατρικές παραστάσεις και περισσότερες από 40 συμμετοχές σε μεγάλα σήριαλ της τηλεόρασης. Όλα αυτά από το 1966, που τελειώνει τη δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη και κάνει την ζωή του παράσταση.

Έχετε δίκιο, φυσικά και δεν έκαψαν ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας τα μάτια του.

Είμαστε στον Φλοίσβο, καφετέρια στο κέντρο του πάρκου, έχει ζέστη εδώ μέσα, μα τα νωτισμένα τζάμια δείχνουν τα δεντράκια να υποφέρουν στον βοριά, Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης που λέει και κοσμάκης.

Μιλάμε φωναχτά, τριγύρω δεν μας δίνουν σημασία, ώσπου ένας λεβεντόγερος σηκώνεται και πλησιάζει,

-Γειά σου Γιάννη, Σπαρτιάτης κι εσύ, σε θυμάμαι, πάντα σε καμαρώναμε.

Ο Γιάννης σαν να χαμήλωσε τη φωνή του, ντράπηκε και γοητεύτηκε μαζί, ένας άγνωστος τον αναγνώρισε, ξεκίνησε να περιγράφει την διαδρομή της ζωής του.

Γεννήθηκε στον Πειραιά, στα Γερμανικά της Νίκαιας, με καταγωγή όπως ο ποιητής Νικηφόρος βρεττάκος, Σπαρτιάτικη, από τις Κροκεές.

Μοναχοπαίδι, ταμένο από τη μάνα, στην Αγιά Τριάδα του Πειραιά.

Εκάμανε νουνό τον Κούλη Μαυρομιχάλη, ο ναύαρχος, τελευταίος απόγονος της σπουδαίας φαμίλιας,  είδε τον μικρό και ζήτησε να γίνει ο πνευματικός πατέρας.

Στα οκτώ του και πάτησε πόδι στην εμμονή του νονού, τον προετοίμαζε για την σχολή ναυτικών δοκίμων και όλο έψηνε τους γονείς κάμουν θαλασσόλυκο τον μοναχογιό τους.

Ο Γιάννης είχε αποφασίσει, από μικρό παιδί, έλεγε και ξανάλεγε στους δυό, απορημένους από το τσαγανό του, γονείς, πως μοναχά  ηθοποιός θέλει να γίνει.

Τελείωσε την εμπορική σχολή του Πειραιά και στο τέλος της εφηβείας του, έψαχνε μεροκάματο στο λιμάνι, όπου διάβασε τα μεγάλα κολυβογράμματα, «ζητείτε μικρός», στην τζαμαρία  ενός τυπογραφείου. Δεν δίστασε ο πιτσιρίκος Γιάννης, πρωτόμαθε την τέχνη της στοιχειοθεσία, δεν είχε τότε κόλπα με υπολογιστές, σιδερένια γράμματα, στοιχεία έμπαιναν ανάποδα και έφτιαχναν την μήτρα που πατούσε το μελάνι στο χαρτί.

Παράλληλα εξελλίσεται σε έναν γερό, εξαιρετικό πυγμάμο με την ομάδα του Ολυμπιακού.

Συνεχίζει να δουλεύει, μεγάλος εκδοτικός οίκος στην Αθήνα, βγάζει γερό μεροκάματο, 100 δραχμές την ώρα, μα τώρα είναι που ξεδιπλώνει το όνειρο. Γράφεται στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, στο τέλος τις πρώτη χρονιάς κλείνει. Ψάχνεται, δεν εγκαταλείπει και δίνει εξετάσεις με επιτυχία στη σπουδαία σχολή του Θεοδοσιάδη, εκεί περνά τα επόμενα δύο χρόνια και ψήνεται, προετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο στο σανίδι.

Σταματά στα ξαφνικά την ιστορία, θέλει να μας ξεκαθαρίσει πως μόνο τέσσερις φορές πέρασε οντισιόν, όχι , δεν κρύβει μυστικά και άσσους στο μανίκι της υποκριτικής τέχνης. Είναι ντροπαλός, με μιαν έμφυτη συστολή, ο Γιάννης Λιακάκος, διπλομετρά το βήμα, ακόμα και την σκέψη του.

Πτυχιούχος πια, περνά για το πρώτο δοκιμαστικό του, από την Καλλιθέα, για την παράσταση  «Η δίκη του Κολοκοτρώνη».

Πήρε το ρόλο, έκαμε τον βασιλικό επίτροπο, μα δεν θέλει και να το πολυ λέει, οι θεατές του πέταξαν καρέκλες μόλις ολοκλήρωσε το λόγο του επάνω στη σκηνή.

Από τη μια μόλις είχε ολοκληρωθεί το βασιλικό πραξικόπημα, από την άλλη φαίνεται πως ξεπέρασε τον ρόλο, βγήκε σαν αληθινός επίτροπος του Βασιλιά, έτσι για τους θεατές δεν ήταν ο άγνωστος ηθοποιός Γιάννης Λιακάκος, μα ένας μισητός εχθρός.

Ο Γιάννης είχε πια πάρει φόρα, σταμάτησε τα μεροκάματα στο τυπογραφείο και μπαινόβγαινε στα στούντιο γυρίζοντας ταινίες.

Φιλμ, ταινίες από εκείνες που ποτέ δεν τις χορτάσαμε.

Στέκεται σε πρόσωπα δασκάλους, στον Νίκο Παπακωνσταντίνου, τον Τζαβάρα Καρούσο, τον Μάνο Κατράκη αλλά και τον Γρηγόρη Γρηγορίου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Γεωργία Βασιλειάδου, μα και τον Κώστα Χατζηχρήστο.

Θυμάται τις ταινίες που έκαμε με τους δυό τελευταίους,

«Την Σμυρνιά» και το «ένα μπουζούκι αλλιώτικο από τα άλλα».

Τόσο η Βασιλειάδου όσο και ο Χατζηχρήστος του έλεγαν πως θα παίξουν τον ρόλο όπως τον νιώθουν, θα αυτοσχεδιάσουν, θα βγούν όπως τους ταιριάζει και θα του δώσουν στο τέλος τηνν πάσα, για τη δικιά του σειρά.

Διάβαζαν, μελετούσαν και έμπαιναν, σαν να φορούσαν ρούχο στο κορμί, την ψεύτικη σάρκα, εκείνου που υποδύονταν, δεν είναι λοιπόν τα γραμμένα λόγια, ήταν μια δημιουργία με όλο τους το είναι, μικρό ρόλο έπαιζε η ακρίβεια των τυπωμένων διαλόγων.

Ένα σωρό μνήμες ξεπήδησαν στα ξαφνικά, από τα στενά του μυαλού του, ήταν στον «Παπαφλέσσα» που έβαζε πέτρες στο τουρμπάνι του μακαρίτη ηθοποιού Δήμητρη Μπισλάνη. Το γύρισμα ήταν στα βουνά της Μακρυνίτσας, κρατούσε για ώρα, τράβελινκ, πάνω στα άλογα και ο ηθοποιός που έκανε τον Τούρκο αξιωματικό του Δράμαλη  δεν άντεξε. Ο Γιάννης είχε τότε τον ρόλο του Νικήτα Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα.

Στο «Δώστε τα χέρια» του Ερρίκου Ανδρέου, έκανε τον αντάρτη,  ήταν και καλός ιππέας, ένα κρυφό προσόν που τελικά αποδείχθηκε τόσο χρήσιμο, αφού ήταν τις μόδας η ιππασία στα φιλμ της εποχής.

Η συμμετοχή του σε ταινίες δεν σταμάτησε, μικροί και μεγάλοι ρόλοι, όμως η αδυναμιά του ηθοποιού είναι η πραγματική επαφή με το κοινό, το θέατρο, εκεί είναι που δίνει τον παθιασμένο εαυτό του.

Γνώρισε, έπαιξε, πλάι-πλάι με τον Μινωτή, την Παξινού, τον Φωτόπουλο, τον Μυράτ αλλά και τόσους καλλιτέχνες που μας έμαθαν να κλαίμε δίχως ντροπές.

Αρχαίες τραγωδίες, Σαίξπηρ, Μολιέρος, Στριμπεργκ, Ιψεν.

Στο εθνικό θέατρο, στο άρμα θέσπιδος, μα και σε ένα σωρό άλλους θιάσους.

Την ίδια εποχή, την μεταπολίτευση, συμμετέχει σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό από τις τηλεοπτικές παραγωγές. Σήριαλ που έμειναν στην ιστορία για την ποιότητα και την γνήσια ελληνικότητα τους.

Ενδεικτικά δουλεύει στη «Γειτονιά», στο «Λούνα Πάρκ», στην «Κραυγή των Λύκων», στον «Ρόκκο Χοιδά», την «Χαμένη Άνοιξη».

Ο καφές μας έχει τελειώσει, η ώρα προχώρησε, αδυσώπητος ο χρόνος, αναρωτιέμαι τι μένει από όλα αυτά, από μια ζωή να υποδύεσαι κάποιον άλλον. Να μεταμορφώνεσαι και κάθε τόσο να εξαυλώνεις τα χαρακτηριστικά σου και να γίνεσαι άλλοτε μισητό, σιχαμένο πρόσωπο και άλλοτε ένας λατρεμένος, άγνωστος φίλος.

Με προλαβαίνει με μια ιστορία, ήταν στην Αίγινα, όταν συνομιλόντας με την σύζυγο του, η διπλανή παρέα αναγνώρισε τη φωνή του, από το ρόλο που υποδυόταν στο σήριαλ «Γειτονιά», εκεί έκανε έναν διαφορετικό αστυνομικό. Έναν πράο, μαζεμένο και φιλειρηνικό πολιτσμάνο.

Αν τολμούσα να αγγίξω ένα κάρβουνο πάνω σε χαρτί, αν έφτιαχνα ένα σκίτσο, θα ήταν ο Γιάννης, χαμογελαστός, σεμνός και ταπεινός.

Στα νειάτα τώρα, τον ρωτώ για το καινούριο, το φρέσκο αίμα και πάλι ένας άσσος στο μανίκι του, ήταν για δεκατρία χρόνια δάσκαλος στην δραματική σχολή «Περίακτος», του βασίλη Ρίτσου.

Είχε δυό τάξεις, την πρώτη και την τελευταία, την Τρίτη.

Έμπαιναν και έβγαιναν οι μαθητές από τα χέρια του. Πολλοί δεν τον συμπάθησαν, τον έπαιρναν από κακό ματί, βλέπεις ο Γιάννης, δεν πιστεύει πως φτάνει το ταλέντο. Για αυτόν μετρά ο χαρακτήρας και το στρώσιμο στην δουλειά.

Δεν αμφιβάλλει για το πηγαίο ταλέντο των νέων ανθρώπων, επαναλαμβάνει, υπάρχουν σπουδαία παιδιά που θα μας πάνε πολύ μπροστά. Τα καμαρώνει, τα θαυμάζει.

Οι ατάλαντοι όμως δεν στέκονται, φεύγουν στα γρήγορα, εκείνοι που κοπιάζουν κάνουν τη σπίθα, φλόγα και στο τέλος πυρκαγιά που μπορεί να ζεστάνει όλο τον κόσμο. Αυτοί θα μείνουν.

Φοβάται για τα ψεύτικα φώτα, εκείνα τα λαμπιόνια της τηλεόρασης, που παραμυθιάζουν, ανεβάζουν ψηλά τους καλλιτέχνες, κάνοντας τους να σταματούν την αναζήτηση και το κοινό να στέκεται απαίδευτο, να καταπίνει κάθε σκουπίδι.

Βρήκαμε τον Γιάννη τυχαία, από τον σημερινό του ρόλο, είναι ο κος Άσλαξεν εκδότης μιας λαικής εφημερίδας, στην θεατρική παράσταση «ένας εχθρός του λαού» του Ίψεν και ανεβαίνει από την ομάδα «Μορφές Έκφρασης», του Θωμά Κινδύνη σε σκηνοθεσία του Νίκου Περέλη.

Δεν είναι μόνο το παίξιμο, είναι η μετρημένη, ουσιαστική παρουσία του στη σκηνή, που μας έκανε να αναρωτηθούμε και να τον αναζητήσουμε.

Ένας ζωντανός εκπρόσωπος μιας γενιάς που τα μαζεύει βιαστικά, στα δικά τους χρόνια δεν ήταν αναγκαία προυπόθεση το like και το share, για τον φωτισμένο καλλιτέχνη.

Ούτε πολυκάμερα ob-van, κατέγραφαν παραστάσεις μια κι έξω. Έμαθε πως ο κάθε ρόλος θέλει σκληρή δουλειά για να κατακτηθεί, κόντρα στους βιαστικούς καιρούς, ματώνει για να πλέκει εικόνες στο μυαλό των θεατών και επιμένει, να κάνει πρώτα από όλα, αληθινά δικό του, το συναίσθημα μιας παράστασης και έπειτα να το μοιράζει, να το χαρίσει απλόχερα σε όλους εμάς τους θεατές.