Σχετικά με τους Γίγαντες του βουνού, του Luigi Pirandello

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Διαβάστε το ebook του 24grammata.com: Luigi Pirandello ” Γίγαντες του Βουνού”/ Giganti della Montagna (ιταλική γλώσσα) κλικ εδώ

γράφει η Ελένη Γεωργίου

αποκλειστικά στο 24grammata.com

Άρνηση της ύλης…
Προβολή των ονείρων…
Παιχνίδι με τις σκιές…
Η μοίρα της ποίησης σε ένα βάναυσο κόσμο…
Η αποθέωση του θεάτρου…

Σχετικά με τον τίτλο του έργου:
Μπορούμε να αναζητήσουμε την ερμηνεία των γιγάντων, μέσα από την αντιφατικότητα, περιβάλλοντος- ιδιότητας,  ανάμεσα στις λέξεις του συγγραφέα: «Αν ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει τη μικρότητά του, πάει να πει πως συλλαμβάνει το απεριόριστο μεγαλείο του σύμπαντος. Πώς μπορούμε τότε να αποκαλέσουμε μικρό τον άνθρωπο;  Παρ’ όλα αυτά είναι αλήθεια πως αν ο άνθρωπος αισθάνεται μεγάλος και ο χιουμοριστής είναι γνώστης του γεγονότος. τότε μπορεί να τον δούμε και σαν τον γίγαντα Γκιούλιβερ στη Lilliput ή σαν ένα παιχνιδάκι στα χέρια των γιγάντων του Brobdingnag»1.
Η ιδέα των γιγάντων πηγάζει από τη μυθολογία των Ελλήνων, που τόσο πολύ αγαπούσε ο Pirandello:  Οι γίγαντες με τη δύναμή τους θέλουν να καταλάβουν την εξουσία σε όλο το σύμπαν. Απ’ την παιδική ηλικία του συγγραφέα, έμειναν σίγουρα, ως σημεία αναφοράς, τα γκρεμισμένα αγάλματα των γιγάντων, του αρχαιολογικού τόπου του Agrigento: εικόνα που έθρεψε τη φαντασία του, μαζί με τις άλλες σικελικές εικόνες που συναντούμε σε όλο το συγγραφικό του έργο. Δε θα ήταν αδόκιμο να κάνουμε το σύνδεσμο των γιγάντων, του Σικελού δραματουργού, με τους γίγαντες του Δον Κιχώτη του Cervantes: ένα κείμενο που τόσο πολύ θαύμαζε ο Pirandello, με έναν ήρωα, με τον οποίο  o Pirandello ταυτιζόταν ψυχικά.

Την ιδέα για το έργο είχε αρχίσει να επεξεργάζεται, ο συγγραφέας, από το 1928 και άρχισε να τη συγγραφή του μετά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεματολογικά όμως το πρόπλασμα των Γιγάντων του βουνού απαντάται στα χρόνια της νεότητάς του Pirandello, στην πρώτη του κωμωδία, Gli uccelli dall’ alto, ένα έργο που κάηκε μαζί με άλλα και του οποίου ο τίτλος συμβόλιζε τη μάχη του ανθρώπου για την επίτευξη των στόχων του.  Ο Gaspare Giudice ισχυρίζεται ότι, ως προς τον τίτλο, ο Pirandello είχε επηρεαστεί από το έργο του Dunsany, Οι θεοί του βουνού (The Gods of the Mountains), το οποίο είχε συμπεριλάβει το 1925, στο άνοιγμα του θεάτρου Odescalchi.

Οι Γίγαντες και η Τέχνη:
Οι Γίγαντες του βουνού αν και έμειναν ανολοκλήρωτοι, αποτελούν την πεμπτουσία της πιραντελλικής φιλοσοφίας. Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να γράψει την Γ’ πράξη, αλλά πρόλαβε, την παραμονή του θανάτου του, να την αφηγηθεί στον γιο του, Stefano Pirandello2. Το κείμενο είναι ένα κράμα εξπρεσιονισμού (με γκροτέσκ παραμόρφωση) και υπερρεαλισμού, μέσα από το οποίο η διάθλαση της πραγματικότητας, φαντασιοκοπεί με μία δύναμη ανυπέρβλητη. Τα πρόσωπα του έργου, κινούνται σε παράλληλους, ονειρικούς κόσμους, σε μια συμφωνία από ήχους, εικόνες και νοήματα.
Ο Pirandello στα τελευταία έργα της ζωής του -Η νέα αποικία (La nuova colonia), Λάζαρος, ( Lazzaro),Το Παραμύθι του κλεμμένου παιδιού (La favola del figlio cambiato), Οι γίγαντες του βουνού (I giganti della montagna)-, περισσότερο απ’ ότι στα προηγούμενα έργα του, αποκαλύπτει τη σουρεαλιστική του φύση, με έργα που μεταφέρουν διφορούμενα μηνύματα. Πρόκειται για μία δημιουργική περίοδο λιγότερο πολεμική με μια πλούσια, από ανθρωπισμό, τέχνη, αλλά με μειωμένα τα στοιχεία της απογοήτευσης και της πίκρας – σε σχέση με την προηγούμενη δημιουργική του περίοδο-. Η ανάγκη της καταφυγής στο Μύθο, έχει απαλύνει στο έργο του τις αιχμές.
Οι Γίγαντες του Βουνού συχνά ερμηνεύονται ως ένα σχόλιο σχετικά με την τέχνη και τον ολοκληρωτικό της “περιορισμό”. Τα ερωτήματα που ανοίγουν, η έλλειψη του τέλους, δια χειρός Pirandello και οι σκηνικές επιλογές του σχετικά με την Γ’ πράξη, αυτόματα, ανατρέπουν την ιδέα αυτού του περιορισμού και δικαίως, αφού τα όρια, δεν αντιπροσωπεύουν τη συγγραφική –ως προς τα νοήματα- ιδιαιτερότητα του δραματουργού. Το κύκνειο άσμα του Pirandello, που λειτουργεί ως το απόσταγμα της σκέψης και των εμπειριών του, αποτελεί σίγουρα μία ποιητική χίμαιρα.

Η υπόθεση του έργου είναι η ακόλουθη:
Ο θίασος του  Κόμη, αποδεκατισμένος, φτάνει σε έναν ερημικό τόπο που κατοικείται από τους Κακότυχους: ένα πλήθος οραματιστών.
Η Κόμισα Ίλζε υποστηρίζεται από τον σύζυγό της για συνεχίσει την αποστολή της απέναντι στην τέχνη. Ο Κόμης ξόδεψε όλη του την περιουσία για χάρη της θεατρίνας γυναίκας του, η οποία επιμένει να παίζει, με αποτυχία, το έργο ενός πεθαμένου ποιητή, που αυτοκτόνησε για χάρη της, έτσι ώστε το έργο του να ζήσει μέσα από εκείνη. Η αποστολή της είναι να κοινωνήσει την ποίηση του νεκρού, στους ανθρώπους. Ο μάγος Κοτρόνε, καλεί τους ηθοποιούς να μοιραστούν στέγη και όνειρα, αφού η ποιητική τους τέχνη μπορεί να πραγματωθεί άρτια στην περιοχή των Κακότυχων, στον τόπο των οραμάτων. Τα μέλη του θιάσου, επιμένοντας να βρουν θεατές, αρνούνται να παραμείνουν κοντά στον Κοτρόνε και στους συντρόφους του και οδηγούνται στους Γίγαντες του βουνού, τη μέρα που πραγματοποιούν τους γάμους τους. Η Ίλζε επιμένει, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται από τη συμπεριφορά του κοινού, να παίξει μπροστά στους υπηρέτες, όπου τους έχουν παραπέμψει οι Γίγαντες και τελικά σπαράζεται από το πλήθος. Ο Κόμης αποζημιώνεται αδρά για την παράσταση και προφασίζεται ότι θα χτίσει ένα αιώνιο μνημείο για τη σύζυγό του, παρά τα ελαφρωμένα αισθήματα πίστης προς τη νεκρή ποίηση.

Στους Γίγαντες του βουνού που αποτελούν το τελευταίο έργο από τα έργα της τριλογίας του Μύθου3, ο συγγραφέας αναπτύσσει και εξερευνά τις δυνατότητες του Μύθου. Σ’ αυτή την τριλογία προσπαθεί, επιμένοντας ως προς την αλήθεια που πηγάζει μέσα από την παραβολή, να καθορίσει κάποια σημεία αναφοράς σε σχέση με την κοινωνία, την πίστη και την τέχνη.  Το τελευταίο, ως πιο ενδιαφέρον έργο της τριλογίας, ίσως και λόγω της ημιτελούς του φύσης, αποτελεί μία πολύπλευρη φυγή απ’ την πραγματικότητα: Φυγή υπό τη σκέπη της τέχνης (Θίασος), υπό της σκέπη του ονείρου (Κακότυχοι), ακόμα κι υπό τη σκέπη των προσωπικών  εμμονών και οραμάτων (La favola del figlio cambiato) 4. Το θέατρο του Μύθου εμπερικλείει το δράμα της αντιμετώπισης της τέχνης: την ονειρική κατάσταση ενός καθαγιασμένου πλέον πολέμου μεταξύ Λόγου και Ποίησης5. Ο Pirandello έχει αφήσει πίσω του τον αστικό απόηχο, εντός του οποίου καταναλώνεται και χάνεται η ύπαρξη της ανθρωπότητας.  Στους Γίγαντες δε βρίσκουμε κανένα ίχνος των ανθρώπων που αγωνίζονται καταπιεσμένοι να διαφύγουν των αστικών νημάτων που τους οδηγούν σε μία κατάσταση τρέλας, αλλά βρίσκουμε τους εκπροσώπους δύο μοντέλων ζωής: Εκείνων που έχουν διαλέξει να ζουν με την παραίσθηση του ονείρου, απομονωμένοι από τον πολιτισμό και που επιλέγουν να φτιάξουν τη ζωή τους μέσα σε μια φανταστική πραγματικότητα, διαφορετική για τον καθένα και εκείνων που διαιωνίζουν φορμαλιστικά, μέσω του θεάτρου, την ποίηση.
Στο κείμενο των Γιγάντων ο μύθος, ως παραβολή, εμπλουτίζει με ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο τα γεγονότα της καθημερινότητας. Ο συγγραφέας εξερευνεί μέσω του άγνωστου στοιχείου που υποστηρίζεται από το Μύθο, την ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία:  δημιουργία που διαφεύγει  της υλικής υπόστασης και δημιουργεί την “ύλη” της ψυχής. Με τη δημιουργία της βίλας των Κακότυχων, ο Pirandello δίνει την αφορμή για την εξερεύνηση του αγνώστου, του ιδανικού τόπου της φαντασίας. Η βίλα, το μαγικό σπίτι του θεάτρου, αποτελεί το μόνο τόπο όπου οι χαρακτήρες, γραμμένοι από ένα ποιητή, μπορούν να παρουσιαστούν τέλεια, επειδή εμφανίζονται ακριβώς όπως στη φαντασία του συγγραφέα, χωρίς τη διαμεσολάβηση του σώματος. Είναι ο τόπος με τα “θεατρικά υλικά” που μπορούν να ζωντανέψουν κάθε εικόνα, με όλους τους μηχανισμούς που μπορούν να γεννήσουν το μυστήριο. Μία μηχανή θεάτρου που αντιτίθεται στην άδεια σκηνή των Έξι προσώπων: Μέσα από αυτό το κείμενο ολοκληρώνεται το αίτημα των Προσώπων να ζήσουν πραγματικά- χωρίς συγγραφέα. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Γίγαντες του Βουνού, φωτίζουν όλο το προηγούμενο έργο του συγγραφέα με ένα αλλιώτικο φως. Κάτω από τα πέπλα της φαντασίας, στην ίδια τη ζωή, γίνεται περιττή η διαμεσολάβηση του καλλιτέχνη.
Για να προβάλει τον κόσμο της φαντασίας, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνολογία, μεταβάλλοντας την ύλη των ηθοποιών σε φαντάσματα, προσδίδοντας μια μυστικιστική, πνευματική έμφαση, στους δραματικούς χαρακτήρες (Κακότυχοι).
Για τον Pirandello, το θέατρο, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική φόρμα, αποτελεί την ενσάρκωση της ποίησης. Το μυστήριο της τέχνης.
Η τέχνη στους Γίγαντες του βουνού σκοτώνεται δύο φορές, την πρώτη σκοτώνεται υλικά (αφού μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο φαντασίας-ζωής) και τη δεύτερη σκοτώνεται από την ύλη και την υλιστική τάση του ανθρώπου.  Και τις δύο φορές όμως σκοτώνεται μέσα από μία παραστατική διαδικασία.
Πρόκειται για την αποθέωση του θεάτρου μέσα από το σπάσιμο της θεατρικότητας.
Οι Γίγαντες του βουνού, αποτελούν το πλέον μεταθεατρικό έργο του συγγραφέα: Ο μύθος της τέχνης απαρτίζεται από την ποίηση, από τη φαντασία, από την αναπαράσταση και από το κοινό.  Το παιχνίδι της μεταθεατρικότητας, πολλαπλασιάζεται καθώς μαζί μ’ αυτό πολλαπλασιάζεται και το κοινό. Οι Ηθοποιοί παρουσιάζουν το θέατρό τους στους Κακότυχους και αντίστοιχα οι Κακότυχοι στους Ηθοποιούς, δημιουργώντας τρεις ομάδες κοινού, δύο επί της σκηνής (η ομάδα που παρακολουθεί την ομάδα που πράττει- και που εναλλάσσονται ως δρώντες και θεατές) και μία επί της πλατείας (η ομάδα των θεατών του έργου).  Στην Γ’ πράξη και ενώ η Ίλζε παίζει στους υπηρέτες των Γιγάντων, οι ομάδες των θεατών γίνονται τέσσερις: Παρακολουθούν οι υπηρέτες που αντιδρούν λόγω της μη κατανόησης και επεμβαίνουν, οι Κακότυχοι που κατανοούν και δεν επεμβαίνουν, λόγω θέσης, ο θίασος της Ίλζε, που ακολουθεί τις οδηγίες της και δεν επεμβαίνει στη ροή του έργου και οι θεατές που, κατανοούν και ερμηνεύουν και οι τελευταίοι χωρίς να επεμβαίνουν. Αυτός ο τετραπλασιασμός του κοινού, ενοχοποιεί περισσότερο τη αμέτοχη στάση απέναντι στην τέχνη, την ευθύνη απέναντι στη σιωπή.
Έξω από τον κόσμο του ονείρου, ο πραγματικός κόσμος είναι αυτός των Γιγάντων, των ισχυρών, των αφιερωμένων στην άσκηση βίας και στο κυνήγι της ύλης. Ένας κόσμος αποξενωμένος από το συναίσθημα και την ομορφιά εστιασμένος στην υλική ευφορία. Ένας κόσμος που επιβάλλεται στην ανθρωπότητα με τη δύναμη.  Ένας κόσμος πίσω από την κουρτίνα (του θεάτρου και της ζωής) ως απεικόνιση της πραγματικότητας με τους χιλιάδες υλικούς πειρασμούς, που απενεργοποιούν το συναίσθημα.  Οι Γίγαντες δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη παρά μόνο για την ανάπτυξη και την αύξηση των δυνάμεών τους. Εδώ γίνεται σαφές το πολιτικό σχόλιο του Pirandello, σχετικά με τους ανθρώπους της εξουσίας: αδιαφορώντας για την τέχνη, υποσκελίζοντάς την, την πετούν στους υπηρέτες τους (στον απλό λαό), ο οποίος χωρίς τη δυνατότητα της κατανόησης και λόγω εγκατάλειψης των αξιών, θεωρεί τον ποιητικό λόγο προκλητικό.
Δεν είναι η άρνηση που σκοτώνει την  Ίλζε, αλλά κάτι πολύ χειρότερο, η αδιαφορία… η κοινωνία που μέρα με τη μέρα γίνεται πιο αναίσθητη απέναντι στην τέχνη, απέναντι στην ευαισθησία. Γίγαντες γινόμαστε εμείς, όταν αδιαφορούμε για την ποίηση. Ο συγγραφέας μας γυρίζει τον καθρέφτη ώστε να δούμε τα πρόσωπά μας στους Γίγαντες και στους υπηρέτες τους. Να κατανοήσουμε ότι είμαστε κατευθυνόμενοι υπηρέτες της ύλης και ότι εκπίπτουμε στο λυκόφως της ψυχής. Να επανεξετάσουμε τη ζωή μας και να αναρωτηθούμε για την ανθρώπινη μοίρα και πριν να είναι πολύ αργά, να ουρλιάξουμε μαζί με τους Κακότυχους «Φοβάμαι, φοβάμαι6» Και πόσο αρμονικά, αυτές, οι συμπτωματικά τελευταίες φράσεις του έργου, που εκφράζουν το φόβο, ταιριάζουν με τις πρώτες του φράσεις, που σηματοδοτούν την άφιξη των ανθρώπων.
Ως μεταφορά στην οποία η ισχύς συνθλίβει την τέχνη, το αριστουργηματικό πιραντελλικό έργο, με τα νοήματα και τη δύναμη της ποιητικής αξίας, λειτουργεί  σαν υπόδειγμα μέχρι τις μέρες μας, σε μήκος χρόνου.

Κοτρόνε και Ίλζε: Στους δύο πόλους της Τέχνης.
Οι χαρακτήρες στο έργο, συμβολικοί, ακολουθούν την εξελικτική πορεία των χαρακτήρων του Pirandello που εμφανίζονται στη σκηνή, ζωντανεύοντας μέσα από τα διηγήματά του.
Ο Koτρόνε, με το κόκκινο τούρκικο φέσι στο κεφάλι, μοιάζει να είναι η μετεξέλιξη του ήρωα του διηγήματος La Lega disciolta, υπερασπιστής όλων όσων υποφέρουν από την απληστία των αφεντικών τους.
Ο Κοτρόνε μπορεί να γίνει αυτό που θέλει, μέσα από τα υφαντά του οράματα και τις μεταμορφώσεις του, μέσα από την εκμετάλλευση των εικόνων7  «Siamo qua come agli orli della vita […]Tutto l’infinito che è negli uomini, lei lo troverà dentro e intorno a questa villa». Η δύναμή του αφορά στην εξαΰλωση της φύσης. Υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα του κόσμου της φαντασίας, κάνοντας έκκληση να πιστέψουμε στο παιχνίδι, όπως τα παιδιά.
Αντανακλά το πνεύμα του Pirandello με τη λάμψη της απόλυτης αντίθεσης φόρμας- περιεχομένου. Από τα λόγια του, πηγάζει ως σοφία, η ηρεμία που προέρχεται από την ελεύθερη επιλογή να ζήσει απαλλαγμένος από τα κοινωνικά πρότυπα, έχοντας ανακαλύψει την κρυμμένη πραγματικότητα, μέσα του. Ξέρει να  ανασύρει την αλήθεια μέσα από το  όνειρο, απαλλαγμένος από τις περιττές ανάγκες και να ανακαλεί το όνειρο μέσα από την αλήθεια, και πολύ περισσότερο μέσα από την αλήθεια της ψυχής του: «[…] Tutte quelle verità che la coscienza rifiuta.

Le faccio venir fuori dal segreto dei sensi, o a seconda, le più spaventose, dalle caverne dell’istinto.
Ne inventai tante al paese, che me ne dovetti scappare, perseguitato dagli scandali.
Mi provo ora qua a dissolverle in fantasmi, in evanescenze. Ombre che passano.
Con questi miei amici m’ingegno di sfumare sotto diffusi chiarori anche la realtà di fuori, versando, come in fiocchi di nubi colorate, l’anima, dentro la notte che sogna».

Ο Κοτρόνε, μιλάει για την ελευθερία των ονείρων, γι αυτή την ελευθερία που στα προηγούμενα έργα του Pirandello εκφραζόταν μέσα από την τρέλα, που διασπούσε τους ήρωες που τη βίωναν. Πίσω από τα λόγια του μιλάει ο συγγραφέας, κατασταλαγμένος πως η ζωτική λειτουργία της τέχνης προϋποθέτει τη συνοχή με το όνειρο.  Τα φαντάσματα δένουν τον ήρωα με τον τρόπο που δένουν και τον Pirandello με τη γενέτειρά του και με τους θρύλους του τόπου του.

Η Ίλζε : il se ή  il sé = η του εαυτού, γίνεται ιέρεια μια φωτιάς που δεν πρέπει να σβήσει και εξιλαστήριο θύμα της. Λαχταράει να προβάλει στον καθρέφτη της πραγματικότητας, μέσα από τη διαδικασία της  αναπαράστασης, τη δύναμη του ποιητικού λόγου: Η μόνη επιλογή που της δίνεται, είναι με κίνδυνο της ζωής της να παίξει μπροστά στους Γίγαντες και να σπαραχθεί. Για την Ίλζε τέχνη σημαίνει η ικανότητα να ξαναφτιάξεις τον κόσμο, πέρα από την ύλη και γι αυτή την ιδέα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τη θυσία της, παραδίδεται στο απόλυτο. Η Ίλζε έχει επίγνωση του κινδύνου που διατρέχει φέροντας ένα έργο, τόσο πλούσιο σε συμπόνια, σε εκείνους που είναι τυλιγμένοι στην απάθεια. Πίσω από αυτή την επίγνωση σχηματίζεται η  τραγωδία του θανάτου της τέχνης στη σύγχρονη κοινωνία. Η ηρωίδα με αποστολή να γίνει ιέρεια της τέχνης της, αδυνατεί να απαλλαχθεί από την ανάγκη των άλλων. Vive in me; ma non basta! Deve vivere in mezzo agli uomini.
Η ποίηση δε θα φτάσει ποτέ στην ψυχή των βαρβάρων, καθώς η τέχνη γίνεται κατανοητή μόνο από εκείνους που μπορούν να αποσπαστούν από τον κόσμο της συνήθειας. Η ηρωίδα σπαράζεται ως άλλος Ορφέας. Μέσω αυτού του σπαραγμού διασπάται κάθε προηγούμενη ιδεολογία του Pirandello.  Μετά το σπαραγμό της, η ποίηση ταξιδεύει στο ίδιο κάρο με τα αντικείμενα του θεάτρου.

Pirandello: η αρχή και το τέλος.
Ο συγγραφέας ολοκληρώνοντας ένα κύκλο από τη γέννησή του, στο κύκνειο άσμα του, επαναφέρει την εντύπωση του πράσινου φωτός των πυγολαμπίδων και των σαρακινών ελιών. Κάποτε είχε γράψει για τη γέννησή του:
«Μια νύχτα του Ιούνη έπεσα σαν πυγολαμπίδα κάτω από ένα μεγάλο μοναχικό πεύκο, σε μια περιοχή γεμάτη σαρακινές ελιές, που προβάλει στις άκρες ενός οροπεδίου με γαλάζια άργιλο, στην αφρικανική θάλασσα. Γνωρίζετε πώς είναι οι πυγολαμπίδες. Η νύχτα φαίνεται ότι φτιάχνει το μαύρο της γι αυτές, οι οποίες, πετώντας κι εγώ δεν ξέρω προς τα πού, πότε εδώ και πότε εκεί, εκπέμπουν στιγμιαία εκείνη την πράσινη χαύνα αναλαμπή τους.  Κάθε τόσο πέφτει κάποια και ίσα που φαίνεται εκείνος ο πράσινος αναστεναγμός του φωτός στη γη, που δείχνει ανεπανόρθωτα μακριά. […]»
Το πράσινο φως των πυγολαμπίδων και η αιωνόβια σαρακινή ελιά ακολουθούν τον συγγραφέα στην ατέρμονη διαδικασία της λάμψης και της άνθισής του.

Σημειώσεις

1. Η αισθητική του χιούμορ, Πολύτροπον, Αθήνα, 2006.

2.  Η ΣΑΡΑΚΗΝΗ ΕΛΙΑ, Από το βιβλίο του Αντρέα Καμιλέρι, Λουίτζι Πιραντέλο, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004.
Όπως αφηγείται ο Stefano, την προτελευταία νύχτα της ζωής του ο πατέρας του ήταν πολύ ανήσυχος. Το επόμενο πρωί εξήγησε στο γιο του ότι είχε συνθέσει στο μυαλό του την Τρίτη πράξη των Γιγάντων, εκείνη που δεν είχε προλάβει να γράψει ακόμα.
«Το μόνο που έμαθα από Αυτόν εκείνο το πρωί ήταν ότι είχε βρει μια σαρακηνή ελιά. “Υπάρχει” μου είπε χαμογελώντας “μια σαρακηνή ελιά μεγάλη, στη μέση της σκηνής, με την οποία λύνω τα πάντα”. Κι επειδή δεν καταλάβαινα καλά, πρόσθεσε: “Για το άνοιγμα της αυλαίας”…
Έτσι κατάλαβα ότι σκεφτόταν από μέρες ίσως, πώς θα διευθετούσε αυτή τη λεπτομέρεια.  Ήταν πολύ ευχαριστημένος που το είχε βρει»
Το διάγραμμα της Τρίτης πράξης το είχε ήδη κατά κάποιο τρόπο ετοιμάσει, είναι εκείνη που μετέγραψε ο Stefano, στην οποία στηρίχθηκαν οι σκηνοθέτες που ανέβασαν τους Γίγαντες. Σύμφωνα με αυτό, το σκηνικό μπροστά στο οποίο θα γίνεται η παρουσίαση του Παραμυθιού, απλώνεται ανάμεσα στη σαρακηνή ελιά και στην πρόσοψη του σπιτιού όπου μένουν οι Γίγαντες, κρεμασμένο από ένα σχοινί. Όπως είναι γνωστό, η παρουσίαση θα πρέπει να γίνει μπροστά στους υπηρέτες των Γιγάντων, ενώ θα κάθονται στο τραπέζι με όλα τα καλά του Θεού στο πλάτωμα. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι για ένα σκηνοθέτη όπως ο Pirandello, το να φέρει στη σκηνή κάτι όπου θα έδενε τη μία άκρη του σχοινιού, για να κρατήσει το σκηνικό, ήταν ένα ασήμαντο πρόβλημα. Από τη στιγμή που οι υπηρέτες των Γιγάντων ήταν εργάτες ικανοί για βαριές δουλειές, στο πλάτωμα μπορούσε να υπάρχει άνετα ένας γερανός, δοκάρια για σκαλωσιές ή για να στηρίζουν στεφάνια και φώτα για τους γάμους των Γιγάντων. Όχι, ο Pirandello σκέφτεται μια σαρακηνή ελιά. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στη σκηνή της πρώτης πράξης, εκείνης που έγραψε ο Pirandello, υπάρχει κι άλλο δέντρο: Περίπου στο μέσο της σκηνής που σ’ εκείνο το σημείο είναι υπερυψωμένη, βρίσκεται ένα ψηλό κυπαρίσσι, που από τα γηρατειά έχει απομείνει μόνο ο κορμός του, σαν κοντάρι…
Οπότε, αν στην πρώτη πράξη υπάρχει ένα κυπαρίσσι, δέντρο τυπικό των κοιμητηρίων, δέντρο του Άδη («Θα βρεις αριστερά από την πηγή ένα κυπαρίσσι, διαβάζουμε στους Ορφικούς Ύμνους) τι μπορεί να σημαίνει το ότι στην Τρίτη πράξη ο Pirandello έλυσε τα πάντα με μια σαρακηνή ελιά; Η επιλογή δεν είναι τυχαία και μάλιστα αυτή η επιλογή τον ικανοποιεί πολύ. Γράφει σχετικά ο Λεονάρντο Σάσα:
«Δεν ήταν μόνο μια “τεχνική λεπτομέρεια” όπως σημειώνει ο γιος του, μια λύση σκηνική γι αυτό το έργο που δε θα την ολοκλήρωνε: ήταν μια λύση ουσίας, καθαρτήρια, που προσδιόριζε και έκλεινε ολόκληρο το έργο του, ολόκληρη τη ζωή του. Η σαρακηνή ελιά, ως σύμβολο ενός τόπου, ως σύμβολο της μνήμης του, της Μνήμης. Θα μπορούσαμε να πούμε: της Μνημοσύνης, της μητέρας των μουσών και ιδιαίτερα της μούσας του Pirandello, μιας Μνημοσύνης που σ’ αυτό τον “τόπο της μεταμόρφωσης” πήρε τη μορφή ελιάς: γήινη, βαθειά ριζωμένη, αυτοβούλως οργανική…»
Και όταν το σκηνικό θα σκιστεί, όταν η κόμισσα Ίλσε θα σκοτωθεί και θα κατασπαραχθεί από τους φτωχούς υπηρέτες, φανατικούς της ζωής, όταν ο Κόμης θα φωνάξει ότι η ποίηση έχει αφανιστεί από τον κόσμο, όταν όλοι θα έχουν απομακρυνθεί μεταφέροντας τη σορό της Ίλσε στο καροτσάκι με το οποίο ήρθαν, η σαρακηνή ελιά θα παραμείνει εκεί, στο μέσο της σκηνής, να αντιπροσωπεύει, να περιέχει, ως μοναδικό σώμα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον που ακόμα πρέπει να αντέξουμε.

…Πράγματι,
σαν από πάντα γεννημένοι
σαν για πάντα ζωντανοί
είμαστ’ εδώ.

(Καθώς έγραφα αυτές τις σελίδες επέστρεψα στην πόλη μου, στο Πόρτο Εμπέντοκλε, για μερικές μέρες. Μου ήρθε η επιθυμία ύστερα από πολλά χρόνια να δω από ψηλά τη Σκάλα των Τούρκων, ένα λόφο από ολόλευκη μάργα που κατεβαίνει στη θάλασσα. Είχε χτιστεί όμως ένα εστιατόριο που μου έκοβε τη θέα. Ο γιος του ιδιοκτήτη, ευγενέστατος, μου άνοιξε να μπω μολονότι το εστιατόριο ήταν κλειστό. Αμέσως είδα μια τεράστια σαρακηνή ελιά «με τον κορμό της στρεβλωμένο, στριμμένο με σκοτεινές ρωγμές –Σάσα-, σαν να τον είχαν βασανίσει και σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα το στεναγμό της». Σάστισα που είχε επιζήσει μία. Τότε ο νεαρός μού εξήγησε ότι η ελιά είχε μεταφερθεί εκεί από μια πόλη της ενδοχώρας και ότι την είχαν μεταφυτέψει με πολυδάπανες φροντίδες και με τη βοήθεια ενός γεωπόνου. Μου δήλωσε με περηφάνια ότι η ελιά είχε πιάσει και μου έδειξε τα νέα κλαδάκια με τα ασημοπράσινα φύλλα.
«Ποιος ξέρει πόσων χρονών είναι!» είπα.
«Το ξέρουμε» απάντησε ο νεαρός. «Ο γεωπόνος μέτρησε την ηλικία της».
Ήθελε να πει ότι είχε πάρει από τα πιο βαθειά σπλάχνα του δέντρου λίγο ξύλο, όσο του χρειαζόταν για τις εξετάσεις.
«Λοιπόν, πόσων χρονών είναι;» τον ρώτησα.
«Χιλίων διακοσίων» μου απάντησε ο νεαρός.)

3. Εκτός από τους Γίγαντες στην τριλογία εμπεριέχονται τα έργα Καινούρια αποικία και Λάζαρος, τα οποία έγραψε από το 1926 έως το 1936.

4. Σχετικά με την εμμονή του Pirandello σε σχέση με το Παραμύθι κάνει λόγο σε όλο το βιβλίο του ο Αντρέα Καμιλέρι.
5.  Στο έργο ο Pirandello κρατάει ισορροπία μεταξύ των στοιχείων της φόρμας και της φαντασίας, ενώ άλλοτε μαχόταν υπέρ της δεύτερης. (Αυτή η τάση εκδηλώνεται ιδιαίτερα στα δοκίμιά του: Arte e Scienza και Η Αισθητική του χιούμορ).
6. Τελευταία φράση της Β’ πράξης των Γιγάντων.  Καθώς η Γ’ πράξη δεν υπάρχει γραμμένη, θεωρείται η τελευταία φράση του έργου, δια χειρός Pirandello.
7. Claudio Vicentini, Pirandello. Il disagio del teatro, Marsilio, Venizia, 1993.

 

Διαβάστε το ebook του 24grammata.com: Luigi Pirandello ” Γίγαντες του Βουνού”/ Giganti della Montagna (ιταλική γλώσσα) κλικ εδώ