Σχόλιο στο «Χαμένο Νησί» του Μ. Καραγάτση (1943)

καραγατσης 24γραμματαΣΑΜΠΑΝ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Σχόλιο στο «Χαμένο Νησί» του Μ.  Καραγάτση (1943)

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν λιγοστές, σχεδόν σπάνιες. Μιλούμε για μορφές όπως του Ατζεσιτάνο που μυθικός και βασιλικός περνά στην ιστορία. Αυτή η περηφάνια του,  το δίχως ίχνος στίγμα που χαρακτηρίζει μια άλλη, μυστική ιστορία. Τέτοιος υπήρξε και ο Γερόλυμος Αβαράτος. Ένα πρόσωπο λογοτεχνικό, μια διακριτική μορφή της ιστορίας, ένας αυτόπτης μάρτυρας των θαυμάτων και της μεταφυσικής. Ο Γερόλυμος Αβαράτος επιβιώνει του ναυαγίου, του έρωτα και της λύπης και έτσι, σοφός, έχοντας λησμονήσει τριανταοκτώ εποχές περνά σ΄άλλους τροπικούς.
Αυτή η Τήλος του Μ. Καραγάτση θα μπορούσε ν΄αναφέρεται στη ράχη ενός απ΄εκείνα τα φανταστικά όντα του Μπόρχες. ΄Η πάλι, καθώς χάνεται απ΄την αιγαιακή κοιτίδα της και πλησιάζει τα πλοιάρια τύπου σαμπάν, ρεαλιστικοποιεί τις καινούριες ηπείρους που γεννιούνται απ΄τα νερά. Ο Καραγάτσης, δημοσιογραφικός, ανθρώπινος, παραληρηματικός στο δεύτερο και πιο κρυπτικό τμήμα του «Χαμένου Νησιού» ατενίζει τ΄άφθαρτο, το αναγκαίο. Μια απαίτηση για να λυτρωθούμε από τη φαινομενική αυθαιρεσία που κατατρώει το σύντομο βίο μας. Ακόμη   και αν κάποιος δεν θεωρεί συναρπαστική την ιστορία του Αβαράτου, εντούτοις οφείλει να σταθεί με προσοχή στους έρωτες, τους φόνους, τη λαμπρή αναπαράσταση του συνόρου. Πέρα από εδω αρχίζουν οι θάνατοι και οι νεκροί πουλιά πάνω στα κυπαρίσσια.
Το «Χαμένο Νησί» του Καραγάτση εξελίσσεται μες σ΄ένα σκηνικό ελληνικό. Η Τήλος, μια αυθεντική, γεωγραφική αναπαράσταση της χώρας, ερημική, απεκλεισμένη. Προικισμένη με το δώρο της μεταφυσικής εννόησης του κόσμου. Εκπληρώνοντας έρωτες, φόνους και τη φοβερή, ανθρώπινη μοίρα. Άλλος κόσμος δεν υπάρχει πέρα από την Τήλο του Καραγάτση. Όταν σείεται και όταν καινούρια και μυστηριώδης σπέρνεται σ΄ασιατικά νερά. Είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς την αιτία για την οποία ο Καραγάτσης επιλέγει την Τήλο, ως θέατρο της πρωτότυπης ιστορίας του. Δεν αποκαλύπτεται κάποιος προφανής λόγος. Κανένας συσχετισμός με το ποιητικό έργο της Ήριννας ή άλλα, ιστορικά ευρήματα. Καμιά σύνδεση με την παλαιοντολογία και άλλες επιστήμες που βρήκαν απροετοίμαστες ένα εύφορο πεδίο για να εξακριβώσουν τις θεωρίες τους. Η Τήλος συνοψίζει την ελληνική γη. Με τους σκληρούς κατοίκους, τους μαθημένους στον αποκλεισμό του καιρού, τις συνήθειες της ζωής. Τις αναχωρήσεις, τους μοίχιους έρωτες, τους άνδρες που δεν επιστρέφουν ποτέ, τ΄αγροτικά μονοπάτια της πέτρας, τους λογικούς και τους παράλογους κατοίκους. Η Τήλος είναι η Ελλάδα, σκηνικό του μαρτυρίου, τόπος που δεν λησμονούνται οι τύψεις και τα οράματα. Ο Καραγάτσης επιλέγει την Τήλο και για έναν ακόμη λόγο. Σε τούτο τον επαρχιώτικο τόπο, σ΄αυτό το νησί που τόσο απέχει από τα σύγχρονα αστικά κέντρα, ο συγγραφέας βρίσκει πρόσφορο έδαφος προκειμένου ν΄αξιολογήσει και να καταδείξει τα ηθικά, ελληνικά πρότυπα. Τον ρηχό επαρχιωτισμό, όπως ακριβώς εύστοχα τον περιέγραψε στα δοκίμιά του ο Γιώργος Αριστηνός αρκετά χρόνια μετά. Σε τούτο το μέρος ανθεί η ελληνική ψυχή. Η ανθεκτική, η κριτική ψυχή που τόσο φοβάται πράγματα ενστικτώδη, όπως το αληθές και το δίκαιο. Θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς στις αρετές του βιβλίου τη διακριτική αναφορά του Καραγάτση σε τούτο το ζήτημα, καθώς μόνο μία φορά με τρόπο ευθύ επιβεβαιώνει το χαρακτηριστικό αυτό. Σ΄όλο το μήκος του το έργο διατηρεί μια έμμεση σχέση με την εντόπια ψυχολογία. Επικεντρώνεται σε δρώμενα τα οποία δείχνουν τούτο το θεμελιακό, ιστορικό στοιχείο της ελληνικής φυλής. Μια ιδιότητα σχεδόν αταβιστική, ένα κληροδότημα του ελληνικού πνεύματος, μια ζωντανή ιδιότητα που περιορίζει σε πρότυπα ηθικά την ελληνική σκέψη. Ο Καραγάτσης δεν στηρίζει την ιστορία του στα συνήθη υλικά του ελληνικού μυθιστορήματος. Διατηρεί αναλλοίωτους τους δεσμούς με την ιερότητα του αιγαιακού τοπίου, η πελασγική καταγωγή του φέγγει αυτόφωτη, εκπληρώνοντας ένα βασικό χαρακτηριστικό της εγχώριας διηγηματογραφίας. Ο μύθος του συγγραφέα στηρίζεται εξολοκλήρου στη μεταφυσική και τη φαντασία, δύο δεξαμενές ικανές να συνθέσουν μια ανεπανάληπτη ιστορία, ένα γεγονός αυτοτελές, όπως αυτό που πραγματεύεται το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού. Αυτό το σκοπό, αυτό το δρόμο ήρθε να καταδείξει η προλογική αναφορά μας στον Ατζεσιτανό. Η μεταφυσική και η ψυχολογία κρατούν το πρώτο λόγο στο «Φανταστικό Νησί», έτσι που η πλοκή να μπορεί να συγκριθεί με αντάξια αριστουργήματα της ξένης λογοτεχνίας. Αυτή η μεταφυσική κατεύθυνση στο έργο του Καραγάτση αγγίζει τα όρια της παραμυθίας και αποκτά μια ξεχωριστή ζωντάνια, καθώς εκτυλίσσεται μέσα από μια καταγραφή ημερολογιακού τύπου. Στην αποσύνθεση αυτού του τόσο προσωπικού λόγου, καθώς μεταβάλλεται σε παραληρηματικός στο δεύτερο και πιο διφορούμενο μέρος του διηγήματος βασίζεται εν πολλοίς η ψυχολογική ροπή του ίδιου του κειμένου. Ο Γερόλυμος Αβαράτος, ένας συνηθισμένος ναυαγός, κάποιος με ανθρώπινο φορτίο συνιστά το κατάλληλο πρόσωπο για να μυηθεί στη μεταφυσική ενός τόπου οριακού ανάμεσα στη λήθη και την πραγματικότητα. Τέτοιο χαρακτήρα διατηρεί η περιγραφή της ίδιας της ερωτικής πράξης, η συνάντηση του νερόμυλου με την ανεξήγητη γυναίκα που ελάχιστα φέρει χαρακτηριστικά ανθρώπινα. Οι τερατωδίες του Μίλτου Σαχτούρη εντοπίζουν στο έργο του Καραγάτση ένα υλικό συγγενές. Πρόκειται για την αναπαράσταση του κόσμου που παύει να είναι τέτοια και βαθμιαία μεταβάλλεται σε μια υποκατάσταση.
Κάθε πρόσωπο του διηγήματος συνιστά ένα σύμβολο, μια αλληγορία μ΄ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ο ίδιος ο Αβαράτος, η Χουχού του κοιμητηρίου, η ερωτική και ελεύθερη Ελένη που κρατεί το ιστορικό, ελληνικό της όνομα, ο άνδρας με το ξύλινο πόδι και άλλες τόσες μορφές που εξαντλούνται σε εικονιστικές περιγραφές μιας κάποιας συγκυρίας. Ανατρέχοντας στην εισαγωγική μας παρατήρηση σχετικά με την επιλογή της νήσου, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως ο ελληνικός χαρακτήρας του έργου αποδεικνύεται και από τα φαινομενικά τυχαία πρόσωπα του έργου. Αυτή η Ελένη του χαμηλού σπιτιού θα μπορούσε να είναι η αδάμαστη Ελληνίδα που τόσο πολύ εστοίχισε στην ελληνική ιστορία. Και εκείνος ο Διονύσης που σώθηκε μόνο για να πεθάνει στην κάμαρα της άγνωστης γυναίκας, σαν τον φημισμένο Ελπήνορα και τ΄άλλα παίγνια της ιστορίας και του βίου. Πρόσωπα ελληνικά διότι πρωτίστως χάνονται με ή για την ελευθερία τους, επιβεβαιώνοντας την ψυχολογική χαρτογράφηση του Ανώνυμου.
Ο Καραγάτσης περιφρονεί την ιστορία. Σαν πρόσωπο και αυτή δεν επιπλέει και δεν σώζεται. Αποστρέφεται τη χριστιανική ηθική ως ανεφάρμοστη, καθώς πάντα υφίσταται η ψυχολογία του ανθρώπινου κοπαδιού. Ισχυρό εξαιρετικά αντεπιχείρημα εμπρός στην απαίτηση για την αγάπη και τη συνθηματολογία του χριστιανισμού. Τέτοια πράγματα χάνονται με το κοίταγμα, περνούν στην τάξη των αναμνήσεων και παύουν στο σημείο εκείνο όπου αρχίζουν τα θαύματα. Ο Καραγάτσης συναντά την Γεωργία Σάνδη και παραδέχεται πως δεν είναι από σύνεση, από υπολογισμό φτιαγμένος ο φόβος του κόσμου. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν ανθρώπινα. Το «Χαμένο Νησί» του Καραγάτση, με τα νερένια σχεδόν χαρακτικά του Γ. Βελισσαρίδη που αναβιώνουν παραστατικά το εύθραστο ενός κόσμου κατατάσσεται στα φανταστικά διηγήματα της ελληνικής εργογραφίας. Μια σπάνια καταχώρηση, καθώς το ενδιαφέρον των Ελλήνων δημιουργών εξαντλήθηκε κατά πολύ στον τομέα του ιστορικού μυθιστορήματος με τη δίκαιη ευαισθησία της μνήμης να συντονίζει το υλικό και το σκοπό. Το έργο του Καραγάτση άλλοτε εμπύρεττο, ευθυγραμμισμένο με τις εντάσεις του βίου, αισθηματικό και άλλοτε πάλι ψύχραιμο και λογικό συνιστά ένα εγχειρίδιο, ένα οδοιπορικό θανάτου με παρόντα τα βασικά χρώματα της σήψης και της φθοράς. Αναγεννησιακό ακόμα, το «Χαμένο Νησί» συνεπάγεται τη μυστική, εκείνη απόφαση του ανθρώπου να παραμείνει ζωντανός και ακμαίος μες σε ανέμους αντίθετους, μες στα αντίξοα ρεύματα του κόσμου. Τα πρόσωπα του Καραγάτση δεν συνιστούν μορφές ετοιμοθάνατες που προσμένουν να ξεψυχήσουν, αλλά ανθρώπους που αποζητούν την επανεκίνηση, αδιαφορώντας ολότελα για τ΄αξιώματα του χώρου και του χρόνου.
Το έργο του Καραγάτση συνιστά μια επιβεβαίωση, μια αναζωογόνηση της φαντασίας που δεν καταστρέφεται, αλλά  υπάρχει ενσικτώδης, θρεμμένη από τ΄ανέφικτο της ελπίδας. Ο Γερόλυμος Αβαράτος γνωρίζει καλά τη θηριωδία της αγάπης. Τίποτε άλλο δεν μένει.