Ταξιδεύοντας στα Μετέωρα

Τότε 1882 (σε 60 ώρες) και τώρα 2009 (5 ώρες)
1882 «Mηνί Μαϊω του 1882 απεδήμησα εις Θεσσαλίαν…». Το ταξίδι της ζωής του πραγματοποίησε, το 1882, ο Ανδρέας Κορδέλλας(1)  στα Μετέωρα, για να προσκυνήσει την πατρίδα των γονέων του, λίγο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Η συγκοινωνία Αθήνας – Βόλου γινόταν μόνο ατμοπλοϊκώς. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών και η χρήση νέων μηχανών είχε σαν αποτέλεσμα η διάρκεια του ταξιδιού να γίνεται σε χρόνο ρεκόρ: μόνο 40 ώρες (Πειραιά – Βόλο).
2009. Πέντε ολόκληρες ώρες ταξίδι. 350 ατελείωτα χιλιόμετρα…τα υπουργεία μου, και αυτό το Σαββατοκύριακο στους δρόμους. Η παρέα έχει φτάσει από την Παρασκευή στα Μετέωρα. Εγώ (Σάββατο 7 η ώρα, το πρωί) φορτώνω το αυτοκίνητο, 500cm3   και  δεν φτάνουν για τις αποσκευές του Σαββατοκύριακου. Η σχάρα και το νάιλον μου λείπει, σκέφτηκα. Τα παιδιά τα βάζω κοιμισμένα στο πίσω κάθισμα, στο πίσω κάθισμα και η γυναίκα μου (μισοκοιμισμένη και αυτή).’Ωρα: 7.15 είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση. Κατά βάθος δε θέλω να φύγω. Από την άλλη σκέφτομαι ότι τόσα κυβικά…τόσοι χώροι…τόσες άτοκες δόσεις κάπου πρέπει να αξιοποιηθούν εκτός από το καθημερινό δρομολόγιο Μαρούσι – Αγία Παρασκευή

1882. Το πλοίο «Αργολίδα» απέπλευσε  στις 14.00. Ακολούθησε τη ρότα  Σαρωνικός -Ευβοϊκός  και το πρωί της επομένης αγκυροβόλησε στη Χαλκίδα (μετά από ταξίδι 17 ωρών).To ατμόπλοιο αγκυροβόλησε στην είσοδο του πορθμού, περιμένοντας να γυρίσει η παλίρροια  για να συνεχίσει το ταξίδι προς τα βόρεια. Διέσχισε τον Ευβοικό κόλπο και τα ξημερώματα, της επόμενης μέρας έφτασε στο Βόλο (μετά από 40 ώρες πλεύσης).
2009. Μπαίνω στην Αττική οδό από τη διασταύρωση της Πεντέλης. Ο κλιματισμός κρατά μια σταθερή θερμοκρασία.  …τότε θυμήθηκα ότι ξέχασα τα cd’s, προσπαθώ να διαμαρτυρηθώ στη γυναίκα μου αλλά αυτή, ήδη, κοιμάται. Καταπληκτική συντροφιά. Κάτι τέτοιες ώρες απόλυτης μοναξιάς ο οδηγός αποκτά μία προβληματική σχέση με το γκάζι (άβυσσος η ψυχή του οδηγού…). Ώρα: 7.40  βρίσκομαι στη διασταύρωση της Χαλκίδας. Εκεί, κάπου, ξύπνησαν  τα παιδιά και ζητούσαν το dvd, ξαναγυρίζουμε στα «οικογενειακά όρια ταχύτητας»

1882. Ο Α. Κορδέλλας αποβιβάστηκε στο Βόλο και πήρε το τρένο για τα Τρίκαλα. Η πρώτη στάση στο Βελεστίνο τον απογοήτευσε οικτρά. Όλα στην περιοχή είναι ερείπια. Ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι αρκετά χιλιόμετρα έξω από το χωριό, γιατί οι κάτοικοι δεν επέτρεψαν στη εταιρία να φτιάξει το σταθμό μέσα στο χωριό. Φοβόντουσαν ότι η επικοινωνία με τις άλλες πόλεις θα διαφθείρει «τα ήθη τα χρηστά» του χωριού τους.
2009. Στο διακοσιοστό χιλιόμετρο, και ενώ βρισκόμαστε στο «αιμοσταγές πέταλο», του Μαλιακού,  κάνουμε στάση για το ντύσιμο των παιδιών, πιπί, γάλα και καφέ για τους μεγάλους. «Προχωράνε τα έργα;» ρώτησα τον  ταμία στο bar και εκείνος μου απάντησε γεμάτος αγανάκτηση: «άνα χαθούνε οι κερατάδες, πάλι θύματα θρηνήσαμε χθες. Οι αποζημιώσεις είναι σημαντικότερες από τη ζωή. 40 χρόνια κράτησαν τον δρόμο για να δουλέψουν τα μαγαζάκια τους. Και ακόμα τον κρατάνε για να τα κλείσουν σε καλή τιμή. Αυτά δεν γινόντουσαν ούτε τον περασμένο αιώνα, φίλε μου». Νομίζεις, είπα από μέσα μου. Η απληστία και η βλακεία του ανθρώπου είναι ίδια σε όλες τις εποχές.

1882. Από το Βελεστίνο, το τρένο συνέχισε προς Καρδίτσα και τερμάτισε στα Τρίκαλα. Απ’ εκεί, ο Α. Κορδέλλας, νοίκιασε άλογο και ανέβηκε στα Μετέωρα, ολοκληρώνοντας ένα ταξίδι 60, περίπου, ωρών2 (2 ½ ημέρες).

2009. Λαμία – Δομοκός, το δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού. Ταξιδεύουμε με 70Km, περίπου. Η γυναίκα μου «σκοτώνει» την ώρα της «σκοτώνοντας» το δορυφορικό σύστημα πλοήγησης (GPS), το έχει, σχεδόν, αποσυντονίσει. Η αριστερή (ανύπαρκτη) συνείδηση της δε λέει να χωνέψει ότι μας παρακολουθούν από το δορυφόρο. «Δε μας παρακολουθούν αυτοί», της εξηγώ, «μας εξυπηρετούν, εμείς ζητήσαμε τη βοήθεια τους». Αλλά στου κουφού την πόρτα…
Έχουμε, ήδη, μπει στην τελική ευθεία (Καρδίτσα – Τρίκαλα – Καλαμπάκα). Με τα παιδιά έχουμε στήσει μια πανέμορφη συζήτηση. Μας ρωτάνε για τα βουνά που θα δούμε : τον Όλυμπο (και τι δεν είπαμε για τον Όλυμπο),  την Πίνδο, τον Κόζιακα. Μας ρωτάνε για τα μοναστήρια. Γιατί οδηγήθηκαν εκεί οι ασκητές; Τι είναι οι ασκητές; Τί χρειάζονται τα μοναστήρια; Γιατί πρέπει να ζεις μόνος σου, για να βρεις το θεό; Μας ρωτάνε, μας ρωτάνε…Για κάτι τέτοιες στιγμές χαλάλι η ταλαιπωρία και τα έξοδα.

1882. Οι εντυπώσεις από τη Θεσσαλία είναι απαισιόδοξες: «η κτηνοτροφία καθυστερεί… οι ίπποι είναι μετρίου αναστήματος… τα σιτηρά ανεπαρκή…περί υδραυλικών έργων ουδεμία ελήφθη πρόνοια…. δεκατρία χρόνια πέρασαν και ουδεμία κυβέρνησις ερύθμισε τας σχέσεις καλλιεργητών προς γαιοκτήμονας». Κλείνοντας, ο Ανδρέας Κορδέλλας, αναρρωτιέται : «οι κ.κ. βουλευταί της Θεσσαλίας τι κάμνουν;»

2009. Από τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό ακούω τα παράπονα των ντόπιων: «κλείνουν  οι κτηνοτροφικές μονάδες, το βαμβάκι μένει απούλητο, οι μικροκαλλιεργητές καταστρέφονται, το νερό δεν επαρκεί για όλο τον κάμπο, «οι  βουλευτές της Θεσσαλίας τι κάνουν;» ρωτούσε αγανακτισμένα ο δημοσιογράφος
Σκέφτομαι τον πρόγονο μου, ο οποίος έφτασε στον ίδιο τόπο, πριν 123 χρόνια (δεν είναι και τόσο μακριά, το 1882, περίπου, γεννήθηκε ο παππούς μου) και άρχισα να σιγοτραγουδώ ένα πανέμορφο τραγούδι :
Τίποτα δεν έχει αλλάξει
Και τίποτα δεν είναι όπως παλιά….
Γέλα, γέλα πουλί μου, γέλα
Είναι η ζωή μια τρέλα

(1) Ο Ανδρέας Κορδέλλας ήταν επιφανής γεωλόγος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1836,  πέθανε το  1909, στην Αθήνα. Το 1896 δημοσιεύτηκαν οι εντυπώσεις από το ταξίδι του στα Μετέωρα στο περιοδικό «Ποικίλη Στοά», σελ. 369 – 383. Τα κυριότερα σημεία των εντυπώσεων του περιέχονται στο βιβλίο της Κ. Ξηραδάκη, εκδόσεις  Κέδρος, 1982, το οποίο στάθηκε και το ερέθισμα για το παραπάνω κείμενο.

Γιώργος Σωτ. Δαμιανός