Ταξιδεύοντας στο “Νότο” του J. L. Borges

Jorge Luis Borges.

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Ταξιδεύοντας στο Νότο του J. L. Borges

Διαβάστε όλο το διήγημα “Ο Νότος” του J. L. Borges στην αγγλική μετάφραση εδώ

γράφει ο Κυριάκος Χαλκόπουλος

Ο Νότος είναι ένα σύντομο διήγημα του Αργεντινού λογοτέχνη Χόρχε Λουίς Μπόρχες, το οποίο τυπώθηκε κατ’ αρχήν το 1953 στην εφημερίδα La Nación, και ακολούθως συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη έκδοση της συλλογής Ficciones, το 1956. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι ώστε κανείς να ισχυριστεί πως πρόκειται για ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα αυτού του συγγραφέα. Κατ’ αρχήν η απειλητικά φθίνουσα υγεία του κύριου χαρακτήρα του έχει σημειωθεί συχνά πως παραπέμπει σε μια αντίστοιχη περίπτωση σηψαιμίας, που δικαιολογημένα φόβισε τον ίδιο τον πάσχοντα Μπόρχες, δεκατέσσερα έτη νωρίτερα. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη του τακτική, στον Νότο παρουσιάζει με σαφήνεια μια ρήξη ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα της θέσης του κύριου προσώπου στην αφήγηση, και τη δική του δοξασία για όσα του συμβαίνουν…

Ο Χουάν Ντάλμανν αποτελούσε ως την κρίσιμη ημέρα που τραυματίστηκε από απροσεξία, κάποιον υπάλληλο βιβλιοθήκης στο Μπουένος Άιρες. Παρόλο που από χρόνια ζούσε στην πόλη που ακόμα ήταν η δεύτερη πολυπληθέστερη στις ηπείρους του νέου κόσμου (μόνο η Νέα Υόρκη την ξεπερνούσε), ίσχυε ότι από έναν πρόγονό του υπήρχε η κληρονομημένη ιδιοκτησία ενός αγροκτήματος, στο Νότο. Ποτέ δεν αποφάσισε να κάνει το ταξίδι ως εκεί, όχι όσο ήταν ακόμα καλά στην υγεία του. Μα ως συνέπεια της σηψαιμίας, και μιας αναμφίβολα τραυματικής από την εκτενή της περιγραφή παραμονής στην κλινική όπου γίνονταν οι προσπάθειες να ανανήψει από τη σοβαρή ασθένεια, όταν άκουσε το γιατρό του να του ανακοινώνει πως είχε τελικά σωθεί η συγκίνησή του έθεσε σε κίνηση πολύ πιο έντονα τη θέληση να επισκεφτεί επιτέλους το αγρόκτημα των προγόνων του.

Ένα μεγάλο μέρος του διηγήματος περνά ειρηνικά μέσα στο βαγόνι του τρένου που μεταφέρει τον Ντάλμανν στο Νότο, και παρότι και σε αυτό αρχικά επιθυμεί να διαβάσει από το όμορφο και ακριβό αντίτυπο της ισπανικής μετάφρασης των Χιλίων και Μίας Νυκτών (που η απόκτησή του έπαιξε κύριο ρόλο στην απρονόητη βιασύνη του τη μέρα που τραυματίστηκε), μετά προτιμά να κοιτάζει ξέγνοιαστα τη φύση πίσω από το παράθυρο, τις μονότονες επαναλήψεις ενός τοπίου άδειου από στοιχεία που θα επισήμαιναν σωστά την πρόοδο του χρόνου, αφού δεν υπάρχουν στα επίπεδα λιβάδια ψηλά κτίσματα, ενώ κάποια μεμονωμένα ζώα βόσκουν ως να ήταν και από την πλευρά τους κάτι ανέστιο και ανεξάρτητο.

Δυστυχώς για τον Ντάλμανν όλη αυτή η ησυχία είναι παραπλανητική. Υποδέχεται δίχως να τον ενοχλεί το αναπάντεχο γεγονός ότι το τρένο όπου επιβιβάστηκε δεν σταματά πλέον στο σταθμό που ο ίδιος είχε κατά νου, και ο οποίος θα τον έφερνε πολύ πιο εύκολα στο δικό του σπίτι. Αντίθετα η στάση γίνεται σε μια ακόμα ερημιά, και μόνο σε κάποιο μικρό εστιατόριο που φανερά εξυπηρετεί αποκλειστικά τους λιγοστούς επαρχιακούς εργάτες, αυτόχθονες “γκάουτσο”, είναι δυνατό να συνεννοηθεί για να ετοιμάσουν για εκείνον μια άμαξα ώστε να τον πάει στον προορισμό του. Αποφασίζει να δειπνήσει σε εκείνο το μέρος, εκμεταλλευόμενος το χρόνο που θα περάσει ώσπου να ζευτούν τα άλογα. Η πολύ άσκημη για εκείνον στιγμή ήδη έχει πλησιάσει από όλες τις πλευρές, σα να τον πολιόρκησε σε εκείνη τη μικρή αίθουσα ένα εχθρικό στράτευμα, και τώρα οι λόγχες των στρατιωτών ανέμεναν μόνο μια οργανωτική εντολή ώστε να επιφέρουν το αναπόφευκτο τέλος…

Το πρώτο βήμα για αυτό το τέλος- που το ίδιο βρίσκεται λίγο έξω από την καταληκτική πρόταση του διηγήματος- συμβαίνει καθώς μια συντροφιά νέων στο μοναδικό άλλο τραπέζι που έχει καταληφθεί, ξεσπά σε γέλια όταν ένας τους πετά μικρά κομμάτια από την ψίχα του ψωμιού του που έπλασε σε σφαιρίδια, προς το κεφάλι του Ντάλμανν. Σε λίγο, και πλέον ραγδαία, το υποτιθέμενα αθώο και απλώς οχληρό αυτό αστείο μετατρέπεται σε μια πολύ πιο επικίνδυνη αψιμαχία. Όταν ο εστιάτορας- που παρεμβαίνει ανήσυχος με μια νουθεσία- απευθύνεται στον άγνωστο Ντάλμανν με το κανονικό του επώνυμο, ξεκινά κανείς να αποδέχεται ότι η αληθινή θέση αυτού του ανθρώπου δεν είναι μόνο στο Νότο μιας επικράτειας, αλλά στο βυθό μιας αβύσσου και μιας σύγχυσης, αφού ο άνθρωπος στο εστιατόριο τώρα και στον ίδιο θυμίζει λιγάκι ένα μέλος του προσωπικού της κλινικής όπου διαβρώνονταν οι ελπίδες του όσο ακόμα η αρρώστια τον γέμιζε με απελπισία και παραισθήσεις.

Το διήγημα, λοιπόν, δε φιλοξενεί την ίδια τη λήξη αυτής της κατάστασης. Ο Ντάλμανν, σε κάποια ανώνυμη ερημιά και ενδοχώρα, μπροστά από απέραντους κάμπους, δέχεται τη μοίρα του που είναι να μονομαχήσει με μαχαίρι με εκείνον που τον προσέβαλε στο εστιατόριο. Ο Ντάλμανν, πίσω, στην κλινική, πολύ θα προτιμούσε ένα τέτοιο τέλος, και πάλι θανατηφόρο για αυτόν, αντί για την απλή, υπολογισμένη, ελάττωση των δυνάμεών του ώσπου να βουλιάξει σε μια ανίατη κατάσταση.
Αντί, με άλλα λόγια, για το τέλος που όλα έδειχναν πως θα τον βρει, όσο ακόμα μπροστά του είχε μόνο τους τοίχους του δωματίου του, και την ανώφελη ως τότε φροντίδα σε ένα χώρο ο οποίος από τη φύση του υποδεχόταν σταθερά μόνο τους βαριά ασθενείς, και κανείς ξεχνούσε εκεί οτιδήποτε προγενέστερο της θλιβερής άφιξής του, που θα έκρινε πια ότι θα λήξει μόνο με το ταυτόχρονο τέλος της ζωής.