Το τέλος της πρώτης παγκοσμιοποίησης

24grammata.com/ πολιτική/ οικονομία

γράφει ο Πάσχος Μανδραβέλης

Η παγκόσμια προοπτική αποτυγχάνει διότι οι άνθρωποι και οι θεσμοί δεν μπορούν να χειριστούν με τον κατάλληλο τρόπο τις ψυχολογικές και θεσμικές συνέπειες του διασυνδεδεμένου κόσμου.

Στην παγκόσμια συζήτηση για τη χρηματοπιστωτική κρίση λείπει ένας όρος που για είκοσι χρόνια φλόγιζε τις συζητήσεις για το διεθνές σύστημα. Η λέξη «παγκοσμιοποίηση». Είναι περίεργο, δε, διότι μπορεί η παγκοσμιοποίηση να μην ευθύνεται για τη δημιουργία της κρίσης, σ’ αυτήν όμως οφείλεται η ταχύτατη εξάπλωσή της. Ενα πρόβλημα με τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, έγινε δια των διασυνδέσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, παγκόσμια τραπεζική κρίση, για να καταλήξει δημοσιονομική κρίση και μπορεί να γίνει κρίση της πραγματικής οικονομίας των προϊόντων που παράγει η… Κίνα. Η απουσία μπορεί να δείχνει ότι πήραμε το μάθημά μας από τη μεγάλη κρίση του ’29, όταν η αντίδραση ήταν ο περιορισμός της παγκοσμιοποίησης με εθνικές νομοθεσίες, με αποτέλεσμα ο κόσμος εκτός από τη βαθιά ύφεση να μπει σε εξοντωτικούς εμπορικούς πολέμους και τελικά στον αιματηρό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχουν όμως αναλογίες που να κάνουν θεμιτή τη σύγκριση όσων διαδραματίζονταν στον κόσμο στις αρχές του περασμένου αιώνα με όσα διαδραματίζονται σήμερα; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, Χάρολντ Τζέιμς, η παγκοσμιοποίηση στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν μεγαλύτερη από τη σημερινή. Ενας τρόπος για να μετρήσουμε τη διεθνή ολοκλήρωση, γράφει, «είναι να εξετάσουμε το μέγεθος των καθαρών κεφαλαιακών κινήσεων.
Αν μετρηθούν σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) οι εισαγωγές και εξαγωγές κεφαλαίου ήταν μεγαλύτερες από τις σημερινές: Μεταξύ του 1870 και 1890, η Αργεντινή εισήγαγε κεφάλαιο ισοδύναμο με το 18,7% του εθνικού εισοδήματος και η Αυστραλία με το 8,2%. Συγκρίνετε αυτά τα στοιχεία με τη δεκαετία του ’90, όταν τα αντίστοιχα νούμερα αυτών των δύο μεγάλων εισαγωγέων κεφαλαίου ήταν ένα γλίσχρο 2,2% και 4%. Η υπόθεση των εξαγωγών κεφαλαίου είναι ακόμη πιο δραματική. Την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Μεγάλη Βρετανία εξήγε το 7% του εθνικού της εισοδήματος. Καμιά χώρα στον κόσμο μετά το ’45 δεν προσέγγισε ποτέ ένα παρόμοιο επίπεδο, ούτε η Ιαπωνία ούτε η προ του 1989 Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας».
Στον τομέα του εμπορίου τα πράγματα ήταν ελάχιστα διαφορετικά. Το 1913 οι εξαγωγές της μεγάλης οικονομικής δύναμης της εποχής, που ήταν η Βρετανία, ήταν περίπου το 30% του ΑΕΠ, ποσοστό που έφτασαν κάποιες χώρες της Δύσης μετά τη δεκαετία του 1980· παρά την τεράστια βελτίωση των εμπορευματικών μεταφορών.
Η μετανάστευση είναι αδύνατον να μετρηθεί διότι στον 19ο αιώνα δεν υπήρχαν διαβατήρια, ούτε μεταναστευτικές πολιτικές και ούτε φυσικά μετρήσεις. Εκείνη την εποχή «πάνω απ’ όλα κινούνταν οι άνθρωποι», γράφει ο Χάρολντ Τζέιμς. «Δεν χρειάζονταν διαβατήρια. Σπάνια γίνονταν συζητήσεις για την υπηκοότητα.
Επιδιώκοντας την ελευθερία, την ασφάλεια και την ευημερία -τρεις αξίες που σχετίζονταν στενά- οι άνθρωποι της Ευρώπης και της Ασίας εγκατέλειπαν τις εστίες τους και συχνά έκαναν δύσκολα ταξίδια με τον σιδηρόδρομο ή το πλοίο, συχνά δε σαν τμήμα ανθρωπίνων μεταναστεύσεων γιγαντιαίων διαστάσεων. Ανάμεσα στο 1871 και στο 1915, 36 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ευρώπη». Από έναν πληθυσμό που το 1900 έφτανε δεν έφτανε τα 320 εκατομμύρια.
Ο κόσμος ζούσε την «οικουμενική εποχή». «Η αισιοδοξία της εποχής», σημειώνει ο Τζέιμς, «μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μαρτυρία για τον διεθνισμό ή τον κοσμοπολιτισμό της. Μερικοί αναλυτές πίστευαν ότι η δυναμική της ολοκλήρωσης ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί με τίποτε – στην πραγματικότητα, καθιστούσε τον πόλεμο ανάμεσα στα μεγάλα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη αδύνατο.
Αυτή η ελκυστική αλλά τελικά απατηλή προϋπόθεση διατυπώθηκε με μεγάλη ευφυΐα από τον Βρετανό συγγραφέα Νόρμαν Εϊντζελ σε ένα βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 1911 και διατέθηκε αμέσως (αυτός ήταν ο βαθμός της παγκόσμιας πνευματικής ολοκλήρωσης) σε δεκατέσσερις χώρες και οκτώ γλώσσες. Οι καπιταλιστές θεωρούσαν ότι η δική τους εκδοχή του διεθνισμού είχε εξαρτήσει τόσο πολύ τα κράτη από τις αγορές ομολόγων που δεν θα άντεχαν να προκαλέσουν οποιονδήποτε κλονισμό της εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις. Οι σοσιαλιστές πίστευαν ότι η ύπαρξη ενός διεθνούς προλεταριάτου με αυτοσυνείδηση θα μπορούσε να ματαιώσει τα σχέδια των μιλιταριστών.
Διαψεύσθηκαν και οι δύο. Τρία χρόνια μετά την έκδοση του «Great Illusion» ο κόσμος έμπαινε στον πιο μεγάλο και αιματηρό πόλεμο όλων των προηγούμενων εποχών. Οι Κέβιν Ο’ Ρουρκ και Τζέφρι Γουίλιαμσον στο βιβλίο τους «Παγκοσμιοποίηση και ιστορία» έγραψαν ότι «η ιστορία δείχνει ότι η παγκοσμιοποίηση μπορεί να φυτέψει τους σπόρους της ίδιας της της καταστροφής. Αυτοί οι σπόροι φυτεύτηκαν στη δεκαετία του 1870, βλάστησαν στη δεκαετία του 1880, μεγάλωσαν ορμητικά στην περίοδο της αλλαγής του αιώνα και άνθισαν στα σκοτεινά χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους». Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30 δεν χρειαζόταν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να εκδηλωθεί. Θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς ως αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού.
Παράδοξο μεν και σχεδόν μαρξιστικό, αλλά το ίδιο αναφέρει και ο μεγάλος Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ. Οπως αναφέρει ο Χάρολντ Τζέιμς «σε ένα άρθρο με τίτλο “Η αστάθεια του καπιταλισμού”, που δημοσιεύτηκε το 1928, στο υψηλότερο σημείο ευημερίας εκείνης της δεκαετίας, ο Σουμπέτερ αναφερόταν “στην τάση προς την αυτοκαταστροφή εξαιτίας εγγενών οικονομικών αιτιών ή προς την απώλεια της ίδιας του της δομής”. Σε μια εποχή που δεν φαινόταν να επίκειται ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αναταραχής, υποστήριζε ότι “ο καπιταλισμός ενώ [είναι] οικονομικά σταθερός και μάλιστα η σταθερότητά του αυξάνεται, δημιουργεί, εξορθολογίζοντας την ανθρώπινη διανοητικότητα, μια νοοτροπία και ένα στυλ ζωής ασύμβατα με τις θεμελιώδεις συνθήκες του, κίνητρα και κοινωνικούς θεσμούς”».

Επίκαιρη προφητεία
Από το 2001 που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο του Χάρολντ Τζέιμς για την ιστορία της πρώτης παγκοσμιοποίησης ο συγγραφέας έβλεπε την Ευρώπη ως τον αδύναμο κρίκο της δεύτερης παγκοσμιοποίησης. Στα συμπεράσματα του βιβλίου του προφήτευε ότι στη Γηραιά Ηπειρο «υπάρχει ελάχιστη ευελιξία όσον αφορά τις προσδοκίες για το τι θα έπρεπε να κάνει το κράτος και μια έντονη τάση να τίθενται οι προτάσεις μεταρρύθμισης εκτός ορίων αποδεκτής πολιτικής συζήτησης. Αυτά τα κράτη βασίζονται στην αξιοπιστία τους -στην εμπιστοσύνη των αγορών- σε τέτοιο βαθμό που… όπου και όταν λάβουν χώρα οι κρίσεις θα…εμφανιστούν σαν τελείως άλυτα προβλήματα εντός των ορίων της υπάρχουσας πολιτικής τάξης πραγμάτων και των τρεχουσών πολιτικών προσδοκιών».

Η γέννηση της αντιπαγκοσμιοποίησης
Για τον Χάρολντ Τζέιμς η αντιπαγκοσμιοποίηση γεννιέται αμέσως μετά την πρώτη παγκοσμιοποίηση. «Καθώς ο ενιαίος διεθνής κόσμος εξελισσόταν παρήγε μια ανταπόκριση ή αντίδραση – κατ’ αρχάς μια ιδέα και μετά τη θεσμική ενσάρκωση της ιδέας. Η συνειδητοποίηση των συνεπειών μιας παγκόσμιας οικονομίας και μιας διεθνούς κοινωνίας προκάλεσε έναν ισχυρό εθνικισμό. Εθνικισμός σημαίνει τουλάχιστον δύο διακριτές διαδικασίες. Μία είναι η διαμόρφωση ταυτοτήτων και κοινής συμπεριφοράς ως αντίδραση σε εξωτερική απειλή ή στην ιδέα της απειλής. Αυτό το είδος της αντίδρασης μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ξενοφοβία».

Κατά τον Τζέιμς «οι ροές εργασίας παραμένουν το πιο ελεγχόμενο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας… Η μετανάστευση είναι ο πιο ευάλωτος τομέας στην προστατευτική παρόρμηση. Σ’ αυτόν σημειώθηκε η αποφασιστική εχθρική στάση εναντίον του διεθνισμού κατά τη δεκαετία του 1920 και συνοδεύτηκε από μια σκλήρυνση των δυσάρεστων και επίσης κοντόφθαλμων εθνικιστικών επιχειρημάτων».

«Δεύτερον, υπάρχει μια διαδικασία δημιουργίας θεσμών, που αιτιολογείται βάσει της πρώτης αντίδρασης, με την οποία το έθνος – κράτος, η τυπική πολιτική κατασκευή του 19ου αιώνα, εξελίχθηκε σε αμυντικό μηχανισμό έναντι απειλών κατά της σταθερότητας, που έχουν εξωτερική προέλευση… Η αντίδραση κατά τη μεσοπολεμική περίοδο εναντίον της διεθνούς οικονομίας έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα, και αυτές μπορούν να καταδειχθούν σε εκείνους ακριβώς τους τομείς που έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια διασύνδεση: στο εμπόριο, τη μετανάστευση και τις κινήσεις του κεφαλαίου. Ο σκοπός των καινούργιων δασμών που επιβλήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα συχνά εκφραζόταν με παραδοσιακούς όρους, όχι τόσο σαν κοινωνική όσο σαν εθνική άμυνα».

Η αντίληψη που κυριάρχησε στον κόσμο ήταν ότι οι χώρες χρειάζονταν όσο μεγαλύτερο ομοιογενή πληθυσμό μπορούσαν για την άμυνά τους (ή όπως θα λέγαμε πιο κυνικά: για τροφή στα κανόνια). Ο τρόπος διατήρησης ή και αύξησης του πληθυσμού ήταν διά της οικονομικής επέκτασης, δηλαδή διά των εξαγωγών. Οπως έγραφε ένας συγγραφέας της εποχής «θα εξάγουμε ή προϊόντα ή ανθρώπους».

Αυτό οδήγησε τα κράτη σε προστατευτικές πολιτικές (κυρίως σε ό, τι αφορά τα αγροτικά προϊόντα) και επιθετικές επιδοτήσεις σε ό, τι αφορά τις εξαγωγές. Με αποτέλεσμα τα αντίμετρα, για να καταλήξουμε στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30.

Το διεθνές σύστημα ως καλός αγωγός ευημερίας αλλά και κρίσης
Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα για το Κραχ του 1929 που σύμφωνα με τον Χάρολντ Τζέιμς μέχρι και σήμερα «αποτελεί μυστήριο για τους πιστούς της ορθολογικότητας των αγορών»: Τι ήταν αυτό που ήξεραν οι επενδυτές τη «Μαύρη Πέμπτη», 24 Οκτωβρίου 1929, που δεν το ήξεραν την προηγούμενη Τρίτη ή την Τετάρτη; Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα «υπήρχε πληθώρα οικονομικών προβλημάτων στον κόσμο πριν από τη δραματική κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, τον Οκτώβριο του 1929. Η Αυστραλία, με την εξάρτησή της από το εξαγόμενο μαλλί και η Βραζιλία, που βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές καφέ, περνούσαν βαθιά ύφεση. Στη Γερμανία οι δείκτες κυκλικής παραγωγής είχαν πάρει ήδη την κατιούσα το φθινόπωρο του 1927 (η αδυναμία του χρηματιστηρίου είχε εμφανιστεί ακόμη νωρίτερα)… Υπήρχαν “κακά νέα” από τις αρχές Σεπτεμβρίου και το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων είχε συσσωρευθεί σε τέτοιο βαθμό που δημιουργήθηκε πανικός εν όψει της πιθανότητας να μειωθούν οι τιμές των μετοχών. Η μόνη εύλογη απάντηση για εκείνους που επιθυμούν μια λογική περιγραφή της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου είναι ότι οι Αμερικανοί επενδυτές προέβλεψαν την πιθανότητα εφαρμογής καινούργιας νομοθεσίας που εισήχθη με τα ονόματα των Χόλεϊ και Σμουτ. Αυτό το δασμολογικό νομοσχέδιο είχε πρωτοεμφανιστεί σαν υπόσχεση του Χέρμπερτ Χούβερ κατά την προεδρική εκστρατεία του 1928, με στόχο να βελτιωθεί η κατάσταση των Αμερικανών αγροτών, που ήταν οι μεγάλοι χαμένοι της ευημερίας της εποχής της τζαζ, μετά την κατάρρευση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Στην πορεία της συζήτησης στο Κογκρέσο, ωστόσο, κάθε αντιπρόσωπος προσπαθούσε να προσθέσει καινούργια θέματα (Σ.Σ.: έχοντας προφανώς τις πιέσεις από τη δική του εκλογική πελατεία.) Υπήρχαν 1.253 τροπολογίες μόνο στη Γερουσία. Το αποτέλεσμα -ένα δασμολόγιο με 21.000 δασμούς- ήταν ο ακραίος προστατευτισμός· και κάτι ακόμη χειρότερο: μέχρι την τελική οριακή ψηφοφορία, τον Ιούνιο του 1930, υπήρχε μόνιμη αβεβαιότητα για το μέλλον της εμπορικής πολιτικής».

Για τον Χάρολντ Τζέιμς «εκείνο που έκανε την ύφεση Μεγάλη Υφεση και όχι απλά ένα βραχύβιο πρόβλημα του χρηματιστηρίου ή μια ύφεση των παραγωγών προϊόντων, ήταν η αλυσίδα των συνδέσεων που λειτούργησε μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών». Η παγκόσμια προοπτική αποτυγχάνει, λέει ο Τζέιμς, «διότι οι άνθρωποι και οι θεσμοί δεν μπορούν να χειριστούν με τον κατάλληλο τρόπο τις ψυχολογικές και θεσμικές συνέπειες του διασυνδεδεμένου κόσμου. Οι θεσμοί, ιδιαίτερα εκείνοι που δημιουργήθηκαν για να λύσουν τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, φτάνουν σε κρίση κάποια συγκεκριμένη στιγμή υπό το κράτος εντάσεων, που είναι τόσο μεγάλες ώστε να αποκλείουν την αποτελεσματική τους λειτουργία. Γίνονται τα μεγαλύτερα κανάλια μέσα από τα οποία οι δυσαρέσκειες έναντι της παγκοσμιοποίησης απεργάζονται την καταστροφή τους». Αυτό συνέβη και στη δεκαετία του ’30. «Η απελπιστική κατάσταση των παραγωγών προϊόντων σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλούσαν οι αποζημιώσεις της Γερμανίας έθεσαν σε λειτουργία μια αντίδραση τύπου ντόμινο. Υπ’ αυτή την έννοια η ύφεση αποτέλεσε ένα άμεσο προϊόν του κλονισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών…

»Η χρηματιστική καταστροφή επανέφερε όλες τις μνησικακίες και τις αντιδράσεις του 19ου αιώνα, αλλά με μια μορφή πολύ πιο μαχητική και βίαιη. Σε αντίθεση με το αρμονικό φιλελεύθερο όραμα ενός ενιαίου και ευημερούντος κόσμου, οι πληθυσμοί και οι πολιτικοί παγιδεύτηκαν σε απόψεις για το αναπόφευκτο της σύγκρουσης και για τη σημασία των εθνικών προτεραιοτήτων. Τώρα πια μιλούσαν για πλουτισμό σε βάρος άλλων – αυτό που οι επικριτές τότε αποκάλεσαν “ληστεύω τον γείτονά μου” ή που τώρα αποκαλούν προσέγγιση μηδενικού αθροίσματος (ό,τι κερδίζει κάποιος το χάνει κάποιος άλλος). Οι εγχώριες και οι διεθνείς εντάσεις που ακολούθησαν κατέστρεψαν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς που ένωναν τον κόσμο και απέκλεισαν οποιαδήποτε θεσμική μεταρρύθμιση».

Η αντίδραση εναντίον της διεθνούς οικονομίας έθεσε τέρμα στην παγκοσμιοποίηση, αλλά το ντόμινο δεν σταμάτησε στην οικονομία. Πέρασε στην πολιτική σφαίρα. Οι αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης ήθελαν όλο και περισσότερο την εμπλοκή του κράτους στον σχεδιασμό της οικονομίας και συνακόλουθα της κοινωνίας. «Η απομάκρυνση από την αγορά προς την κατεύθυνση του ελέγχου ήταν συχνά ένας δρόμος προς την πολιτική δικτατορία», σημειώνει ο Χάρολντ Τζέιμς. Μια παπική εγκύκλιος του 1931 αναζητούσε έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Βρέθηκε. Ηταν ο φασισμός.

«Η αυξανόμενη ρύθμιση και ο σχεδιασμός», γράφει ο Χάρολντ Τζέιμς, «ενθάρρυνε εκείνους που θεωρούσαν ότι η λειτουργία του κράτους ήταν να εξωτερικεύει το κόστος της οικονομικής προσαρμογής, να επιβάλλει το κόστος αυτό σε όσους ήταν εκτός εθνικής κοινότητας. Το καθήκον του κράτους έγκειται στην προστασία των πολιτών του και στην εξασφάλιση ότι οι κάτοικοι άλλων εθνικών κοινοτήτων θα υφίσταντο όσο το δυνατόν περισσότερο».

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων των ανωτέρω παραγόντων. Οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ των χωρών είχαν πάψει να υφίστανται. Οι χώρες είχαν μπει στη λογική όχι μόνο της προστασίας των δικών τους παραγωγών, αλλά της μεγαλύτερης δυνατής πρόκλησης ζημίας στους υπόλοιπους. Η έλλειψη δημοκρατίας επέτρεψε σε μεγαλομανείς ηγέτες να οδηγήσουν τον κόσμο βήμα-βήμα στην καταστροφή. Οι στρατιωτικές δαπάνες θεωρήθηκαν ως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να σπάσει ο φαύλος κύκλος των οικονομικών της ύφεσης. Μόνο που το τελευταίο αποτελούσε μια ψευδαίσθηση. Μπορεί ο εξοπλισμός των χωρών (ή ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας) να δημιουργούσε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, αλλά χωρίς το διεθνές εμπόριο οι άνθρωποι μπορεί να δούλευαν (και μάλιστα πολύ), αλλά η ευημερία τους ήταν μικρότερη από την εποχή προ κρίσης. Με το ίδιο μεροκάματο αγόραζαν πολύ λιγότερα προϊόντα. Ο επιπλέον κόπος τους πήγαινε σε αεροπλάνα και κανόνια με τα οποία έπειτα από μερικά χρόνια θα αλληλοσφάζονταν. Ετσι, δεν ήταν η κρίση του ’29 που οδήγησε στον πόλεμο, αλλά η διαχείρισή της μετά.

Διαβάστε
– Harold James «Το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Μαθήματα από τη μεγάλη ύφεση», εκδ. Α. Α. Λιβάνη.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.1.2012. Μεταφέρθηκε από τον ιστότοπο http://www.medium.gr