Λουκίνο Βισκόντι

βισκοντι 24γραμματα

24grammata.com/ κινηματογράφος

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΣ
Λουκίνο Βισκόντι

Ήταν ένας ήσυχος γέρος έξω από το ξύλινο σπίτι. Στεκόταν κουλουριασμένος μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι και έσκαβε πότε πότε με τα άρβυλά του το μαλακό χώμα. Είναι ποταμίσια εκεί τα νερά και έτσι το χώμα υγρό και αδιάκοπο βαθαίνει. Στο ξύλινο μαγαζί είναι ένας από την Ρώμη. Ένας νεαρός παρτιζάνος, κάποιος επαναστάτης που γλίτωσε με κόπο από τους φόνους και τώρα γυρεύει να αποκτήσει μια απασχόληση. Γυρεύει να εργαστεί στη βιοτεχνία ποδηλάτων ή στα ελάσματα. Κρατά ένα χαρτί, λέει πως κατάγεται από μια αριστοκρατική οικογένεια του Μιλάνου. Μιλά για δούκες και ιδαλγούς, αναφέρει το γένος της μητέρας και πως ήταν αληθινό στολίδι μες στις όπερες. Είναι ψηλός και οι κινήσεις του φανερώνουν μια ουδέτερη διάθεση, ακριβώς όπως τα κτίρια με τις πτυχώσεις τύπου έρκερ που στολίζονται με φροντισμένη πρασινάδα. Η γλώσσα του είναι τρομαγμένη, διακόπτεται κάθε τόσο στο πιο κρίσιμο σημείο, όπως στη ραδιοφωνία όταν παρεμβάλλονται οι σήραγγες με τις πελώριες ανεμικές και ο στίχος απομένει μισός. Επαναλαμβάνει πως ανήκει στους επαναστάτες, σχεδιάζει φουστάνια κυριών σε μια λευκή ακουαρέλα και σημειώνει ονόματα ηρωίδων της όπερας. Έξω ο κινέζος γέρος νυχτώνει αργά, σηκώνεται και βαδίζει προς το χαμηλό σπίτι κοντά στις βιομηχανίες. Είναι μια μάντρα γκρεμισμένη με ζωγραφισμένο απάνω ένα μάτι. Τελειώνει και από το μάτι βγαίνουν μετανάστες πρώτης γενιάς από τα Βουρλά και τα χωριά του Παλέρμο. Συχνά μας εξηγεί πως κάποιος νεαρός πυγμάχος καταδικάστηκε τις Κυριακές στους αγώνες που πλήγιασαν ανεπανόρθωτα τα ωραία μάτια του. Και πως ήταν μια γραμμένη ομορφιά εκείνο το κορίτσι που μας κοιτά με έξαλλα, ορθάνοιχτα μάτια από λευκά, ζεστά νερά. Μας εξηγεί για την αναμαλλιασμένη γριά που χτυπά το χέρι της πάνω στο τραπέζι και τα αγόρια τινάζονται, σταυροκοπιούνται και εκείνη γυροφέρνει τη σάλα με το λαδωμένο της φουστάνι και ένα κάτασπρο μαντήλι γύρω στους ώμους έτσι που να μοιάζει με στολισμένη για το θάνατο. Η γριά κοιτά πέρα στο παράθυρο, περνά εκείνος με το θρυλικό τριαντάφυλλο. Θα το δωρίσει σε μια κοπέλα και εκείνη θα αφήσει τα χέρια από το περβάζι περνώντας ολόκληρη τη ζωή της σε μια μόνο τροχιά. Ο άνδρας μιλά υστερικά, κάποτε είναι ένας νεαρός αναρχικός άνδρας που έχει κατέβει από τον βορά και γνωρίζει την αίσθηση του σπιτιού της Αναρέλα Μπράκι. Του δωδεκαετούς κοριτσιού από τη συνοικία Πριμαβάλε, που είναι φτωχή και την   κατοικούν εργάτες και μέθυσοι νεαροί. Ειδικά ετούτοι αγαπούν τις αρτίστες και αργούν τις νύχτες, φθάνει το χάραμα και εκείνοι μιλούν με τα κορίτσια στα μικρά τραπέζια, πνιγμένοι στο κρασί και τον   έρωτα, ολόκληροι να πάλλονται, όπως οι ξενοδοχειακές μαρκίζες στην οδό Αριστείδου. Θα μπορούσε μα ευκολία ο άνθρωπος αυτός να αποτελέσει έναν αεροναύτη, ένα ιπποκόμη ή ακόμη έναν άνθρωπο της βασιλικής αυλής μ΄έφεση στις ραδιουργίες και τα ηδυπαθή δειλινά της πόλης όταν βεβαίως ετούτα τα τελευταία κοιτάζονται από τα κορίτσια ελάσματα, τυλιγμένες σαν ρίζα γύρω από τους ανέμους. Ακόμη, είπαν πως η μορφή του θυμίζει πολύ τους αγίους και όσους κράτησαν μες στο όνειρο και τη συνείδηση ζωντανή την ελπίδα. Σ΄ετούτη την αριστοκρατία του ήθους και της εικόνας ανήκει αυτός ο  άνδρας, σε μια αξιοπρέπεια σκηνική που μπορεί να αποτελέσει με ασφάλεια την πιο θαρραλέα αποτίμηση   μιας δαιμονιώδους εποχής. Ο άνδρας αυτός ποζάρει για λογαριασμό ενός άσημου ζωγράφου από το Αμβούργο που ακολουθεί την αυστηρή ανθρωπογεωγραφία, χαράζοντας με ακρίβεια τα μάτια, το στόμα, μια ξαφνική σύσπαση που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μια ακριβής αποτύπωση του προσώπου, σαν εκείνες τις αποτρόπαιες, τις γερασμένες όψεις που θάβονται στο βάθος του καφενείου, ανάμεσα σε καπνούς και την οικοδομική λυχνία που ξερνά ώχρα ως τα μέσα της σιδεριάς.
Είναι μια γωνιά στην ιστορία η Ρώμη, η παλιά πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς. Η Καρχηδόνα, η Έφεσος, η Ρώμη είναι πόλεις σταθμοί, ακραίοι που χάθηκαν τον καιρό των μεγάλων ηγεμονιών. Χάθηκαν από έναν έρωτα, έναν ίππο ή μια καταιγίδα και τώρα ανασύρονται τόπους τόπους σε τυχαίες αυλές, κάτω από ένα δέντρο ή ανάμεσα στις ολοπόρφυρες τριανταφυλλιές στα πόδια του κινηματογράφου. Ο άνδρας αυτός φορεί ένα λουλούδι στο πέτο, όπως στη φωτογραφία που αναδημοσίευσε το περιοδικό. Έχει μια αλλόκοτη, ενήλικη χάρη σαν να την έχει διδαχτεί από καιρό στα ορατόρια και τα ιδιωτικά θεωρεία μιας πόλης όπως το Μιλάνο. Περιποιείται το χτένισμα της σοπράνο και εκείνη με τα μάτια ενός αγοριού, ας πούμε το Ηνίοχου διδάσκει εκ νέου στους ανθρώπους τη σωματική. Γεννήθηκε γνωρίζοντας τα ονόματα των θαμμένων αγαλμάτων. Της Ρώμης, της Αθήνας, της Εφέσου.
Ο άνδρας σταματά να μιλά. Στο κανάλι η υγρασία είναι ανυπόφορη και ο Μάριο έχει για πάντα χάσει την Ναταλία. Εκείνη έφυγε, χώθηκε μες στην ομίχλη, όπως ένα βουβό, πελώριο ψάρι χάνεται πάλι μες στα βαθιά νερά, ακούστηκε ο ήχος από το βάδισμά της  και οι ερωτικές, οι αγενείς κουβέντες των πρωινών αλιέων. Ο άνδρας μίλησε για μια τελευταία φορά. Ήταν η νύχτα ολόλευκη, θα τρεμε η γη και όλοι ήταν αθώοι.
Ο άνδρας μας αποκάλυψε πως αναζήτησε την ομορφιά. Μιλούσε πειστικά, είχε αγνή, λαίκή φωνή και κομψό ανάστημα. Μιλούσε τη γλώσσα της πείρας, τη μιλούσε μέσα από τα σώματά του, μιλούσε και έφεγγε στην προτεταμένη σκηνή. Μιλούσε απεγνωσμένα γιατί είχε δει την   ομορφιά. Κρεμούσε φυλαχτά στους κρεμασμένους και ήταν ολόκληρος ο τόπος από πέτρα και σταυρούς με τ΄όνομα Άννα χαραγμένο. Κοσμοπολίτικη, μ΄ένα είδος ηδονής όλο μελαγχολία, ένα κορίτσι που βαδίζει ίσως προς το θάνατο ή προς τον έρωτα. Εκεί διακόπτονται τα νερά του Αχέροντα, κάτω από γέφυρες, μες στις ομίχλες πάνω από στρώματα άφθονο μάρμαρο. Ο Λουκίνο πάντα διδάσκει το χορό και το θαύμα. Τ΄όνομα του άνδρα ήταν Λουκίνο.