Οι λαθρόψυχοι (16): “συλλέκτης ανθρώπων”, Ελένη Μούζουρα

Εmigration-24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες με λαθραία όνειρα

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδώ
  11. Γ. Πρίμπας, Προηγούνται οι ντόπιοι, εδώ
  12. Απ. Θηβαίος, τα πρόσωπα της ελληνικής νομαρχίας, εδώ
  13. Χρ. Βατούσιος, Μια θέση στον ήλιο,  εδώ
  14. Βαγγ. Μαυροδής, Γιάννης, ο Ρώσσος εδώ
  15. Δημοσθένη Μιχαλακόπουλο, Η Ελπίδα, εδώ

16ο

ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ελένη Μούζουρα

Εχτές, λίγο έλειψε ένα γκρίζο σύννεφο να χαλάσει τη μέρα, κι ας ήταν Κυριακή. Κι ας φορούσε τα καλά του. Όμως τελικά, δεν του τη χάλασε!
Καθόταν στο γνωστό παγκάκι στην Αριστοτέλους. Αυτό το παγκάκι ήταν το στέκι του τα τελευταία χρόνια. Πόσα; Και τι σημασία έχει. Ήταν αυτά τα χρόνια που απέκτησε ένα καινούριο ονοματεπώνυμο, «άστεγος». Τα δυο δίδυμα κανελιά αδέσποτα σκυλιά του, έπαιζαν στη λωρίδα του γκαζόν, πίσω του. Οι κλεφτές ματιές στοργικού πατέρα, που τους έριχνε, επιβεβαίωναν την ασφάλειά τους.
Αυτός είναι ο Έκτορας. Κι αυτός ο Άρης. Γύρισε προς το μέρος μου.
Αφηρημένη, δίπλα του στο παγκάκι, ταξίδευα στους δικούς μου κόσμους, ανασκοπώντας τους ανθρώπους της δικής μου ζωής. Του χτες, του σήμερα, του αύριο ίσως …
Πολύ χαριτωμένα, ακούστηκε ίσως λίγο γελοίο, το αμήχανο σχόλιό μου.
Αδέρφια είναι! Δίδυμα. Δεν έκλεισαν εννιά μηνών ακόμα. Τα βλέπεις; Είναι δυνατά σαν ταυράκια, συνέχισε. Και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στον δικό του κόσμο, να ακούω πώς βολεύεται το βράδυ στο «στέκι», έξω από τα δικαστήρια, στο παρακείμενο παρκάκι. Και πόσες φορές κάποιοι «άτιμοι» προσπάθησαν να του αρπάξουν το «στέκι». Μα εκείνος, με την οικογένειά του, τον Έκτορα και τον Άρη, τα δίδυμα κανελιά αδέσποτα, έβρισκαν πάντα τον τρόπο να τους τη σκάνε.
Πόση ώρα βρισκόμουνα εκεί. Πόση ώρα μιλούσαμε. Ούτε που το κατάλαβα. Θυμήθηκα πως παλιότερα, όταν η ζωή μου άφηνε κάποια μικρά περιθώρια ανάμεσα στις καθημερινές μου υποχρεώσεις, μου άρεζε να κάθομαι σε ένα παγκάκι στην Αριστοτέλους και να παρατηρώ τους περαστικούς. Όχι από περιέργεια, αλλά σαν μια εκλαϊκευμένη κοινωνιολογική μελέτη ή μια φιλοσοφική αναζήτηση του χρόνου, του τόπου, της ζωής με τα απλά και καθημερινά, αλλά και με τις μεγάλες αποφάσεις. Αυτά που τα λέμε επιλογές ζωής.
Μια η ζωή και μοναδική, σκεφτόμουν. Μα τόσοι τρόποι να τη ζήσεις. Επιστήμονας ή νοικοκυρά, άντρας ή γυναίκα ή και τα δυο. Αλήτης ή μεγιστάνας. Γκόλτεν μπόι ή φιλόσοφος. Ακτιβιστής ή χασομέρης. Απίστευτα ζευγάρια συνδυασμών και πιθανών αντιθέσεων και η επιλογή, αν είναι επιλογή, να είναι μία ή μήπως πολλές.
Μα πάντα η ζωή να είναι μία. Μία και πεπερασμένη. Κι εσύ, ήδη έχεις διανύσει αρκετά χιλιόμετρα σε αυτήν. Σαν δώρο ή κάτι σαν ένα μοιραίο πλησίασμα στο τέρμα, που καλά – καλά δεν μπορείς να αντιληφθείς. Κι όλα αυτά για να βρω απαντήσεις στα δικά μου γιατί…
Και να πάλι οι περαστικοί. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι, γέροι, καλοστεκούμενοι και χούφταλα. Καλοντυμένες και ατημέλητες γυναίκες, σε έναν αγώνα δρόμου με την ομορφιά και «τα σημάδια του χρόνου».  Καθένας και καθεμιά, μια διαφορετική ιστορία. Ένα πολύβουο, πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων. Ζωές, που στροβιλίζονται γύρω από τον ίδιο άξονα, τον άξονα της ζωής και του θανάτου. Σαν τη νυχτοπεταλούδα, γύρω από αναμμένη λάμπα, μέσα καλοκαιριού. Μια λειτουργία ατομική και συλλογική ταυτόχρονα.
Σακούλες από ακριβά, φιρμάτα μαγαζιά και άλλες από φτηνό πλαστικό, πηγαινοέρχονται δίπλα  στο παγκάκι μας. Ξαφνικά, ο Έκτορας και ο Άρης με ένα συγχρονισμένο σάλτο βρέθηκαν πάνω στο παγκάκι διακόπτοντας βίαια τις νοητικές μου περιηγήσεις. Παραλίγο να βρεθώ στο πλακόστρωτο από το ξάφνιασμα κατά την «ανώμαλη» προσγείωση στην πραγματικότητα…
Κάτω! Κάτω γρήγορα! Δεν είπαμε πως δεν πρέπει να ανεβαίνετε στο παγκάκι και να τρομάζετε τον κόσμο. Τα μάλωσε, ο άγνωστος φίλος μου, με πατρική τρυφερότητα στα μάτια. Και κείνα, σαν καλά παιδιά, υπάκουσαν αμέσως και κατέβηκαν από το παγκάκι. Στάθηκαν δίπλα μου να με κοιτάζουν απολογητικά στα μάτια και η ουρά να κουνιέται ρυθμικά.
Ο «πατέρας» τους έβγαλε μια μικρή πλαστική σακούλα, μέσα από μια μεγαλύτερη. Μοίρασε το φαγητό στα τρία. Με σερβίτσιο πολυτελείας την πλαστική του σακούλα, που απίθωσε στο παγκάκι άρχισε να τρώει. Πιο κάτω στο γκαζόν τα αδέσποτα παιδιά του έτρωγαν και αυτά το δικό τους μερίδιο φαγητού, που πριν λίγο τους είχε μοιράσει.
Κόπιασε, μου είπε και έριξε μια κλεφτή ματιά στα σκυλιά του, που έτρωγαν ευχαριστημένα, με τρόπους άγγλου λόρδου.
Όχι ευχαριστώ, ψιθύρισα. Πριν λίγο έφαγα… Θέλεις ήταν για μένα οι συνθήκες πρωτόγνωρες, θέλεις δεν ήθελα να του στερήσω το φαΐ ή μήπως απλά σιχαινόμουν… Δεν το καλοεξέτασα. Καλή όρεξη, συνέχισα.
Αισθάνθηκα καλεσμένη σε οικογενειακό γεύμα. Φανταζόμουνα, πως ο πατέρας και τα δυο παιδιά του, θα έπεφταν με τα μούτρα στο φαγητό. Αλλά, προς μεγάλη μου έκπληξη δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Έτρωγαν και οι τρεις σηκώνοντας το κεφάλι και ανταλλάσσοντας τρυφερές ματιές, με τέτοια ηρεμία, λες και είχαν εξασφαλισμένο το καθημερινό τους γεύμα. Βρέθηκα σε σύγχυση. Δεν ήξερα αν πρέπει να θυμώσω, να γελάσω ή να ζηλέψω!
Ο Έκτορας και ο Άρης κοιτούσαν με λατρεία τον άγνωστο άστεγο φίλο μου. Και εκείνος χαμογελούσε ευχαριστημένος. Τόση αγάπη! Και το φαγητό στα τρία. Η μόνη απόλαυση που δε μοιράστηκε μαζί τους, ήταν ένα στραπατσαρισμένο τσιγάρο, που έβγαλε με μια περίτεχνη κίνηση ταχυδακτυλουργού από τον μαύρο σκούφο που φορούσε  στο κεφάλι, μαζί με ένα κουτάκι σπίρτα.
Χαμογέλασα, λίγο ενοχλημένη από τον καπνό. Ολοκληρώθηκε η συλλογή μου για σήμερα. Έριξα μια ματιά σε αυτή την αδέσποτη οικογένεια. Ζήλεψα λίγο, μπορεί και να ντράπηκα γι αυτό. Ώρα να φεύγω, σκέφτηκα. Κοίταξα για τελευταία φορά την αδέσποτη οικογένεια. Την πλημμυρισμένη από αγάπη και ελευθερία. Χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς άγχος για το αύριο. Το αύριο ας έρθει και θα το δούμε αύριο, μου είχε πει κάποια στιγμή, σαν απάντηση σε κάποιες ερωτήσεις που δειλά και ντροπαλά του έκανα.
Σκέφτηκα για λίγο τον εαυτό μου στο παγκάκι. Ένα βράδυ, μόνο ένα βράδυ. Κρύωσα και μόνο με τη σκέψη. Φόρεσα τα μοβ γάντια μου, χαμογέλασα στην παράξενη οικογένεια ψιθυρίζοντας κάτι σαν καληνύχτα (καληνύχτα στο παγκάκι;) και έφυγα βιαστικά, αφήνοντας πίσω μου τρία ζευγάρια μάτια να με κοιτάνε, καθώς απομακρυνόμουν περπατώντας γρήγορα στο πλακόστρωτο της Αριστοτέλους.
Πώς θα περάσει άραγε και τούτο το βράδυ ο άστεγος φίλος μου και τα δυο αδέσποτα σκυλιά του, αναρωτήθηκα. Και εγώ; Η δική μου ευθύνη για όλα αυτά; Καμιά απάντηση. Γύρισα και τον κοίταξα για τελευταία φορά, καθώς είχα κιόλας απομακρυνθεί. Ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στο παγκάκι και απολάμβανε μακάριος το τσιγάρο του. Να ζηλέψω την ελευθερία του; Να θυμώσω για την κατάντια του και για την απουσία όλων μας από τις συνθήκες της ζωής του; Σκέφτηκα πόσα πράγματα έχω ανάγκη από τη στιγμή που σηκώνομαι από το κρεβάτι μου το πρωί ως την ώρα που θα κοιμηθώ το βράδυ. Κι αυτός; Ευχαριστημένος και μακάριος με λίγο φαγητό στα τρία στην πλαστική σακούλα και ένα τσιγάρο, να με κοιτάζει ατάραχος, καθώς η εικόνα μου έσβηνε από τον πεζόδρομο και από τη σκέψη του.