Γνωριμία με τον ποιητή Γιώργο Τσακιράκη.

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

 

Ο ποιητής Γιώργος Τσακιράκης με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στον Πειραιά και σήμερα ζει στην Πάτρα.

Έχει στο παρελθόν εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές εκτός εμπορίου και σήμερα διατηρεί τις ιστοσελίδες:
http://tsakirakisgeorge.blogspot.com και http://idrymapoiisis.blogspot.com
Όπως διαπιστώνει ο βραβευμένος συγγραφέας, κριτικός και νομικός, Δημήτρης Σιατόπουλος «Η ποίηση του Γιώργου Τσακιράκη έχει λυρικό κραδασμό, με ουσιαστικές βυθίσεις στον κοινωνικό χώρο και υπαρξιακό οντολογισμό» Γιώργος Πρίμπας.

Στην Adela Villamil de Flores, Βολιβία [από την ιδιωτική συλλογή «Έντεκα πικρά κυδώνια»]

Αντέλα Βιλαμίλ ντε Φλόρες

Δεν έχω πια τίποτα να πω

για τις κορφές των μπουμπουκιών.

 

Μοναχά στεριώνω τις ατέλειωτες επαφές μας

μ’ ολονύχτιους βουκολικούς συλλαβισμούς

ζωντανούς από πάντα.

 

Ανάμεσά μας αιωρούνται

κλαδιά καταιγίδων και μαστιγώσεων,

βιασμοί ονείρων και βεβηλώσεις άγιων ημερών,

ηλεκτρικά καλώδια, φώτα εκτυφλωτικού σκοταδιού

και μικρά καρφιά

στις γυμνές σου πατούσες.

 

Όλα συνηγορούν να υπερασπιστώ

ως το θάνατο

τους δρόμους που σε διασκορπίζουν

στα πέρατα της ψυχής μου.

 

Θα ’ρθει στιγμή που θα πουν

πως οσμιζόμουν μαζί σου

τους θησαυρούς του λευκού,

μιαν υπερούσια γονιμοποίηση

σ’ εποχές

που δεν έχουν τίποτα το ανεπανάληπτο.

[Η Αντέλα Βιλαμίλ ντε Φλόρες, μέλος της Ομοσπονδίας Βολιβιανών Γυναικών, συνελήφθηκε τον Οκτώβρη του 1980 χωρίς ένταλμα. Πράκτορες του Ειδικού Τμήματος Ασφαλείας την ανάκριναν ρίχνοντας εκτυφλωτικά φώτα στα μάτια της, ενώ τα πόδια της βρίσκονταν μέσα σε μια λεκάνη με νερό στο οποίο διοχετευόταν ηλεκτρικό ρεύμα. Υποχρεώθηκε να υπογράψει ένα λευκό φύλλο χαρτί, που θα ήταν η «εξομολόγησή» της. Τη μαστίγωσαν δεμένη και κρεμασμένη με τις χειροπέδες της και της έβαλαν μικρά καρφιά στις πατούσες της. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμεινε κλειδωμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί, αναπνέοντας από μια μικρή τρύπα. Μια νύχτα έξι άντρες με στολή τη βίασαν μαζί με μια συγκρατούμενη της.]

 

Στη μικρή Ελένη

(με σύνδρομο down)

Θα ’ρθω λοιπόν, ωραιοτάτη μου

παιδίσκη, πάνω σ’ ένα φλεγόμενο

ποδήλατο, για να μοιράσω την

πορφύρα των χειλιών σου στους

παλιούς βάλτους που τραγουδούν

με τον άνεμο, στις πέτρες με τα

γαλάζια μάτια, στον παλμό που

γεμίζει θάλασσα τον Κόσμο.

 

Πόσο τρυφερό ήταν το ανοιχτό

συναξάρι των ψαλμών που άπλωσε

πάνω μου το χαμόγελο και το

λευκό χάδι των χεριών σου!

 

Θα ’ρθω λοιπόν, ωραιοτάτη μου

παιδίσκη, σαν ανοιχτό κοχύλι,

σαν ένα ποίημα υπέροχα ατέλειωτο.

 

Μηδενική απόχρωση

(Marfin 5 Μαΐου 2010)

Δεν ξέρω αν η βιαιότητα

της σιωπής συμβαδίζει

με το τίποτα.

 

Ξέρω μόνο πως το τίποτα

είναι μια μηδενική απόχρωση

χαμένη σε ασχημάτιστους δρόμους

 

που δεν ακολουθούν τα

ταξίδια του Καλοκαιριού.

 

Οι ατομικές «επαναστάσεις»

μόνο αν είναι ειρηνικές

ωφελούν. Αλλιώς γίνονται

ειρηνοκτόνες.

 

Η βία είναι και προσωπική σας

ταπείνωση. Αποκηρύξτε την.

 

Οι (αποτελεσματικές) ειρηνικές

επιλογές μπορεί να είναι

ατελείωτες.

ΠΟΤΕ δεν φταίνε οι αθώοι.

 

Η μαριονέτα.

Ταξίδευε μυημένη στην

ικετική ροή των χρωμάτων,

με την έπαρση μιας

αιωρούμενης προσμονής ορατής

μέρα μεσημέρι, οδεύοντας «εντός ψυχής»

την οδό, με το λίκνισμα ενός

αρχαίου χορού, μετέωρη, μέσα από

επίμονες επικλήσεις φωτεινών οραμάτων.

Παραδομένη στην απαστράπτουσα-

πλην λανθάνουσα – Άνοιξη, έτρεφε

μιαν απατηλή μολυβένια σύνδεση

με κλωστές χωρίς πρόσωπο, που χάθηκαν

πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών.

Κι απόμεινε ο ανεξίτηλος χρωματισμός

μιας μινωικής πριγκίπισσας, να απωθεί

μελανούς ορίζοντες μπροστά στον

«μολυβένιο ψίθυρο», στον τοίχο των δακρύων

και στον πρωινό εραστή ήλιο.

 

Η βιογραφία του Ποιήματος

Το ποίημα είναι ένας μικρός άγγελος από δέντρο κι από στάρι. Η μοναξιά του είναι ένας κόκκινος βυθός που ανατείνεται αθόρυβα στο γαλάζιο, για ταξίδια σε γλυκές, μυστικές συμπληγάδες, όπου φυτρώνουν αρχιπέλαγα σ’ όλο το μήκος του γιαλού.

Μπορεί να το συναντήσεις σ’ ένα νέγρικο στενό να συνθέτει ψαλμούς χωρίς θρησκεία, με ήχους από αρχαίο αυλό. Ή μέσα στα γυναικεία στήθια να ζωγραφίζει την αγωνία της προσμονής ατελεύτητων εραστών.

Σημαίνει βασανιστικά κάθε που ξημερώνει και ησυχάζει σαν ξυπνήσεις και το πάρεις στα χέρια σου. Είναι η στιγμή που σε τριγυρίζει ένα ακαταμάχητο λευκό κι ανατριχιάζεις. Που εγκλωβίζεσαι μαζί του σε παρόδους με στενή ηδονική διέξοδο.

Μια βραδιά, το άκουσα ν’ αναζητάει με αγωνία ένα τραγούδι στο βιβλίο των σταχυών και της ίριδας. Ή μια μοναχική πεταλούδα να πετάει σ’ ανοιχτό πέλαγος. Έπρεπε, μου είπε, να βγω στα κύματα. Κι αυτό, με κοιτούσε πίσω απ’ το τζάμι σημαδεύοντας (αγονιμοποίητες) οπτασίες. Το πρωί, έκπληκτος, το βρήκα να παλεύει με μια ερωτευμένη θηλή που είχε σκαρφαλώσει στον αυχένα του.

Δεν ξέρεις ακριβώς ποια είναι η Μούσα του. Μερικές φορές κοιτάζει, θαρρείς, πίσω απ’ τον ώμο σου κι εσύ γυρίζεις και δεν βλέπεις κανέναν. Μόνο τον καθρέφτη να σου χαμογελάει.

Είναι αδύνατο να φανταστείς πόσο ορθάνοιχτες είναι οι αισθήσεις του, με πόση δύναμη σπάει κι ανασυνθέτει τα κρύσταλλα, χωρίς να φαίνεται καμιά ρωγμή.

Τις προάλλες το συνάντησα μέρα μεσημέρι ολόγυμνο, να φοράει μόνο μια ριγέ γραβάτα. Με κοίταξε εχέμυθα και βγήκε. Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος για τις μεταπτώσεις του. Νομίζεις πως ξεκίνησε για φτηνούς έρωτες κι αυτό κοιμάται μέσα σε μια βιολέτα ή σε μιαν ανοιχτή πληγή που την κλείνει με δάκρυα ή ταξιδεύει με όρκους στα νερά της Στύγας.

Αιμορραγεί και την ίδια στιγμή κάνει νοήματα στη Θάλασσα και στην Άνοιξη, που δεν ξέρουν ποτέ τι θα τους γράψει.

Σε χλευάζει που δεν έχεις πυγμή και σε κάνει ό τι θέλει κι ύστερα σε παρακαλάει να το βοηθήσεις ν’ ανέβει στο λόφο ν’ απολαύσει την Πανσέληνο ή ν’ αγιάσει μια τραγική θυσία.

Κι εσύ συλλογίζεσαι. Ματώνεις τα πόδια να το ακολουθείς και δε σε λυπάται. Σε σέρνει πάνω στα συρματοπλέγματα, σκίζει τις σάρκες σου και σε αποκαλεί ανθρώπινο κτήνος που το γέννησες να σ’ αγαπάει τόσο κι ύστερα, αποκαμωμένο, κάνει υπέροχο έρωτα μαζί σου και κοιμάται. Και σ’ αφήνει, ευχαριστημένο, να κλαις και να κοιτάς την ψυχή σου που βλέπει όνειρα, να την παίρνεις αγκαλιά και να περιμένεις να σε ξυπνήσει πάλι το πρωί, για να ξαναπαίξεις στην αμμουδιά μαζί του ή να ξαναματώσεις.

Στις λίγες περιπτώσεις που τόλμησα να του κάνω τον ατζέντη με παραμέρισε ευγενικά και αυτοπαρουσιάστηκε, φορώντας ένδυμα και χαρακτήρα ανάλογο με τα ταξίδια του. Κι εγώ που είχα κρατήσει με κόπο τις σημειώσεις μου έμεινα στο περιθώριο, αστείος κι αταίριαστος.

Καμιά φορά, νομίζω πως είναι ένας παλιάτσος που μπαίνει λαθραία στη σκηνή, γιατί λείπει το γέλιο. Στην τελευταία όμως παράσταση τα’ κανε όλα γυαλιά καρφιά με το πρώτο μειδίαμα και βγήκε στο δρόμο να ζητιανέψει δάκρυα.

Όταν έχει τις καλές του, μπορεί να σου δώσει το χέρι να το πας βόλτα, με αντάλλαγμα να κρατάει, σαν πορτοκάλι, την ψυχή σου στα χέρια του. Στην επιστρέφει πάντα γεμάτη ηδονή ή κουρέλι και σε υποχρεώνει να το απαγγείλεις μπροστά σε νοητό κοινό που σε χλευάζει.

Νομίζεις πως το ξεπερνάς σε πάθος κι ανακαλύπτεις με δέος πως έχει πάρει μέρος σε χίλιες επαναστάσεις, σε χίλια μοιρολόγια, σε χίλια τραγούδια, σε χίλιους οργασμούς απ’ τις πρώτες κιόλας λέξεις. Κι είναι χαριτωμένο όταν παριστάνει το «ελευθέριον ήθος», ακουμπώντας την πλάτη και το αριστερό του πόδι λυγισμένο σ’ έναν αμαρτωλό τοίχο.

Σε μια ειλικρινή του εξομολόγηση, μου αποκάλυψε πως είχε καλά μελετήσει τις τρεις συλλαβές του πριν γεννηθεί. Αλλιώς θα έμενε αγέννητο.

Τόσα χρόνια συγκάτοικοι και δεν έμαθα ακόμα το άσμα των ασμάτων του. Αγνοώ αν το ’χει φυλάξει σε επιφάνειες ή βυθούς, αν και υποψιάζομαι ότι είναι ακόμα καρφωμένο πάνω στο σταυρό, έτοιμο, μ’ ένα φραγγέλιο στο χέρι.

Δεν πήγε στην τελευταία Ανάσταση. Είναι απασχολημένο. Διαδηλώνει συχνά έξω απ’ τη Βουλή των Ονείρων, για μια αγάπη ανθρώπινη, κρατώντας αγκαζέ τον Ερωτόκριτο κι ένα ποτήρι με σπονδές στο χέρι.

Τις νύχτες παραμιλάει. Δεν ανησυχώ. Το συνήθισα. Θα μου λείψει αν σταματήσει. Ιδίως αν σταματήσει να συλλαβίζει εκείνα τα παράξενα ή συνηθισμένα (δεν έχει σημασία) ονόματα- Σύλβιο, Μαρία, Γουσταύο, Γκασπάρ κι άλλα- που θυμίζουν μνημόσυνο και δικτατορίες και βωμούς απ’ όπου ξεκινούν οι ψυχές των μαρτύρων, που καταλήγουν στο κενοτάφιο με τα λιγνά ζαχαροκάλαμα.

Κλαις ποίημα; Το ρωτώ. Και δεν μου απαντάει. Μου δείχνει μόνο την πλώρη της «Τοκομέλας» και τα θολά του μάτια μού λένε «πρόσεχε. Εκεί». Κι εγώ κοιτάζω μπροστά να καταλάβω πού με οδηγεί.

Σ’ ένα ποτήρι, στάζει μια σταγόνα πίκρα, μια σταγόνα θυμό, μια σταγόνα άι σιχτίρ και βάζει φωτιά στο κελί του. Φιμώνει τους φρουρούς, κορδώνεται, στέλνει στο διάολο την είσοδο και φεύγει.

Έχω προσέξει πως σέβεται τ΄ απομνημονεύματά του αλλά μελετάει πόντο-πόντο τη διαθήκη του. Αν την αντιληφθεί να κάθεται, τη σηκώνει επιτιμητικά. Δεν την αφήνει να κοιμηθεί ποτέ παρά τόσο μόνο, όσο είναι αρκετό για να μένουν καθαρές οι γραμμές της.

Αναρωτιέμαι. Άραγε είναι ευτυχισμένο; Και τολμώ να του το πω. Σκάει στα γέλια, φοράει τη σκελετωμένη πανοπλία που μου μοιάζει και μου δίνει μια σύντομη συνέντευξη.

«Μου αρκεί που είμαι απλά μια υπόσχεση. Μια ακραία ψυχή σε ακριβό τοπίο». Παρατηρώ πως έχει κιόλας χάσει το γέλιο του. Και αποσύρομαι. Βγαίνει κι εκείνο ήρεμα απ’ την πανοπλία για να βρεθεί στο καθημερινό πλάνο. Δε βιάζεται να τελειώσει την υπόσχεση ούτε την ακρότητά του.

Τα δειλινά εδώ είναι φανταστικά. Διαβάζω στο ημερολόγιό του πως τα θεωρεί τη θετική επιφάνεια ενός αρνητικού φιλμ κι ας νυχτώνει. Δεν καταλαβαίνω τη λογική του. Μου λέει πως έχει προσωπική αντίληψη για το θετικό και το αρνητικό ενός φιλμ, όπως ακριβώς και για το φως και για το σκοτάδι, για τη μέρα και για τη νύχτα. Το αφήνω ήσυχο. Θεωρώ την προσωπική άποψη ιερή, όπως και τα προσωπικά δεδομένα.

Σήμερα φυσούσε πολύ. Μου είπε να προσέχω τα δέντρα… Γιατί; «Γιατί απ’ τους κορμούς τους βγαίνουν παιδιά. Το ξέχασες; Δεν πρέπει να χτυπήσουν. Και δεν πρέπει να φοβηθούν, ούτε να μεγαλώσουν μονομιάς, γιατί δεν θα έχουν ρίζα. Κι είναι και μερικά που μόλις βγουν κάτι οσμίζονται και κοιτάζουν πίσω». Δεν το περίμενα πως θα μπορούσε να κάνει τέτοια πρόβλεψη. Το σημείωσα.

Εκείνο, έβγαλε τα παπούτσια του πάνω στα χαλίκια. Ήθελε τα πέλματά του πληγωμένα. Έτσι στέριωνε καλύτερα τους όρκους. Πάνω στη φωτιά περπατούσε καλύτερα ξυπόλυτο γιατί την ένιωθε κι έμενε ξύπνιο. Να πολεμάει το εφήμερο και τους φράχτες. Να μη χαίρεται.

«Όμορφα που ανεβαίνει η κορυφή!», άκουσα. Τινάχτηκα. Είχε κιόλας αναληφθεί γεμάτο τιμιότητα.

«Μη νομίζεις πως τα όνειρα θα κατέβουν στην επόμενη στάση» μου ψιθυρίζει. «Πρέπει πρώτα να προλάβεις να γίνεις έφηβος και να σε πάρει η θάλασσα, να χαρίζεις Σάββατα με ξημερώματα σε ηλιόλουστες Κυριακές, τσαμπιά από ήρεμα σταφύλια, ν’ απλώνεις πολύχρωμα ουράνια τόξα πάνω σε νεκρά φορτηγά και Ερινύες σε κάθε χαμένη αθωότητα.

Να επιστρέφεις πάντα μ’ έναν γαλάζιο Δούναβη κι ό,τι δίνεις ν’ απομένει ολόγυμνο. Κι ούτε βέβαια να πιστέψεις πως θα συνεχιστούν οι ένοχες μέρες της νηνεμίας σου. Θα κρατάς πάντα ένα κλωνάρι του νερού σου μέσα σε μια σχεδόν κρύα θάλασσα και θα ταξιδεύεις σαν Μαΐστρος εραστής, τινάζοντας από πάνω σου με το ράμφος του κύκνου τη δειλή στάχτη, που δεν είναι η ουσία σου-