Ελληνικά κύρια ονόματα που αρχίζουν από «Ζ»

24grammata.com/ ιστορία κυρίων ονομάτων

υπεύθυνος στήλης: Αθ. Τσακνάκης

γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης

 

 

1. Η ονοματική οικογένεια τού ουσιαστικού «Ζευς»

Με πηγή προέλευσής τους ή πρώτο συνθετικό τους το όνομα τού πατέρα των Θεών και των ανθρώπων, τού Ζηνός (ο Ζευς, τού Ζηνός – βλ. σχετικό άρθρο), συναντούμε στην ελληνική ονοματική παράδοση τα ακόλουθα κύρια ονόματα:

Ζην: συνώνυμο τού «Ζευς», το οποίο απαντά κυρίως στην επική ποίηση.

Ζήνα: θηλυκός τύπος τού ονόματος «Ζην».

Ζηναΐς: όνομα θηλυκού γένους, που σημαίνει την «θυγατέρα τού Ζηνός», την «απόγονο τού Ζηνός», το «πνευματικό τέκνο τού Ζηνός».

Ζηνόβιος: προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων «Ζευς», σε γενική πτώση, και «βίος», σημαίνοντας «εκείνον που έχει ζωή σαν τού Ζηνός», «εκείνον που διαθέτει θεϊκή ζωή». Στον θηλυκό τύπο του το συναντούμε ως «Ζηνοβία».

Ζηνόδοτος: προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων «Ζευς», σε γενική πτώση, και «δοτός» (ο δεδομένος, ο δυνάμενος να δοθεί), σημαίνοντας «εκείνον που έχει δοθεί από τον Ζήνα». Στον θηλυκό τύπο του το συναντούμε ως «Ζηνοδότη» ή «Ζηνοδότα».

Ζηνόδωρος: προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων «Ζευς», σε γενική πτώση, και «δώρο», σημαίνοντας «εκείνον που είναι δώρο τού Ζηνός». Στον θηλυκό τύπο του το συναντούμε ως «Ζηνοδώρα».

Ζήνων: επικός τύπος προερχόμενος από την γενική πτώση τού ονόματος «Ζευς». Σημαίνει «εκείνον που προέρχεται από τον Ζήνα», «εκείνον που ανήκει στον Ζήνα».

2. Η ονοματική οικογένεια τού ρήματος «Ζω»

Με πηγή προέλευσής τους ή πρώτο συνθετικό τους το ρήμα «ζω» ή το εξ αυτού παραγόμενο ουσιαστικό «ζωή», που σημαίνει την χρονική διάρκεια, ενίοτε και το ποιοτικό περιεχόμενο, τού βίου, συναντούμε στην ελληνική ονοματική παράδοση τα ακόλουθα κύρια ονόματα:

Ζήσης: προέρχεται από την ευχή «να ζήσει» (ευχετική υποτακτική), η οποία απευθύνεται στα νεογέννητα τέκνα και αποτελεί εκδήλωση σφοδρής επιθυμίας ιδιαίτερα σε εποχές κατά τις οποίες παρατηρείται το απεχθές φαινόμενο τής βρεφικής θνησιμότητας. «Ζήσης», λοιπόν, είναι «αυτός που του ευχόμαστε να ζήσει».

Ζωγραφία: από το ουσιαστικό «ζωή» και το ρήμα «γράφω» προέρχεται το ρήμα «ζωγραφίζω», που σημαίνει «γράφω την ζωή», δηλαδή «απεικονίζω την ζωή». «Ζωγραφία», λοιπόν, είναι η «απεικόνιση τής ζωής», η «ζωγραφιά».

Ζωοδόχος: από τις λέξεις «ζωή» και «δοχός» (ο δεχόμενος, ο δεκτικός) συντίθεται το όνομα «Ζωοδόχος», που σημαίνει «αυτόν που δέχεται την ζωή». Το όνομα είναι και αρσενικό και θηλυκό, αλλά δίδεται κυρίως σε γυναίκες.

Ζώπυρος: από το ρήμα «ζω» προέρχεται το επίθετο «ζωός», που σημαίνει «ζωντανός». Συνθέτοντας το «ζωός» και το «πυρ» (φωτιά) δημιουργούμε το όνομα «Ζώπυρος», δηλαδή «αυτός που δίνει ζωή στην φωτιά» ή, γενικότερα, «αυτός που ζωογονεί, που τροφοδοτεί».

Ζωτικός: προέρχεται από το ρήμα «ζω» και την κατάληξη «-τικός» και σημαίνει «αυτόν που αναφέρεται ή ανήκει στην ζωή», «αυτόν που συμβάλλει στην ύπαρξη ή διατήρηση τής ζωής».

3. Η ονοματική οικογένεια τού επιτατικού μορίου «Ζα-»

Η πρόθεση «διά» απαντά και ως «ζα». Από τον δεύτερο τύπο προέρχεται το μόριο «ζα-», το οποίο επιτείνει την έννοια τής λέξης που το ακολουθεί. Παραδείγματα: ζάπλουτος, δηλαδή κατ’ εξοχήν πλούσιος, ζαμενής, δηλαδή κατ’ εξοχήν ορμητικός, ζαφλεγής, δηλαδή κατ’ εξοχήν φλογισμένος. Στο ελληνικό ονοματολόγιο εντοπίζουμε ένα κύριο όνομα που ανήκει σε αυτήν την οικογένεια:

Ζάλευκος: προέρχεται από το επιτατικό «ζα-» και το επίθετο «λευκός» (φωτεινός, λαμπρός, διαυγής, καθαρός, λευκός), σημαίνοντας τον «κατ’ εξοχήν φωτεινό ή λαμπρό ή διαυγή ή καθαρό ή λευκό».

4. Η ονοματική οικογένεια τού ρήματος «Ζώννυμι»

Το ρήμα «ζώννυμι» σημαίνει «ζώνομαι, περιβάλλω, προσδένομαι». Από αυτό προέρχονται τα ακόλουθα κύρια ονόματα:

Ζώνη: σημαίνει τον «ζωστήρα», την «ζώνη». Είναι σπάνιο γυναικείο όνομα, που παραπέμπει στην Τίμια Ζώνη τής Θεοτόκου.

Ζώσιμος: επίθετο που παράγεται από το προαναφερόμενο ρήμα και σημαίνει «αυτόν που δύναται να ζωσθεί».

5. Η ονοματική οικογένεια τού ρήματος «Ζεύγνυμι»

Το ρήμα «ζεύγνυμι» σημαίνει «ζεύω, θέτω σε ζυγό, στερεώνω, συναρμόζω, συνδέω». Από αυτό προέρχονται τα ακόλουθα κύρια ονόματα:

Ζευξίδαμος: παράγεται από το «ζεύγνυμι» και το «δάμος», συνώνυμο τού «δήμος» (λαός, δήμος, το σύνολο των ελεύθερων πολιτών), και σημαίνει «αυτόν που θέτει σε ζυγό ή συναρμόζει ή συνδέει τον λαό». Απαντά και ως «Ζευξίδημος».

Ζευξίδας: συνώνυμο τού «Ζευξίδης», που σημαίνει «ο γιός ή ο απόγονος τού Ζεύξιδος» (βλ. παρακάτω).

Ζεύξιππος: παράγεται από το «ζεύγνυμι» και το «ίππος», σημαίνοντας «εκείνον που θέτει σε ζυγό τους ίππους, που ζεύει τα άλογα». Στο θηλυκό γένος έχει την μορφή «Ζευξίππη».

Ζεύξις: παράγεται από το «ζεύγνυμι» και σημαίνει «εκείνον που δύναται να ζέψει, να θέσει σε ζυγό, να στερεώσει, να συναρμόσει, να συνδέσει». Στην γενική πτώση έχει την μορφή «τού Ζεύξιδος», αλλά στην νέα ελληνική απαντά και ως «τού Ζεύξη».

Ζευξώ: θηλυκό κύριο όνομα, αντίστοιχο τού «Ζεύξις» (βλ. παραπάνω).