ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ & ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ, ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

kontos 24γραμματα«Τα μόνα που έλεγε, όπως χαμένο παιδί
στην ακρογιαλιά : «θα, θα, όταν θα»,
και προσπαθούσε να κλάψει.»
Γ. Κοντός

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ & ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Σκόπευα να γράψω ένα μικρό κείμενο για τον Δημήτρη Χορν. Για τον σπουδαίο ηθοποιό που έφυγε στις δεκαέξι ενός παλιού Γενάρη. Η αναφορά αυτή περισσότερο αναγνωρίζει την τιμή που αρμόζει σε μια ολοζώντανη μορφή μιας άλλης εποχής. Έτσι τον θυμούνται όσοι τελευταίοι γνώρισαν τον παλιό, ελληνικό κινηματογράφο. Τώρα πρόσωπα όπως αυτό, περνούν ολοκληρωτικά στον μύθο. Όσες ελάχιστες φορές ξαναζούν μέσα από δέκτες και θερρινά σινεμά εμείς αμφιβάλλουμε ολότελα για την ύπαρξή τους. Μαζί τους περνά και η πόλη στην ιστορία. Σαν τίποτε να μην συνέβη ένα απ΄τα πρόσωπα των Αθηνών περνά στη λήθη. Είναι τόσα πολλά εκείνα που ξαναζούν στις τρυφερές εκείνες ταινίες. Τα αιώνια πάθη, τ΄απλά συναισθήματα τα πιο γνώριμα απ΄την ανθρώπινη ζωή τρέφουν την οθόνη εκείνων των δεκαετιών και συντηρούνται ως διαχρονικά πρότυπα του μεγάλου συναξαριού της ζωής.
Ύστερα μαθεύτηκε το νέο για τον χαμό του ποιητή. Ο Γιάννης Κοντός στην αυγή της έβδομης δεκαετίας καταχωρείται στη μεγάλη επετηρίδα. Ένας απ΄τον αιώνια ανολοκλήρωτο κύκλο της ποίησης. Ο Γιάννης Κοντός, ένας γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς του ΄70, καταθέτοντας το δικό του εσωτερικό φορτίο εκπλήρωσε απ΄τη σκοπιά του τις προσδοκίες μιας ποιητικής Ελλάδας που έστρεφε τους καθρέφτες προς την ίδια κατεύθυνση με την παγκόσμια τάση και τους πιο γνήσιους διαμορφωτές της, όπως ο Τζιμ Ντούγκλας Μόρισον. Ο Κοντός κινείται στους ίδιους εκείνους χώρους που διαμόρφωσαν τις φωνές του Μαρκόπουλου, της Καραγεωργίου, όσων μοντέρνων και ρυθμικών και απελπισμένων βρέθηκαν στην καρδιά της ελληνικής ατμόσφαιρας μια κάποια στιγμή.
Δεν βρήκα καλύτερο τρόπο για να χαιρετήσω αυτούς του δύο καλλιτέχνες που τους συνδέει πια μια επιθανάτια τύχη. Είναι ένα ποίημα, που εκτείνεται απ΄τη σπασμένη καρδιά του ποιητή ως τον έξαλλο εκείνον υποκριτή με την χαμένη ψυχή, τρελό απο ευτυχία στα πόδια του βράχου. Οι δυο νεκροί στέκουν σπαραχτικοί, διάφανοι και απ΄τα λαϊκά μαγαζιά που δεν κλείνουν παρά μονάχα νωρίς το πρωί ακούγονται τα τραγούδια και οι ευχές. Εκείνοι οι δυο ελεύθεροι πια να μπορούν να κλαίνε.