Η περιπλάνηση της Ταραντέλα από τη Μεγάλη Ελλάδα στη Μητέρα Ελλάδα

24grammata.com – Αφιέρωμα: Οι Ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος


Πολλά και ακριβή έχουν ειπωθεί για τη γλώσσα και την πολιτιστική δυναμική των περιοχών, οι οποίες συνθέτουν την επονομαζόμενη «Μεγάλη Ελλάδα.» Η διάλεκτος με τις προσμίξεις των δωρικών και βυζαντινών, γλωσσικών στοιχείων έμελε να αποτελέσει μια ιδιαίτερη περίπτωση, ένα λαμπερό παρακλάδι της ελληνικής. Με αφετηρία ετούτο το βασικό δεσμό, δηλαδή την κοινή γλώσσα, οι περιοχές αυτές ήκμασαν στο παρελθόν, συνοψίζοντας με τον καλύτερο τρόπο μες στα γεωγραφικά τους όρια το πνεύμα, το ήθος και την παράδοση της «μητρικής» γης. Τέτοια ήταν η επιρροή δε του ελληνικού στοιχείου, ώστε μέχρι και σήμερα παραμένει ένας αξιοπρόσεκτος πυρήνας περιοχών, οι οποίες διασώζουν τον πολιτιστικό αυτό δεσμό.Η στάση της επίσημης, ιταλικής πολιτείας, αλλά και μεμονωμένες προσπάθειες, οι οποίες καταβάλλονται στα πλαίσια της ιδιωτικής, τοπικής πρωτοβουλίας όχι μόνο κρατούν άσβηστο το στοιχείο της ειδικής αυτής εντοπιότητας, αλλά μπορούμε να πούμε πως συνεισφέρουν περίφημα στη διάσωση του ίδιου του ελληνικού ψυχισμού. Οι πρεσβύτεροι των τοπικών κοινωνιών, κοινωνοί του πνεύματος και της παράδοσης μεταλαμπαδεύουν με κάθε τρόπο το ειδικό βάρος ετούτης της παράδοσης, καθιστώντας υποχρέωση συνειδητή για τους νεότερους τη μελέτη και τη διαφύλαξη ενός ζωντανού λόγου, τον οποίο πλαισιώνουν ένα πλήθος εθίμων, ικανών να αναδείξουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη δημιουργική ένταση του ελληνιστικού, αυτού κόσμου. Παρά τη φυσική και επακόλουθη αλλοίωση της πληθυσμιακής αυτής μειοψηφίας, όπως επήλθε από την κυρίαρχη θέση των καθολικών έναντι των ορθοδόξων των νοτίων περιοχών, η «Μεγάλη Ελλάδα», χαρακτηρισμένη έτσι εξαιτίας της ειλικρινούς δυναμικής της, δεν μπορεί να αποτελεί μονάχα μια ιστορική καταγραφή, αλλά ένα ακμαίο και προικισμένο με ηλεκτρισμό «μέλος» του συνολικού, κατακερματισμένου και λησμονημένου ελληνικού «σώματος.»

http://www.youtube.com/watch?v=fhqTr2ggpds&feature=related

Επιπρόσθετες πληροφορίες και εξειδικευμένα, γλωσσικά στοιχεία για την ιδιόμορφη διάλεκτο της περιοχής, θα συνιστούν μια ήδη ειπωμένη επανάληψη. Η αυθαίρετη αυτή εκτίμηση ας επιτραπεί, καθώς δεν είναι λίγα τα συγγράμματα, οι αρθρογραφίες και οι γλωσσολογικές απόψεις, οι οποίες κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί, επιβεβαιώνοντας τη μοναδικότητα της περιοχής. Εκείνο το οποίο καλούμαστε να ανιχνεύσουμε σε κάθε περίπτωση, δεν είναι άλλο από τη μοναδικότητα των περιοχών αυτών και των ανθρώπων τους. Να παρατηρήσουμε, να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τον καινούριο άνθρωπο, επιβεβαιώνοντας τη σιωπηρή κατάφαση της παράδοσης.
Μια στροφή λοιπόν, προς την αισθητική μελέτη της περιοχής αυτής, μία ενσυνείδητη ροπή προς το ανθρωπολογικό στοιχείο μπορεί να συμπληρώσει ή ακόμα να καταστήσει δευτερεύοντα τα ιστορικά ντοκουμέντα. Και συνιστά γεγονός πως η αισθητική των περιοχών αυτών, έχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, ακριβώς διότι εκεί, όπως προείπαμε συναντήθηκαν δύο από τα πιο μαζικά και ισχυρά, πολιτιστικά και κοινωνικά ρεύματα, όπως εκείνα του καθολικισμού και του ανατολικού ορθόδοξου χριστιανισμού. Με άλλα λόγια η «Μεγάλη Ελλάδα» αποτελεί κατ΄ ουσίαν μια πολιτική και πολιτιστική μετατόπιση της ανατολής προς τη δυτική σκέψη.
Θα ήταν ενδιαφέρον, λοιπόν, αν υπήρξε η διάθεση να μελετηθούν, να καταγραφούν και να αντιστοιχιστούν τα έθιμα και οι λαϊκές συνήθειες των περιοχών αυτών, καθώς και η σύνδεσή τους με την αρχαία και τη μετέπειτα, ιστορική εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος. Η αναγωγή τους  σε διαφορετικές εποχές και κοινωνίες, η αμείωτη έντασή τους, εκστατική σε αρκετές περιπτώσεις, μπορεί να αποκαλύψει πτυχές της κοινωνικής φαινομενολογίας, οι οποίες παρέμεναν αθέατες ως σήμερα, επιμένοντας στην αρχική κλίση τους προς το ίδιο το πρόσωπο.

Μία τέτοια περίπτωση, μια επίδειξη ακριβώς της ανθρώπινης συνέπειας εμπρός στην πάροδο των αιώνων, μπορεί να αποτελέσει η αναφορά μας στον «ταραντισμό» και τη χορευτική του διάσταση, τη βαθύτατα διονυσιακή. Πρόκειται για ένα βακχικό έθιμο, το οποίο στις μέρες μας ξεπερνά την αναφορά του και μετατρέπεται σε ένα κορυφαίο σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Και αποτελεί ένδειξη πρωτοπορίας το γεγονός πως οι άνθρωποι αυτών των περιοχών διέκριναν εξ αρχής τη διαφορετικότητα μες στο δρώμενο και κινήθηκαν μες στους αιώνες για την όσο το δυνατόν, πληρέστερη επιβεβαίωση της μυθολογίας και του γενικότερου εξανθρωπισμού της.
Με τον όρο «ταραντισμός» εννοείτο η διαδικασία απελευθέρωσης του γυναικείου προσώπου από την επίδραση του κακού. Ακολουθείται ο εκστατικός, εντατικός χορός των προσώπων, γύρω από την πάσχουσα. Μία μορφή εξορκισμού λοιπόν, μια απόπειρα απελευθέρωσης από το «κακό», για την ψυχή πρώτιστα και το σώμα. Η μορφή της νεαρής Περσεφόνης, η απαγωγή της από τον Άδη, ο θάνατος που υπενθυμίζεται, -τι αντίφαση, ιδίωμα ελληνικό, ένδειξη τραχύτητος ακραίας-, με τον ερχομό της άνοιξης και την αποκατάσταση της αδικίας. Η Περσεφόνη εγκαταλείπει τις φωλιές της και χύνεται στο χώμα, διθυραμβική συμφωνία, εαρινή. Οι κάτοικοι των περιοχών γύρω από τον Τάραντα ακολουθούν συνήθειες αρχαίες, φανερώνουν το δεσμό της εποχής με την προγονική παράδοση, καταλύουν το χρόνο, καθώς οι χορευτικές κινήσεις, ο άναρχος χορός, ο τόσο βακχικός μοιάζει να ακολουθεί την κινησιολογία των πρώτων μυστών. Οι νεαρότεροι άνδρες εξαντλούνται στη δίνη του χορού, ξορκίζουν με σώμα ανθρώπινο και πρόθεση ερωτική το θάνατο, την έκσταση της πολυγεννεσίας. Κάπως έτσι εκτυλίσσεται η τελετουργία, με χρώματα, με μία συλλογικότητα στη συμμετοχή, ώστε δίκαια να μπορεί κανείς να εκτιμήσει τη σύνδεση των ανθρώπων αυτών με τον ελληνιστικό κόσμο και τις αφετηρίες του. Μια σύνδεση εφικτή ανάμεσα στα ίδια τα μέλη της κοινότητας.

Σε κάθε τόπο μπορεί κανείς να εντοπίσει τη διεξαγωγή δρώμενων, με καταγωγή που χάνεται στα βάθη του παρελθόντος. Έθιμα, δοξασίες, ανθρώπινη έκφραση διυλισμένη μες στο φίλτρο των αιώνων, εξακολουθεί και επιζεί, ζωντανή, σχεδόν σε μία μόνιμη ακμή. Η περίπτωση των περιοχών, που συνθέτουν τη «Μεγάλη Ελλάδα» διακρίνεται και υπερέχει. Τούτο δεν οφείλεται μόνο στην ανάδειξη της αρχαιολογικής σπουδαιότητάς τους. Πρόκειται για κάτι πιο ισχυρό, περισσότερο ως τέτοιο να εκληφθεί παρά ως ελληνικό. Οι άνθρωποι των περιοχών αυτών κατόρθωσαν να διασώσουν τις παραδόσεις, όχι μέσω της επανάληψής τους, μα μιας επαρκούς αιτιολόγησης των συμβολισμών τους, έτσι ώστε να μπορούν αυτές να επικαιροποιηθούν διαρρηγνύοντας το μοτίβο των σημερινών ρυθμών. Ο χορός στον οποίο αναφερθήκαμε δεν συνιστά μια μοναδικότητα, αφού ανάλογες πράξεις λαμβάνουν χώρα σε πολλές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Εκείνο ίσως, το οποίο αναδεικνύει τις βραχώδεις και αφιλόξενες αυτές πατρίδες, δεν είναι άλλο από το γεγονός πως οι κάτοικοι τους είχαν το προνόμιο να θέσουν ως δομικά υλικά της κοινωνικής συνοχής στοιχεία παράδοσης, που θέλουν την ίδια την ύπαρξη να κινείται, να αισθάνεται, να «παθαίνεται» αγγίζοντας τα όρια του ιστορικού χρόνου. Οι περιοχές της νοτίου Ιταλίας με την πλούσια και αδιαμφισβήτητη, ελληνική παράδοση, θέτουν τον άνθρωπο στο επίκεντρο του λόγου και της έκφρασης, διαμορφώνοντας μια λαμπρή, πολιτιστική συνισταμένη.

Ο Τ. Σ. Έλιοτ σημειώνει: «Το γεγονός της αποδοχής της παράδοσης, όχι ως στείρας αρχαιογνωσίας, μα ως μια ροής, η οποία κυλά κάτω από το «σύγχρονο», κάτω από το στοιχείο του «νεωτερισμού», η συνείδηση πως μες στην παράδοση ενυπάρχει όλη η παροντική και μελλοντική λειτουργικότητα και πνευματικότητα, εξυψώνει τη λαϊκή γνώση σε μια κατεύθυνση, η οποία μπορεί να καταστήσει ακλόνητη την αίσθηση του ανθρώπου-δημιουργού για την καταφατική του στάση εμπρός στην αναγκαία προοπτική διαμόρφωσης ενός δικού του σύγχρονου και οριοθετημένου πλαισίου κοινωνικότητας.» Η περίπτωση του διαχρονικού, ελληνικού κόσμου, όπως διαπιστώνεται αιώνες τώρα στο νότο της Ιταλίας επιβεβαιώνει και στηρίζει αξιωματικά την άποψη του κορυφαίου δημιουργού.

http://www.youtube.com/watch?v=fhqTr2ggpds&feature=related

Το βίντεο γυρίστηκε το 1959 από τον ανθρωπολόγο Ernesto De Martino.