Μεταφράζοντας τ΄αμερικάνικα

Ο μάγος του Οζ24grammata.com/Αμερική (αφιέρωμα  εν προόδω)

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (23η στάση, αφιέρωμα εν προόδω)

έχουν  προηγηθεί κλικ εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Απόστολος Θηβαίος θα είναι ο οδηγός και ο ξεναγός μας σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι στην Αμερική του ωραίου, του έρωτα και της φαντασίας.

«εκείνο που κατέχει
Τη μεγαλύτερη σημασία
Δεν σχετίζεται μονάχα
Με τη μετεωρολογία
Αλλά και με την
Γεωλογία»
Γκόγια

Ίσως εξαιτίας της εποχής που επιδίδεται με τόση θέρμη στο κυνήγι της λογοτεχνικότητας εξαιρώντας όλο και περισσότερο την έκταση και τα όρια της κριτικής, ίσως πάλι η τροπή και η απρόσμενη ταχύτητα που απέκτησε η έννοια της μαρτυρίας, κατέστησαν ως ενδιαφέρον όχι το ίδιο το έργο αλλά τα χαρίσματα και τις ιδιοτροπίες του. Όσα στοιχεία θα μπορούσαν να εξαχθούν απ΄τη γνησιότητα της σπουδής, τώρα καίγονται στο βωμό μιας αναγκαίας και πρωταρχικής προύπόθεσης που στοιχίζει στην αξιολόγηση του ίδιου του έργου και της εποχής του. Η πολλή λογοτεχνικότητα μας θλίβει, όπως ακριβώς τον Βαλερύ, πριν από δεκαετίες ο πολύς θεός.
Εξαιτίας όλων των παραπάνω αλλά και του ίδιου του συγγραφέα που έχει να παρουσιάσει ένα πολύπλευρο έργο, το αμερικανικό αφιέρωμα των 24 Γραμμάτων φιλοξενεί στις σελίδες του μια μικρή μετάφραση. Ο Θαυμάσιος Μάζος του Οζ, έργο που χαρακτήρισε ολόκληρες γενιές, επανακάμπτει υπενθυμίζοντας τον Frank Baum δεκαετίες μετά το θάνατό του. Η Ντόροθυ,ο Χένρυ, η θεία Εμ, ακόμη και οι ανεμοστρόβιλοι και ο Τότο φέρουν ένα εξαιρετικό, συγκριτικό πλεονέκτημα. Δεν χάνουν την ουσία τους και δεν γερνούν. Σαν τον τρόπο που μετρά ο αποψινός χαμένος της παρτίδας, σκιτσογράφος Γιάννης Καλαϊτζής τον χρόνο και βρίσκει γερασμένη μια ολόκληρη επταετία. Έναν αιώνα και πλεόν αντέχουν οι χαρακτήρες του Baum, ακολουθώντας ξανά και ξανά τη μοίρα τους, με μια πρωτόγνωρη ευχαρίστηση που κληροδοτείται σ΄ολόκληρο τον κόσμο του παραμυθιού και της ακέραιας φαντασίας.
Όσο για την μετάφραση, αυτή πια παρέμεινε πιστή στην οικονομία του συγγραφέα. Δεν συνοψίζει, μα ακολουθεί, επικροτώντας το αίσθημα εκεί που αυτό υπερέχει.

Ο ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ ΟΖ
iH Ντόροθυ ζούσε χαμένη στην ξέφωτη ερημιά του Κάνσας, μαζί με τον θείο Χένρυ και τη θεία Εμ. Οι δυο τους ήταν αγρότες, το σπίτι τους μικρό και ξύλινο. Δεν γνωρίζω πόσα μίλια έπρεπε να κάνει το βαγονέτο για να το μεταφέρει σε τούτη την ερημιά. Τέσσερις τοίχοι, πάτωμα και στέγη. Ολόκληρο το σπίτι δεν ήταν παρά ένα και μόνο δωμάτιο. Ο σκουριασμένος φούρνος, νεροχύτης , ένα τραπέζι τρεις ή τέσσερις καρέκλες και τα κρεβάτια. Ο θείος Χένρυ και η θεία Εμ μοιράζονταν το μεγάλο κρεβάτι στη γωνιά. Εκείνο της Ντόροθυ ήταν μικρότερο και βρισκόταν απέναντι. Δεν υπήρχε αποθήκη ή κελάρι, εκτός από μια μικρή τρύπα στο πάτωμα. Το κελάρι του κυκλώνα. Έτσι είχαν ονομάσει αυτό το αυτοσχέδιο καταφύγιο που θα μπορούσε να τους προστατέψει όταν ξεσπάσουν οι τρομεροί ανεμοστρόβιλοι που διαλύουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μια καταπακτή στη μέση του πατώματος με μια μικρή σκάλα που οδηγούσε στη μικρή, σκοτεινή τρύπα ήταν η μοναδική τους ευκαιρία. Αυτό ήταν όλο και όλο το κελάρι του κυκλώνα.
Όταν η Ντόροθυ στάθηκε στην εξώπορτα και κοίταξε τριγύρω, αντίκρισε μονάχα τις απέραντες, γκρίζες εκτάσεις των ξέφωτων. Εκτείνονταν σε όλες τις κατευθύνσεις καθώς τα πάντα, ακόμη και το χορτάρι, δοκιμασμένο απ΄τον ήλιο είχε χάσει τη ζωντάνια του, αφήνοντας σαν υπενθύμιση τόπους τόπους χρωματιστές λωρίδες. Το σπίτι που κάποτε βάφτηκε με όλες τις τιμές, τώρα είχε τις επιφάνειές του ολοσχερώς κατεστραμμένες. Αιτία ο ήλιος και οι βροχές που χάλασαν την φρέσκια μπογιά, προικίζοντας το σπίτι με τους ίδιους, ουδέτερους τόνους που χαρακτήριζαν όλο το τοπίο.
Η θεία Εμ έφθασε κοριτσάκι σ΄αυτά τα μέρη. Ο ήλιος και ο άνεμος την άλλαξαν και εκείνη. Αφαίρεσαν για πάντα τη σπιρτάδα των ματιών της και άφησαν γκρίζα σημάδια. Χείλη και παρειές, κάποτε κατακόκκινη λάκα, μαραίνονταν τώρα μαζί με το πρόσωπό της. Τίποτε δεν την θύμιζε πια. Όταν η Ντόροθυ που ήταν ορφανή την επισκέφτηκε για πρώτη φορά, η θεία Εμ σάστισε με το γέλιο της. Έκτοτε ένιωθε ευχάριστα κάθε φορά που κάτι το προκαλούσε. Έβαζε το χέρι στην καρδιά της κάθε που η θεία φωνή του κοριτσιού έφθανε στ΄αυτιά της. Ακόμη και σήμερα κοιτάζει αυτό το παιδί με θαυμασμό για τον τρόπο της με τον κόσμο.
Ο θείος Χένρυ αντιθέτως ποτέ δεν γελούσε. Εργαζόταν σκληρά μέρες και νύχτες, δίχως να γνωρίσει ποτέ τι σημαίνει χαρά. Ήταν και αυτός γκρίζος, απ΄την κορφή ως τα νύχια και έδειχνε στεγνός και ανθεκτικός. Σπάνια μιλούσε ο θείος Χένρυ.
Μονάχα ο Τότο μπορούσε να κάνει την Ντόροθυ να διασκεδάσει και να σωθεί απ΄αυτό το μυστήριο της βαριάς, γκρίζας απόχρωσης. Ο Τότο δεν ήταν γκρίζος, αλλά ένας μικρός, κατάμαυρος σκύλος, μ΄αστείο, μεταξωτό τρίχωμα και ένα ζευγάρι, ζωηρά μάτια. Ο Τότο έπαιζε με την Ντόροθυ ολόκληρη τη μέρα. Εκείνη ανταποκρινόταν τρέφοντας και ήταν ξεκάθαρο πως τον λάτρευε.
Όμως σήμερα δεν παίζουν. Ο θειος Χένρυ στέκει στο πλατύσκαλο. Παρατηρεί γεμάτος αγωνία τον ασυνήθιστά, γκρίζο ουρανό. Η Ντόροθυ παρατηρεί και εκείνη κρατώντας τον Τότο στην αγκαλιά της. Η θεια Εμ πλένει τα πιάτα.
Προς τον βορά μπορούσαν να δουν τον άνεμο και ακόμη το πυκνό χορτάρι να υποκλίνεται στα κύματα, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Τώρα ακουγόταν ξεκάθαρα ο συριγμός του ανέμου μα απ΄την αντίθετη κατεύθυνση. Έστρεψαν το βλέμμα τους, αντικρίζοντας κομμάτια απ΄την καταπράσινη γη να φθάνει κοντά τους.
Ξαφνικά ο θείος Χένρυ σηκώθηκε.
«Έρχεται κυκλώνας Εμ» φώναξε στη γυναίκα του. «Πρέπει να πάω στον αχυρώνα.» Μετά έφυγε γρήγορα, αγωνιώντας για τις αγελάδες και τα άλογα.
Η θεία Εμ παράτησε τα πιάτα και πλησίασε στην πόρτα. Μια γρήγορη ματιά επιβεβαίωσε τον κίνδυνο που έστεκε στην άλλη πλευρά του χεριού της.
«Γρήγορα Ντόροθυ» ούρλιαξε, «στο κελάρι!»
Ο Τότο τρόμαξε και γλίστρησε κάτω απ΄το κρεβάτι. Η θεία Εμ, εν τω μεταξύ, κατατρομαγμένη, άνοιξε την καταπακτή, κατέβηκε τη σκάλα και κρύφτηκε στη μικρή, σκοτεινή τρύπα. Η Ντόροθυ τελικά κατόρθωσε να πιάσει τον Τότο και την ακολούθησε. Δεν θα χε κάνει ούτε τα μισά βήματα μες στο δωμάτιο, όταν ένα τρομερός συριγμός του ανέμου ακούστηκε και το σπίτι τραντάχτηκε τόσο ώστε να χάσει την ισορροπία της και να καθίσει σαστισμένη στο πάτωμα.
Μετά κάτι παράξενο συνέβη.
Το σπίτι στριφογύρισε δυο τρεις φορές και σηκώθηκε απαλά στον αέρα. Η Ντόροθυ ένιωθε σαν μπαλόνι. Το σπίτι βρισκόταν κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα, καθώς όλο και περισσότερο ανέβαινε στον ουρανό, ώσπου να βρεθεί στο υψηλότερο σημείο της δίνης. Παρέμεινε εκεί ακλόνητο και πήρε να ταξιδεύει μίλια και μίλια μακριά, όπως ακριβώς ένα φτερό.

Παντού υπήρχε σκοτάδι και ο άνεμος φυσούσε τρομερά γύρω της. Και όμως η Ντόροθυ συνήθισε να κρατά πια την ισορροπία της. Μετά τις πρώτες στροφές, και αφού το σπίτι ήταν σε κακό χάλι, ένιωσε σαν να το ακούμπησαν κάπου. Απαλά, όπως αφήνεις το παιδί στην κούνια του.
Ο Τότο ήταν νευρικός. Έτρεχε στο δωμάτιο, μια εδώ, μια εκεί, γαβγίζοντας επίμονα. Η Ντόροθυ κάθισε στο πάτωμα και περίμενε να δει τι θα συμβεί.Ο Τότο έπεσε μες στην καταπακτή. Στην αρχή πίστεψε πως πια τον είχε χάσει. Όμως μόλις είδε ένα από τα αυτιά του να διακρίνονται έξω από την τρύπα. Οι δυνατοί άνεμοι τον κρατούσαν σχεδόν ακίνητο. Σύρθηκε μέχρι την τρύπα και έπιασε τον Τότο από το αυτί. Τον έσυρε με δύναμη μες στο δωμάτιο και έκλεισε την καταπακτή. Θα μπορούσε να συμβεί ξανά ένα παρόμοιο ατύχημα. Ώρα με την ώρα η Ντόροθυ συνήθισε και ξεπέρασε τον φόβο της. Όμως ένιωσε κάπως μόνη και ο άνεμος φυσούσε τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε. Απ΄το μυαλό της πέρασε η ιδέα πως από στιγμή σε στιγμή το σπίτι θα πέσει και θα γίνει κομμάτια μαζί με την ίδια. Και όμως οι ώρες περνούσαν και τίποτε δεν συνέβαινε. Έπαψε να ανησυχεί και αποφάσισε να περιμένει ήρεμη όσα επιφυλάσσει το μέλλον. Σιγά σιγά σύρθηκε ως το κρεβάτι της. Ο Τότο ξάπλωσε πλάι της.
Παρά τη περιδίνηση του σπιτιού και τα ουρλιαχτά του ανέμου, η Ντόροθυ δεν άργησε να αποκοιμηθεί.