O Γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους γράφει για την Κύπρο

24grammata.com / Σύγχρονοι Λογοτέχνες

το παρακάτω κείμενο πρωτοπαρουσιάστηκε στο www.dw-world.de
Επισημάναμε και σας παρουσιάζουμε δυο “κυπριακά ποιήματα” του Γερμανού Joachim Sartorius που έχει επανειλημμένα και στο παρελθόν εμπνευσθεί από την “καθ’ ημάς Ανατολή”. Αυτή τη φορά μας μεταφέρει στην Πάφο και τη Λάπηθο.

Στον Γερμανό ποιητή Γιόαχιμ Σαρτόριους έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα, σήμερα είναι «κατά κόσμον» διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου, παλιότερα Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου Goethe, ακόμα παλιότερα μέλος του διπλωματικού σώματος. Τότε είχε περάσει, στα μέσα της δεκαετίας του 80, και από τη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία. Τότε είχε περάσει απέναντι, για λίγες μέρες στην Αλεξάνδρεια, αναζητώντας τα ίχνη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ποιητικός καρπός εκείνου τα ταξιδιού ήταν αργότερα ο κύκλος Αλεξάνδρεια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η τελευταία συλλογή του Σαρτόριους με τίτλο Hôtel des Ētrangers, από ένα ποίημα που φέρει αυτόν τον τίτλο, το όνομα ενός παλιού ξενοδοχείου στην Πρίγκιπο. Στην ενότητα Πολιτείες της Ανατολής εντοπίζουμε δύο κυπριακά ποιήματα. Να δούμε το πρώτο:

ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

Τι μυρίζουν τα χνώτα των γλάρων;
Φλούδια, φύκια;
Πλακουτσωτά ψάρια με λασπερά λέπια;
Στέκονται εκεί, ή ίριδά τους ένα τρυπημένο άσπρο,Το λιμάνι της ΠάφουBildunterschrift: Großansicht des Bildes mit der Bildunterschrift:  Το λιμάνι της Πάφου
πάνω σε μικρά νωχελικά γαλάζια κύματα
προσηλωμένοι κάπου μακριά –
το βράδυ φτάνει σαν ρόδο ξαφνικό,
κι ο ύπνος απλώνεται απ’ την Ανατολή στη Δύση.
Τα γερόντια στο παγκάκι,
σφιγμένοι κόμποι, λύνονται,
θυμούνται τι όμορφα που ήταν
να κολυμπάνε μέσα της.
Ο δρόμος που κατεβαίνει στο λιμάνι λαμπυρίζει.
Η ραχοκοκαλιά του ξετυλίγεται κατ’ ευθείαν απ’ τον ήλιο,
που τώρα βυθίζεται, τσιτσιρίζοντας (προφήτες, γλάροι).
Τότε πιστεύαμε πως η Πάφος ήταν θεός.
Το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, λέγανε, έφτανε ως
την κορυφογραμμή του Τρόοδος. Τώρα είναι μια πολιτεία άχρηστη
(τη μνημονεύουν πια μόνο σπάνια
όπως τις πυρκαγιές που ξέσπασαν κάποτε σε ονομαστά ανάκτορα).

Μας αρέσει αυτό το ποίημα γιατί με πολύ λιτό τρόπο φτιάχνει θα λέγαμε μια απέριττη κυπριακή ακουαρέλα, το λιμάνι με τους γλάρους και τα γεροντάκια, το μακρινό παρελθόν της Πάφου, η δόξα και η πτώση, όλα χωνεμένα σε ένα σημερινό κυπριακό τοπίο. Και βέβαια το φως, που κυριαρχεί ακόμα περισσότερο στο δεύτερο ποίημα, μια απλή, οικογενειακή σκηνή, μια θαλπωρή που εξατμίζεται στον ήλιο. Να το μεταφράσουμε κι αυτό:


ΛΑΠΗΘΟΣ

Καθόμασταν εκεί με τις φοινικιές,
τα ντιβάνια, κλουβιά με καναρίνια.
Τα παιδιά έλεγαν όχι, ευχαριστώ στο λικεράκι.
Τόσα πράγματα που μπορούσες να χαϊδέψεις
κι εξαφανίζονταν μέσα στους κήπους.
Το φως ξεφλούδιζε προσεκτικά το σπίτι
μέχρι που γινόταν επέκταση της θάλασσας.
Να λοιπόν δυο κυπριακές ποιητικές καταγραφές διά γερμανικής χειρός. Δυο τοπία που μετουσιώνονται σε σύμβολα ενός απλού τερπνού παρόντος στη σκιά ενός άλλου, μπορεί και ξεχασμένου παρελθόντος.

Σπύρος Μοσκόβου
Υπεύθ. σύνταξης: Βιβή Παπαναγιώτου